Μέσα σ’ αυτό το χώρο των 193 στρεμμάτων χτίστηκε ο νέος Συνοικισμός. Η μορφολογία του εδάφους και κυρίως οι λόφοι και τα ρέματα τον σημάδεψαν για πάντα. Περίοπτη θέση στο χώρο κατείχαν ο λόφος και το δασάκι της Αγίας Τριάδας. Έξω από το χωνί ο λόφος και το Μοναστήρι της Ανάληψης και προς τα νότια ο λόφος της Αύρας, δηλαδή ο λόφος «Κοπανάς» . Στο κέντρο υπήρχε το ξωκκλήσι του Αγίου Λαζάρου. Έξω από το χωνί προς τα ανατολικά υπήρχε μια ξύλινη παράγκα, το ξωκκλήσι του Αγίου Δημητρίου. Μια δεξαμενή πίσω από την Αγία Τριάδα, εκεί που σήμερα είναι το γήπεδο μπάσκετ και τα βρόχινα νερά του λόφου σχημάτιζαν το ρέμα της οδού Βουτζά, που κατηφόριζε προς το τέλος της οδού Κύπρου, έστριβε δεξιά – δυτικά, περνούσε δίπλα από ένα μικρό δασωμένο λόφο στη σημερινή πλατεία Εθνικής Αντίστασης (πρώην Αραπάκια) και κατηφόριζε προς τη Γέφυρα. Ένα άλλο μικρό ρυάκι κατηφόριζε από την Ιερά Μονή Αναλήψεως, σχημάτιζε το ρέμα της οδού Μεσολογγίου και έφτανε στο ίδιο κομβικό σημείο του χωνιού, στη Γέφυρα. Στη Γέφυρα επίσης κατέληγε και το ρέμα της οδού Νίκου Νικηφορίδη (πρώην Βασ. Κων/νου Β). Όλοι αυτοί οι δρόμοι δεν είναι ευθείς, αλλά έχουν την κατεύθυνση της κοίτης των ρεμάτων (Βουτζά , Κύπρου, Μεσολογγίου, Νίκου Νικηφορίδη).
Στη Γέφυρα, που ήταν η βάση του χωνιού, υπήρχε μια πραγματική γέφυρα, εκεί ακριβώς που είναι σήμερα το μεσαίο περίπτερο. Στη συνέχεια όλα αυτά τα ρέματα σχημάτιζαν μια ενιαία κοίτη και κατηφόριζαν μέσω της οδού Εκφαντίδου προς το Παγκράτι και το Βατραχονήσι. Στο δρόμο πότιζαν τα φυτώρια του Πανεπιστημίου Αθηνών πριν τη γωνία Εκφαντίδου και Δαμάρεως. Στη θέση τους σήμερα υπάρχει σχολείο.
Κεντρικός άξονας του συνοικισμού ήταν η οδός (Μητροπολίτου) Χρυσοστόμου Σμύρνης. Εκατέρωθεν έγιναν τα έργα μιας στοιχειώδους υποδομής. Αριστερά στη Γέφυρα, στην αρχή της οδού Ν. Νικηφορίδη τα Λουτρα Χαμάμ, πιο πάνω το Διοικητήριο με το Σταθμό Χωροφυλακής και το Σταθμό Πρώτων Βοηθειών στην πλατεία Αγίου Λαζάρου. Στη μέση η Αγορά, πιο πέρα ένα μεγάλο ηλεκτροκίνητο ξυλουργείο για τις ανάγκες της δόμησης, που αρχικά είχε παραχωρηθεί κατά κυριότητα στην Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων και αργότερα το 1930 αγοράσθηκε από τους αδελφούς Λουκίδη, τα Σχολεία της Αγίας Τριάδας και το συνεχόμενο Γυμναστήριο των Νέων Βύρωνος, η Αγία Τριάδα πάνω στο λόφο και τα δημόσια λουτρά, όπου δίπλα τους χτίστηκε αργότερα το Πολυιατρείο στην οδό Κορυτσάς (σήμερα Κέντρο Υγείας). Επίσης δημόσια λουτρά λειτούργησαν για ένα διάστημα και στο χώρο των ΝΕΩΝ ΒΥΡΩΝΟΣ, απέναντι από το ξυλουργείο Λουκίδη.
