Σε κάθε γειτονιά υπάρχουν πάντα κάποιοι αστείοι άνθρωποι, που προκαλούν γύρω τους τη θυμηδία και τη σκωπτική διάθεση, ιδιαίτερα στα παιδιά. Είναι οι λεγόμενοι γραφικοί τύποι.
Σήμερα οι άνθρωποι αυτοί περνούν σχεδόν απαρατήρητοι μέσα στο πλήθος. Τότε όμως, στις μικρές προσφυγικές γειτονιές με τα χαμόσπιτα και τους χωματόδρομους, συγκέντρωναν γύρω τους το γενικό ενδιαφέρον.
Στο Βύρωνα είχαμε αρκετούς απ’ αυτούς. Οι πιο παλιοί, βέβαια, έχουν ξεχαστεί. Αξίζει πάντως να θυμηθούμε μερικούς.
Ο Θεός
Ήταν ένας ανάπηρος των Βαλκανικών πολέμων με κομμένα και τα δύο του πόδια ψηλά από το μηρό. Και όμως δεν το έβαζε κάτω. Είχε κατασκευάσει και είχε εφαρμόσει στα οπίσθιά του ένα κάλυμα από χοντρά λάστιχα αυτοκινήτου με πέταλα καρφωμένα πάνω τους εξωτερικά. Στα χέρια του κρατούσε δύο ξύλινες χειρολαβές. Μ’ αυτές ανασήκωνε το μισό κορμί του, σερνόταν στους δρόμους και ζητιάνευε.
Τα παιδιά τον είχαν βαφτίσει «Θεό», γιατί είχε πλούσια άσπρα μαλλιά και μια μεγάλη κάτασπρη γενειάδα, θυμίζοντας έτσι την απεικόνιση του θεού στα σχολικά βιβλία.
Αργότερα, στα χρόνια της Κατοχής, ο Θεός έπαιρνε μέρος και στις διαδηλώσεις των αναπήρων πάνω σ’ ένα καροτσάκι, που το έσπρωχνε μια νοσοκόμα. Πέθανε στη δεκαετία του 50.
Το άλογο που ήταν γυναίκα
Κάποιος από τους άστεγους του Βύρωνα, προφανώς χωρίς οικογένεια, κοιμόταν κάθε νύχτα όρθιος μέσα σε μια προσφυγική βεράντα στο τέρμα της οδού Δωδεκανήσου. Και όταν έβρεχε στη γωνία Μ. Ασίας και Καισαρείας, όπου υπήρχε στέγαστρο. Η μόνη του περιουσία ήταν ένα πλατύγυρο καπέλο. Τη νύχτα το κατέβαζε μέχρι τ’ αυτιά για να δημιουργεί σκοτάδι. Κανένας δεν γνώριζε το όνομά του και κανένας δεν ήξερε τι έκανε όλη μέρα. Του είχαν δώσει το παρατσούκλι το «άλογο».
Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 50 πέθανε, αποκαλύφθηκε ότι ήταν γυναίκα.
Ο Λάζαρος ο Μαραθωνοδρόμος
Ο Λάζαρος Καραχανίδης ήταν ένας συμπαθέστατος Πόντιος με λιγάκι σαλεμένο μυαλό, αλλά και με υπερφυσική μυική δύναμη. Έμενε σε μια παράγκα στη Ζωοδόχο Πηγή. Μ’ ένα χτύπημα έσπαζε καδρόνια και γκρέμιζε τοίχους. Έδιναν κι έπαιρναν τα στοιχήματα για το τι μπορεί να σπάσει και τι μπορεί να γκρεμίσει κι έτσι ο Λάζαρος εξασφάλιζε τη διατροφή του.
Όμως το κύριο χαρακτηριστικό του Λάζαρου ήταν ότι έπασχε από πορειομανία. Πάντα ξυπόλητος βάδιζε και έτρεχε ασταμάτητα όλη μέρα. Ήθελε να γίνει Ολυμπιονίκης στο Μαραθώνιο. Ήξερε με ακρίβεια όλες τις επιδόσεις των μεγάλων Μαραθωνοδρόμων της δεκαετίας του 50 (Ζάτοπεκ κ.λ.π.) και ισχυριζόταν ότι οι δικές του ήταν καλύτερες. Όταν τον ρωτούσαν «Πού πας Λάζαρε;», απαντούσε απλά «Πάω μια βόλτα μέχρι τη Βουλιαγμένη και θα γυρίσω». Και το έκανε.
