Γράφει ο Νίκος Σκανδάμης*
Οι αναστολές των κρατών για την υπαγωγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης διαφορών που σχετίζονται με την κυριαρχία ή τα κυριαρχικά τους δικαιώματα αποτελούν σύνηθες φαινόμενο της διεθνούς ζωής. Η υποχρεωτική επίλυση της διαφοράς δημιουργεί έναν νικητή και έναν ηττημένο. Το αίσθημα κυριαρχίας για το κράτος που ηττάται τραυματίζεται και αυτό έχει πολιτικό κόστος. Κράτη, όμως, εξοικειωμένα με τη διεθνή νομιμότητα δεν διστάζουν να διαβούν αυτήν την οδό και να υποστούν το αποτέλεσμα. Ετσι η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλαν τη διαφορά τους στο Διεθνές Δικαστήριο σχετικά με την κυριαρχία επί των νησίδων Minquiers και Ecréhous του αγγλο-νορμανδικού συμπλέγματος της Μάγχης με στόχο την οριστική και πλήρη επίλυση από αυτό. Επικαλέστηκαν και οι δύο ταυτόσημους ιστορικούς τίτλους που το Δικαστήριο έκρινε απρόσφορους και για τον λόγο αυτό προέβη σε δικές του εκτιμήσεις με βάση πραγματικά στοιχεία που θεώρησε κρίσιμα και έγειραν την πλάστιγγα υπέρ του Ηνωμένου Βασιλείου (1953).
Σε αντίθεση με μία τέτοια πλήρη επίλυση, πολλά κράτη επινόησαν, στη μακρά ιστορία του Διεθνούς Δικαστηρίου, πρακτικές που άμβλυναν το αίσθημα ματαίωσης που συνόδευε την ήττα, πρακτικές τις οποίες μάλιστα το Δικαστήριο ενθάρρυνε αφού όμως έθεσε όρια και προϋποθέσεις για την άσκησή τους. Συγκεκριμένα, τα κράτη αυτά επινόησαν τη δυνατότητα κατάτμησης της συγκεκριμένης διαφοράς αποκλείοντας όχι μόνον τη ρητή καταδίκη από το Δικαστήριο για έναν από τους διαδίκους αλλά και όσες πτυχές της διαφοράς δεν θα άγγιζαν τον πυρήνα της, ώστε η δικαστική κρίση απλώς να προϊδέαζε την επίλυση της διαφοράς χωρίς αυτό να καθίσταται εμφανές.
Μη προσδιορίζοντας έτσι ρητά τις συνέπειες η απόφαση διάνοιγε ευρύτερα ή στενότερα περιθώρια διευθέτησης σε μια μεταδικαστική φάση. Γνωστή με τον όρο της «απλώς αναγνωριστικής δίκης» (purement déclaratoire) μια τέτοια προσφυγή δημιουργεί κρίσιμα ένα πεδίο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων, που ανάγεται καταρχάς στη φάση της σύνταξης του συνυποσχετικού σχετικά με την υπαγωγή της κρίσιμης παραμέτρου αλλά μεταγενέστερα σε μια νέα φάση που επακολουθεί την έκδοση της υποχρεωτικής απόφασης του Δικαστηρίου και αφορά τις συνέπειές της, νομικές ή πολιτικές. Το ενδιαφέρον της πρακτικής αυτής έγκειται στον συνδυασμό της δικαστικής παρέμβασης με τη διπλωματική διευθέτηση που επακολουθεί ώστε το αποτέλεσμα της δίκης να επιφέρει το μικρότερο πολιτικό κόστος για το κράτος που θα βρεθεί αντιμέτωπο με τις δυσμενείς πτυχές της δικαστικής ερμηνείας αλλά και να επιτρέπει ευέλικτη προσαρμογή στις ιδιομορφίες της πραγματικής κατάστασης. Επειδή αυτή η πρακτική εκθέτει τη δικαστική κρίση στις σκοπιμότητες των διαδίκων, καθώς οι διάδικοι διαμορφώνουν με μεγάλη επινοητικότητα τη διαφορά κατά τις ανάγκες τους απομονώνοντας πτυχές της ενόψει μιας μελλοντικής διαπραγμάτευσης, το Δικαστήριο διέγραψε όρια στη δυνατότητα αποστέωσης της διαφοράς (τμητότητα, séparabilité), κάνοντας αποδεκτό το ενδεχόμενο μιας περισσότερο ή λιγότερο αφηρημένης ερμηνείας του διεθνούς κανόνα, εφόσον όμως αυτή θα αφορούσε μια πραγματική και όχι υποθετική διένεξη.
Το ζήτημα είναι σε ποια πτυχή της ελληνοτουρκικής διαφοράς που θα αχθεί στο Δικαστήριο θα περιορισθεί η δικαστική κρίση με βάση το συνυποσχετικό.
Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει εξαναγκασμός στην εκτέλεση της διεθνούς δικαστικής απόφασης πέραν της νομικής υποχρέωσης προς συμμόρφωση, η ηθική νίκη του διαδίκου που ευνοείται από τη δικαστική ερμηνεία ευνοεί τη διέξοδο σε μια πολυσύνθετη και φορτισμένη διένεξη όπως η ελληνοτουρκική. Η αναγνώριση του δικαιώματος που απορρέει από τη δικαστική ερμηνεία δεν συνδέεται απλώς με τη διαπιστωτική διατύπωσή της, όπως συμβαίνει με τις αντίστοιχες δίκες σε εθνικό επίπεδο, ούτε και μόνον από την απουσία καταδίκης ή συναγωγής των συνεπειών της απόφασης, αλλά κυρίως από τη συνειδητή επιλογή των διαδίκων να απομονώσουν την ακανθώδη πτυχή που από κοινού πιστεύεται ότι θα απεμπλέξει τη συγκεκριμένη διαφορά στο σύνολό της. Δεν πρόκειται πράγματι για το ζήτημα ποια ελληνοτουρκική διαφορά από τις περισσότερες θα αχθεί εντέλει ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά σε ποια πτυχή της συγκεκριμένης διαφοράς που τελικά θα αχθεί θα περιορισθεί η δικαστική κρίση με βάση το συνυποσχετικό. Τέτοια πτυχή, για παράδειγμα, θα συνιστούσε το ερώτημα σχετικά με το ποιος διεθνής κανόνας, εθιμικός ή συμβατικός, οφείλει να εφαρμοσθεί στη χάραξη ενός θαλάσσιου συνόρου ή ζώνης υπό τις δεδομένες γεωγραφικές συνθήκες ή ακόμα ποιο περιεχόμενο θα είχε ένας τέτοιος κανόνας ερήμην των παραμέτρων εφαρμογής του ή άλλων συναφών ζητημάτων όπως για παράδειγμα η χάραξη της αιγιαλίτιδας ζώνης.
*Ο κ. Νίκος Σκανδάμης είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής των Ελλήνων.
Πηγή: kathimerini.gr