Επί της οδού Χρυσοστόμου Σμύρνης και δεξιά έγιναν ο βρεφικός σταθμός Μοργκεντάου (από το όνομα του Αμερικανού προέδρου της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων), ο κινηματογράφος «Μον Σινέ», το κρατικό Μονοπώλιο με καταφύγιο στο υπόγειο, το Αναρρωτήριο (μετέπειτα Δημαρχείο) και το Ταπητουργείο, στη θέση ενός παλιού ασβεστοκάμινου με πρώτο διαχειριστή το βιομήχανο Καχραμάνογλου. Τα δημόσια λουτρά, το Διοικητήριο, το Μον Σινέ , τα λουτρά Χαμάμ και το Μονοπώλιο δεν υπάρχουν πια. Η αγορά υπάρχει σήμερα κατά τα 2/4 περίπου ως κτίσμα, αλλά παραποιημένη αρκετά ως προς την εμφάνιση. Αναλλοίωτη παραμένει ακόμα μόνο η είσοδος.
Τα δημόσια λουτρά είναι σήμερα γήπεδο μπάσκετ, το Διοικητήριο πολυκατοικία, το Μον Σινέ πλατεία, τα λουτρά χαμάμ επίσης πολυκατοικία και το Μονοπώλιο με το καταφύγιο κτίριο του ΟΤΕ.
Στο Ταπητουργείο σήμερα ο δεύτερος όροφος ανήκει στο Δήμο Βύρωνα και στεγάζει το στέκι της Νεολαίας και το ισόγειο και ο πρώτος όροφος ανήκει στους κληρονόμους των οικογενειών Μωράλογλου και Ελευθερίου, αρχικών ιδιοκτητών όλου του κτίσματος.
Εκτός από τα έξι πρώτα οικοδομικά τετράγωνα, τα γειτονικά προς τη Γέφυρα, όλα χωρίς εξαίρεση τα υπόλοιπα διασχίζονταν από στενά κοινόχρηστα σοκάκια 1,10 μ. , έτσι ώστε όλα τα σπίτια να είναι διαμπερή με δυνατότητα δεύτερης εισόδου από το σοκάκι. Τα σπίτα είχαν δύο δωμάτια συνολικού εμβαδού 40 τ.μ. με μικρό προαύλιο προς το δρόμο και κήπο προς το σοκάκι. Αυτό έδινε τη δυνατότητα στους ενοίκους να κατασκευάσουν και μικρά αποχωρητήρια μέσα στους κήπους. Σε πολλές περιπτώσεις οι ένοικοι είχαν πρόσβαση ή άνοιξαν και δεύτερη είσοδο από τα σοκάκια προς διευκόλυνση της επικοινωνίας τους με τους γείτονες, αλλά και για ευκολότερη προσέγγιση προς τα δημόσια πλυσταριά, που λειτουργούσαν μέσα στα σοκάκια. Μερικά απ’ αυτά τα πλυντήρια σώζονται ακόμα, π.χ. στο σοκάκι απέναντι από το Ταπητουργείο. Έτσι, όταν πολύ γρήγορα χρειάσθηκε σε αρκετά σπίτια να στεγασθεί και δεύτερη οικογένεια, υπήρχε η δυνατότητα κι αυτή να έχει τη δική της είσοδο, η μία από το δρόμο και η άλλη από το σοκάκι. Και αυτό δεν άργησε καθόλου να γίνει. Ήδη το 1925 στα 1414 σπίτια του Βύρωνα κατοικούσαν 2.264 οικογένειες.