Γύρω στο 1952 κάποιος φρόντισε και τον έγραψε στον Παναθηναϊκό. Στο Πανελλήνιο πρωτάθλημα στίβου τον έβαλαν να τρέξει ξυπόλητος όλες τις μεγάλες αποστάσεις. Και φυσικά σάρωσε όλες τις πρωτιές. Το έπαθλό του ήταν ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια ΕΛΒΙΕΛΑ, μια αθλητική φανέλα και ένα παντελονάκι.
Στη συνέχεια, όμως, ο Λάζαρος εξαφανίστηκε για χρόνια και κανένας δεν ήξερε που βρίσκεται. Το 1958 η εφημερίδα «Αθλητική Ηχώ» κυκλοφόρησε μια μέρα με πηχυαίο τίτλο στην πρώτη σελίδα την είδηση «Ένας πρωταθλητής Ελλάδος ζει μέσα σε μια σπηλιά». Και ήταν αλήθεια. Κάποιος τον είχε ανακαλύψει να κοιμάται τη νύχτα στη γνωστή σπηλιά του Λιονταριού, πάνω στον Υμηττό. Δεν ξέρω αν τότε για το Λάζαρο βρέθηκε κάποιο καλύτερο καταφύγιο. Ξέρω όμως, ότι 20 περίπου χρόνια αργότερα, τον συνάντησα σε άθλια κατάσταση, δεμένο με χειροπέδες, μέσα στα παλιά δικαστήρια της οδού Σανταρόζα. Δεν τον είχα προσέξει, αλλά άκουσα τον πρόεδρο του Δικαστηρίου καλώντας κάποιο μάρτυρα να φωνάζει «Λάζαρος Καραχανίδης». Και τότε είδα κάποιους που τον συνόδευαν να τον προσάγουν για να καταθέσει. Τους ρώτησα κατόπιν και μου είπαν ότι ήταν από χρόνια τρόφιμος του ψυχιατρείου στο Δαφνί και τον είχαν φέρει για μάρτυρα στη δίκη για κάποιο καβγά.
Μετά την περιπετειώδη και κάπως ακατάληπτη κατάθεσή του τον πλησίασα και τον ρώτησα «Τι κάνεις Λάζαρε;» Μου απάντησε με μια ξεψυχισμένη φωνή «Καλά». Από τότε κανείς δεν έμαθε κάτι γι’ αυτόν, πέρα από το ότι πέθανε στο ψυχιατρείο.
Ο Αποστόλης ο Νάνος
Ο Αποστόλης ήταν ένας πραγματικός νάνος, που έμενε κάπου κοντά στο παλιό Δημαρχείο. Το αξιοσημείωτο ήταν ότι στην αμφίεση ήταν ένα μικρό κομψοτέχνημα. Πάντα κοστούμι, γραβάτα και άσπρο μαντηλάκι μ’ ένα λουλούδι στο πέτο. Και κάθε πρωί γυάλιζε απαραιτήτως τα σκαρπίνια του στο Στελλάρα.
Είχε μεγάλη αίσθηση του χιούμορ, γιατί, όπως και ο Νίκος Ρίζος, καλαμπούριζε και ο ίδιος με το μπόι του. Θύμιζε πάρα πολύ το γνωστό κωμικό ηθοποιό Χρήστο Ευθυμίου.
Ο Επία – Επού
Το όνομά του ήταν Γιάννης και ήταν μουγγός. Καθόταν στην περιοχή του Κοπανά. Οι μόνοι ήχοι που είχε κατορθώσει να μάθει, ήταν οι συλλαβές «Επία – Επού». Ήταν όμως ευτυχής γι’ αυτό. Έτσι έκανε κατάχρηση αυτής της δυνατότητας. Γύριζε τις γειτονιές και ξεσήκωνε τον κόσμο κραυγάζοντας διαρκώς «Επία – Επού».
Ο φωτογράφος ο μουγγός
Εκτός από τον Επία Επού ο Βύρωνας είχε και ένα φωτογράφο μουγγό. Καθόταν στη Μεταμόρφωση πίσω από το ιερό της εκκλησίας. Αυτός όμως ήταν ένας σοβαρός και πανέξυπνος επαγγελματίας και οικογενειάρχης. Μαζί με τον Καμπριάδη της οδού Καισαρείας και τον Καλλιγέρη, ήταν οι πιο γνωστοί φωτογράφοι στο Βύρωνα, στις δεκαετίες του 30 – 50.
