Οι λεγόμενες δουλειές του ποδαριού είχαν και στο Βύρωνα τη χρυσή εποχή τους. Αμέσως μετά την ίδρυση του οικισμού και μέχρι περίπου τη δεκαετία του 60 οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από πλανόδιους μικροπωλητές. Άλλοι απ’ αυτούς ήταν πεζοί και άλλοι διέθεταν άλογο με κάρο ή και σκέτο χειροκίνητο καροτσάκι.
Πασίγνωστοι τέτοιοι εποχούμενοι δοσατζήδες – πραματευτάδες ήταν ο κυρ Πάνος από τη Ν. Ελβετία και ο Εβραίος Ιωσήφ. Είχαν και οι δύο τα λεγόμενα είδη προικός. Είχαν και μια κουδούνα που τη χτυπούσαν για να μαζεύουν τις γυναίκες σε κάθε γειτονιά. Πλανόδιοι αρχικά ήταν και οι μανάβηδες με τα γαϊδουράκια τους.
Οι πιο γραφικοί, όμως, ήταν οι πεζοί επαγγελματίες. Αυτοί δεν είχαν κουδούνα. Χρησιμοποι-ούσαν μόνο τη φωνή τους: Γανωτζής, Γαλατάς, Γιαουρτάς ο Μερακλής, με το ονομαστό σηλυβριανό γιαούρτι από τη Σηλυβρία της Προποντίδας, έλα να πάρεις ψάρια (είχε στο κεφάλι ένα τεράστιο πανέρι με ψάρια σκεπασμένο με βρεγμένο πανί), έξι ποτήρια ένα δεκάρικο, εφημερίδες, τροχός ακονιστής (με ένα ποδοκίνητο τροχό ακόνιζε στο δρόμο τα παλιά μαχαίρια και ψαλίδια), άσπρος χαλβάς πολίτικος (με ένα μικροσκοπικό σφυράκι έσπαζε το χαλβά σε μικρά κομματάκια γιατί ήταν πανάκριβος), ο κουλουράς με το νταβά του, σαλέπι – σαλέπι, σάμαλι παστέλι, ζεστές τυρόπιτες (τις διατηρούσε ζεστές μέσα σε μια μικρή γυάλινη βιτρίνα που στο κάτω μέρος είχε αναμμένα κάρβουνα), παπλωματάς (άδειαζε τα παλιά στρώματα, παπλώματα και μαξιλάρια, καθόταν στο δρόμο οκλαδόν, έξενε το ίδιο μαλλί και τα ξαναγέμιζε), γαλόπουλα – γαλόπουλα, που τα σεριανούσαν στους δρόμους με κάτι τεράστια καλάμια.
Πλανόδιοι βέβαια ήταν και οι πρώτοι φωτογράφοι: ο Μουγγός, ο Καμπριάδης και ο Καλλιγέρης. Οι δύο τελευταίοι όμως απέκτησαν αργότερα και καταστήματα. Ο Καλλιγέρης στη γωνία Ιθώμης – Κύπρου και ο Καμπριάδης στην Καισαρίας. Στη δεκαετία του 60 λειτούργησαν ο Χαράλαμπος Γρηγορίου στη Ν. Εφέσσου 32 και ο Μπίλης στη Ν. Ελβετία. Πάντως μέχρι και τη δεκαετία του 80 το πιο φημισμένο φωτογραφείο της περιοχής ήταν του Σκανάτοβιτς, στην οδό Υμηττού.
Πρωτόγνωρη δουλειά του ποδαριού στα μπαχαρικά έκανε στο Βύρωνα και ο πασίγνωστος ΔΗΣΑΡ (Δημ. Σαράφογλου). Ήταν ένας πανύψηλος ξερακιανός και γραφικός Μικρασιάτης, που είχε δική του πατέντα. Γέμιζε μικρά φακελάκια από σελοφάν με πιπέρι, κανέλα, γαρύφαλο κ.λ.π. , τα κολλούσε πάνω σε μεγάλα χαρτόνια, τα έβαζε μέσα σε δύο τεράστιες τσάντες και σεργιανούσε όλη μέρα μ’ αυτά και με τα πόδια όλο το Βύρωνα προμηθεύοντας τα μπακάλικα, μανάβικα, ψιλικατζίδικα κ.λ.π. Έμεναν κρεμασμένα στον τοίχο στα μαγαζιά και στη συνέχεια στα σπίτια μέχρι να τελειώσουν τα φακελάκια. Μεταπολεμικά ο Δησάρ απέκτησε το μονοπώλειο σ’ όλες τις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας. Το αρχικό προσφυγικό του σπιτάκι στην οδό Νεαπόλεως, που ήταν και η έδρα της επιχείρησης έγινε ένα από τα καλύτερα διώροφα στο Βύρωνα. Υπάρχει ακόμη. Μεταπολεμικά απέκτησε και ανταγωνιστή, την οικογένεια Σταυρίδη με την ονομασία «Μπαχαρικά Ταύρος». Και ο κατάλογος των εκατοντάδων καταστημάτων στον προπολεμικό Βύρωνα έγινε ακόμη μεγαλύτερος στα μετακατοχικά χρόνια. Καμία άλλη προσφυγική συνοικία δεν διέθετε τόσο μεγάλη και ποικίλη αγορά, ούτε και το Παγκράτι.