Τα περισσότερα οικοδομικά τετράγωνα αποτελούνταν από 60 κατοικίες. Σ’ όλα αυτά τα οικοδομικά τετράγωνα τα σπίτια ήταν ισόγεια και μόνο τα γωνιακά ήταν διώροφα. Ήταν όλα πλινθόκτιστα και είχαν στέγη από κεραμίδια. Μόνο στα έξι πρώτα οικοδομικά τετράγωνα τα σπίτια ήταν όλα διώροφα και δεν υπήρχαν σ’ αυτά σοκάκια. Ίσως επειδή αυτά προορίζονταν για τους «ημέτερους» της επιτροπής ή και επειδή τα οικοδομικά τετράγωνα ήταν μικρότερα (στενότερα) και δεν απέμενε χώρος για σοκάκια και πλυσταριά.
Ο αρχικός μας συνοικισμός, όμως, είχε και «Βεσπασιανές». Έτσι ονομάσθηκαν τα δημόσια αφοδευτήρια από το όνομα του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Βεσπασιανού, που τα κατασκεύασε στην αρχαία Ρώμη. Η αλήθεια είναι όμως ότι είχαν προηγηθεί οι αρχαίοι Αθηναίοι. Στο Βύρωνα οι «Βεσπασιανές» ήταν υπόγειες και βρίσκονταν στον περίγυρο του Αγίου Λαζάρου προς την πλευρά της οδού Δωδεκανήσου (Κωνσταντιλιέρη). Με τα τελευταία έργα διαμόρφωσης της πλατείας στη δεκαετία του 1990 ο χώρος μπαζώθηκε και οι «Βεσπασιανές» εξαφανίσθηκαν.
Τα πρώτα σπίτια παραχωρήθηκαν σε πρόσφυγες κυρίως από τη Σμύρνη, τα προάστιά της και την ευρύτερη περιοχή της Ιωνίας. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι δρόμοι πήραν αντίστοιχες ονομασίες: Χρυσ. Σμύρνης (ο τελευταίος μαρτυρικός Μητροπολίτης), Ευαγγελικής Σχολής (ονομαστό εκπαιδευτήριο της Σμύρνης), Μικράς Ασίας, Βουτζά, Κορδελιού (προάστια της Σμύρνης) πλατεία Σμύρνης, Κυδωνιών, Νεαπόλεως, Ερυθραίας, Βαινδηρίου, Λαοδικείας, κ.λ.π.. Η απόφαση να δοθούν στους δρόμους ονομασίες συνεργατών του Λόρδου Βύρωνα δεν τηρήθηκε. Και ήταν σωστό. Ο νέος οικισμός έπρεπε να παραπέμπει στις χαμένες πατρίδες. Αργότερα μόνο η τότε οδός Έρμου μετονομάσθηκε σε Μεσολογγίου για να θυμίζει τον τόπο της θυσίας του μεγάλου Φιλέλληνα.
Τέλος τα «παραχωρητήρια» των σπιτιών δεν ήταν και τόσο χαριστικά, αφού σε όλα υπήρχε τίμημα πληρωτέο σε δόσεις. Άλλες απ’ αυτές αποπληρώθηκαν και άλλες όχι.