Ο μουγγός αυτός δεν μπορούσε να προφέρει λέξη. Έκανε όμως άνετα τη δουλειά του γιατί ήταν άριστος στην παντομίμα. Ιδιαίτερα απολαυστικός ήταν στους γάμους με τον τρόπο που «έστηνε» με νοήματα τους συγγενείς για τις οικογενειακές φωτογραφίες.
Ο Μπίλι – Μπίλι – Μπό
Ήταν ένας πανύψηλος, μαυριδερός και ξερακιανός τύπος με ένα άσπρο ναυτικό πηλήκιο. Έμενε κάπου στη Νεράϊδα. Πουλούσε μαστίχα στο δρόμο, τυλιγμένη σ’ ένα κοντάρι σκεπασμένο με βρεγμένο πανί.
Γύριζε στις γειτονιές και στα πανηγύρια διαλαλώντας μελωδικά το εμπόρευμά του με τις λέξεις «μπίλι – μπίλι – μπόόό, μπίλι – μπίλι – μπό μαστίχι, μιάμιση δραχμή τον πήχυ». «Μπίλι – Μπίλι – Μπό είναι τ’ όνομά του και Τσικιρικιτσέν το παράνομά του».
Το αστείο είναι ότι πράγματι το μετρούσε με τον πήχυ, αλλά υπολογίζοντάς το στον αέρα. Τραβώντας ένα κομμάτι από το κοντάρι το έστριβε και το τίναζε ψηλά αριστοτεχνικά στον αέρα δίνοντάς του το σχήμα χοντρού σχοινιού. Ύστερα το έκοβε σε πήχεις και το πουλούσε.
Ο Μπίλι – Μπίλι – Μπό όμως είχε και περιπέτειες. Το 1936 η δικτατορία του Μεταξά τον εξόρισε για πρώτη φορά σε κάποιο ξερονήσι. Άδικα, όπως βεβαιώνει ο Μάνος Ιωαννίδης. Στη δεκαετία του 50 τον ξανάστειλαν εξορία και από τότε χάθηκαν τα ίχνη του.
Η Γριά με το καρότσι
Ήταν παράλυτη και στα δύο πόδια και έμενε κάπου στην οδό Κόνωνος. Η περίπτωσή της έμοιαζε με του «Θεού». Αλλά ενώ ο Θεός εκινείτο αυτοδύναμα, η Γριά προσλάμβανε χαμάληδες, πάντα παιδιά. Κάθε πρωί την έβαζαν μέσα σ’ ένα καρότσι με λαστιχένια ρόδα μπροστά και χερούλια πίσω και για λίγες δεκάρες τη μετέφεραν από πλατεία σε πλατεία, στις εκκλησίες του Βύρωνα και στα διάφορα πανηγύρια, όπου ζητιάνευε. Για κάθε τμηματική μετακίνησή της έβρισκε επί τόπου και κάποιον άλλο χαμάλη. Με τον ίδιο τρόπο ξαναγύριζε το βράδυ στο σπίτι της. Έτσι και η ίδια έκανε τη δουλειά της και τα παιδιά διασκέδαζαν.
Ο Κουρδιστός
΄Εμενε κάπου στη Γούβα. Δεν τον πρόλαβα, αλλά τον μεταφέρω όπως μου τον περιέγραψε ο Μάνος Ιωαννίδης.
Ήταν κι αυτός ανάπηρος χωρίς πόδια από τον πόλεμο του 14. Μάλλον οι Εγγλέζοι του είχαν εφαρμόσει ένα μεταλλικό μηχανισμό, που του επέτρεπε να κινείται με μικρά πηδηματάκια και με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού. Φορούσε πάντα στολή αξιωματικού και ήταν πολύ άγριος στην όψη. Κυνηγούσε τα παιδιά που τον πείραζαν και έτσι καμιά φορά έπεφτε στο δρόμο. Όταν οι περαστικοί τον ξανάστηναν όρθιο, ακούγονταν ανατριχιαστικά τα κρακ – κρακ στο ξεκλείδωμα των μηχανικών αρθρώσεων των μεταλλικών του ποδιών. Γι’ αυτό και οι Βυρωνιώτες τον έλεγαν Κουρδιστό.