Όμως μεγάλο πλήγμα για την τοπική οικονομία υπήρξε στις αρχές της δεκαετίας του 60 μια μεγάλη πυρκαγιά που αποτέφρωσε το τεράστιο ηλεκτροκίνητο ξυλουργείο των Αφων Λουκίδη (Πάρη, Κώστα και Γιώργου) στον Άγιο Λάζαρο. Είχε έκταση 1425 τ.μ. Ήταν αυτό που κατασκεύαζε όλα τα ξύλινα υλικά με τα οποία έγιναν τα προσφυγικά σπιτάκια και συνέχισαν να κατασκευάζονται και τα νέα προσφυγικά στα γύρω οικόπεδα. Είναι φανερό ότι όλα τα επαγγέλματα γύρω από την οικοδομή πέρασαν τότε μεγάλη περίοδο κρίσης και πολλές δεκάδες τεχνίτες έμειναν άνεργοι. Αργότερα το εργοστάσιο ξαναλειτούργησε, αλλά το 1980 είχε πια παρακμάσει και έκλεισε οριστικά. Σήμερα στη θέση του υπάρχουν ένα σουπερμάρκετ και μία πολυκατοικία.
Φυσικά δεν έλειπε και η πολύχρωμη τσιγγάνικη νότα με τις φωνές «κιλίμια, χαλεά» και τη γνωστή ελκυστική πρόταση «να σε πω το μοίρα σου». Η γραφικότερη όμως εικόνα τσιγγάνων ήταν οι καρεκλάδες. Καθισμένοι κι αυτοί σταυροπόδι έπλεκαν στο δρόμο τις ψάθινες καρέκλες. Με χειροκίνητα καροτσάκια εργάζονταν οι παγοπώλες, οι σουβλατζήδες και οι παγωτατζήδες (Έβγα να πάρεις ΕΒΓΑ). Ο αρχαιότερος και πιο γνωστός παγοπώλης ήταν ο Βαγγέλης Καμπούρης, γωνία Χρυσ. Σμύρνης και Αγίας Σοφίας. Ήταν πράγματι ραχητικός. (Ακόμα η στάση εκεί λέγεται «Καμπούρη»). Και αργότερα ο Θωμάς Ραψανιώτης στην οδό Παναγή Τσαλδάρη. Τύλιγαν τις παγοκολώνες μέσα σε λινάτσα και τις έκοβαν σε μισές και σε τέταρτα μ’ ένα τεράστιο πριόνι. Παγοπώλης και γαλατάς μαζί ήταν και ο πρώτος Εβγατζής στη Ζωοδ. Πηγή στην οδό Έρμου.
Από τους ελάχιστους προπολεμικούς ταξιτζήδες πασίγνωστοι ήταν ο Φώντας, ένας απολαυστικός πρόσφυγας, που ήξερε περισσότερα τούρκικα παρά ελληνικά και που το ταξί του έπαιρνε μπροστά με «μανιβέλα», ο Μανούσος με ένα τεράστιο ταξί, στο οποίο έβαζε και σκαμνάκια, ο Μαρκούτσης στην οδό Μ. Ασίας, που εργάσθηκε και μεταπολεμικά και ο Μήτσος, πρόσφυγας κι αυτός, μ’ ένα Ford σαραβαλάκι του 1930. Η πρώτη πιάτσα ταξί στο Βύρωνα ήταν στη γωνία Χρυσ. Σμύρνης και Ευαγγελικής Σχολής μπροστά στο φαρμακείο του Ψίλογλου.
Απ’ το βιβλίο “90 χρόνια Βύρωνας” με την άδεια του συγγραφέως Απόστολου Κοκόλια