Πρόσφυγες, όμως, δεν εγκαταστάθηκαν μόνο σ’ αυτό το «χωνί». Εγκαταστάθηκαν και πέρα από την οδό Κολοκοτρώνη, προς τη Νεράιδα και την Αύρα, τη Νέα Ελβετία και τη Μεταμόρφωση. Μόνο που σ αυτούς δεν παραχωρήθηκαν σπίτια, αλλά οικόπεδα. Γι’ αυτό και η δόμηση στις περιοχές αυτές έγινε με καλύτερη ρυμοτομία και καλύτερα σπίτια. Γιατί το χτίσιμο έγινε αργότερα από τους ίδιους τους πρόσφυγες από δάνεια που πήραν μέσω των συνεταιρισμών που ίδρυσαν οι ίδιοι. Ειδικότερα στην περιοχή της Νέας Ελβετίας, που ήταν επίπεδη, η ρυμοτομία είναι πολύ καλύτερη. Σ’ αυτές τις περιοχές τα οικόπεδα παραχωρήθηκαν κυρίως σε πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, την περιοχή της Κωνσταντινούπολης, τα Πριγκηπονήσια, την περιοχή της Αδριανούπολης κ.λ.π. Γι’ αυτό και οι ονομασίες των δρόμων εκεί είναι αντίστοιχες, δηλ. όχι στενά Ιωνικές, αλλά ευρύτερα Βυζαντινές: Βυζαντίου, Κομνηνών, Παλαιολόγων, Κωνσταντινουπόλεως, Ελλησπόντου, Βοσπόρου, Προποντίδος, Αγίας Σοφίας, Επταλόφου, Επταπύργου, Καλλιπόλεως κ.λ.π. Είχαμε, όμως, και σπιτάκια αυθαίρετα. Στο άνοιγμα της εισόδου στα σοκάκια και γενικά σε μικρούς αδόμητους χώρους κάποιοι από τους πρόσφυγες, που παρέμεναν άστεγοι, έφτιαξαν με προσωπική εργασία ξύλινες παράγκες. Μερικές απ’ αυτές επιβίωσαν και μέχρι τη δεκαετία του 60. πχ. στην οδό Κισσάμου – Ευαγγ. Σχολής, στον Αγ. Λάζαρο με την οικογένεια Πολλάκη, στη γωνία Κολοκοτρώνη – Κυζίκου κ.α. Όλα αυτά έγιναν σταδιακά από το 1924 μέχρι και το 1928.
Το ίδιο περίπου σύστημα ακολουθήθηκε και στο χτίσιμο της Καισαριανής. Και εκεί οι μισοί περίπου πρόσφυγες πήραν χτισμένα σπιτάκια και οι άλλοι μισοί πήραν οικόπεδα. Εκεί, όμως, χωροταξικά η δόμηση σχεδιάστηκε καλύτερα. Η Καισαριανή χωρίστηκε σε δύο τμήματα. Με διαχωριστική γραμμή τη σημερινή Λεωφ. Εθνικής Αντίστασης διαμορφώθηκαν το αριστερά της Λεωφόρου βόρειο τμήμα και το δεξιά της Λεωφόρου νότιο τμήμα. Το βόρειο τμήμα εκτείνεται από τη Λεωφόρο μέχρι τα Ιλίσσια, δηλ. μέχρι τον Ηριδανό. Και το νότιο τμήμα από τη Λεωφόρο μέχρι το Σκοπευτήριο. Στο βόρειο τμήμα δόθηκαν χτισμένα σπιτάκια και στο νότιο δόθηκαν οικόπεδα, όπου οι πρόσφυγες έχτισαν οι ίδιοι τα σπίτια τους. Η διαφορά με το Βύρωνα είναι ότι η Καισαριανή ήταν όλη επίπεδη και στα δύο αυτά τμήματα, χωρίς λόφους και ρέματα. Ενώ ο Βύρωνας ήταν γεμάτος εδαφικές ανωμαλίες. Γι’ αυτό και η Καισαριανή έχει πολύ καλύτερη ρυμοτομία σ’ όλη την έκτασή της. Μειονεκτούσε, όμως, σημαντικά η Καισαριανή έναντι του Βύρωνα, διότι τα σπιτάκια της δεν είχαν κήπο και οι κάτοικοι εξυπηρετούντο από κοινόχρηστα αποχωρητήρια.
Απ’ το βιβλίο “90 χρόνια Βύρωνας” με την άδεια του συγγραφέως Απόστολου Κοκόλια