Ο Στελλάρας (Ατιτόλαδος)
Ήταν βραδύγλωσσος και αγαθούλης, αλλά ήταν ο καλύτερος λούστρος του Βύρωνα. Έστηνε το ξύλινο κασελάκι του στην καρδιά του συνοικισμού στη γωνία Χρυσ. Σμύρνης και Ευαγγελικής Σχολής, ακριβώς στη στάση του λεωφορείου και έξω από την είσοδο του μεγάλου καφενείου «Το Κέντρον». Ο καλύτερος πελάτης του ήταν ο Αποστόλης ο νάνος. Την ώρα που κουνούσε τις βούρτσες έκανε πως τραγουδάει το φτερό στον άνεμο: «τερό τον άνεμο, νυναίκα νοιάζει και μας αλλάζει τον ανανία».
Ο Στελλάρας μπέρδευε τα λόγια του, αλλά ποτέ δεν μπέρδευε τις ξύλινες βούρτσες του. Το ρυθμικό χτύπημα που έκανε μ’ αυτές πάνω στο κασελάκι θα το ζήλευε και ο καλύτερος ντραμίστας. Σχεδόν κάθε πρωί πριν αρχίσει τη δουλειά, έπρεπε να στήσει ένα καβγά με το Νότη, που ήθελε να τον διώξει από το στέκι εκείνο, γιατί το θεωρούσε ιδιοκτησία του. Απολαυστικότερος καβγάς, μόνο βέβαια στα λόγια, δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Ήταν συνομήλικοι και το 1950 πήραν την ίδια μέρα πρόσκληση να περάσουν από το περιοδεύον, δηλ. το Συμβούλιο Επιλογής Οπλιτών. Φυσικά δόθηκε και στους δύο απαλλαγή, αλλά την άλλη μέρα τσακώθηκαν κατηγορώντας ο ένας τον άλλο για ανικανότητα να υπηρετήσουν.
Ο Νότης
Ο Νότης ήταν ο πιο γνωστός και πιο συμπαθητικός τύπος του Βύρωνα. Εντελώς άκακος, ήσυχος και ακίνδυνος. Απλά ήταν αφελής και είχε σοβαρά προβλήματα υγείας. Ήταν όμως και ρήτορας στα νιάτα του. Αρκεί να μην του κατηγορούσε κανείς τον Πλαστήρα ή τον Ελευθέριο Βενιζέλο ή και το Δήμαρχο Φραγκιάδη, που τους λάτρευε. Τότε εξαπέλυε μύδρους εναντίον του και μάλιστα σε γλώσσα καθαρεύουσα. Έμενε στην οδό Μ. Ασίας και πηγαινοερχόταν συχνά με το λεωφορείο. Αν κάποιος εισπράκτορας που δεν τον ήξερε του ζητούσε εισιτήριο, ο Νότης τον κεραυνοβολούσε με φράσεις όπως, «εγώ δεν πληρώνω γιατί είμαι γνήσιος πατριώτης και φίλος του Πλαστήρα».
Γύριζε όλη μέρα όλα τα Μικρασιάτικα στέκια και καταστήματα της συνοικίας και έδινε ένα τόνο ευθυμίας με τα λογίδριά του. Έβγαζε όμως και το χαρζηλίκι του. Συχνά μετέφερε σ’ όλα τα προσφυγικά καταστήματα του Βύρωνα, μέσα σε τεράστιες τσάντες κούτες από τσιγάρα από το κεντρικό πρατήριο της Σοφίας Παπάζογλου (Χρυσ. Σμύρνης και Ευαγγελικής Σχολής). Φυσικά έκανε ώρες να γυρίσει γιατί παντού, κυρίως τα παιδιά και οι γυναίκες, τον πείραζαν και ένοιωθε την ανάγκη να ανταποδώσει. Η αφεντικίνα του, όμως, τον αγαπούσε πολύ και του τα συγχωρούσε όλα. Τα στέκια του ήταν κυρίως προσφυγικά καταστήματα. Τα τελευταία χρόνια που τα καταστήματα αυτά όλο και λιγόστευαν, ο Νότης μαζί με τη ρητορική του δεινότητα είχε χάσει και τους φίλους του. Ζει ακόμα, αλλά δεν εμφανίζεται πια.
Ο Γιώργης ο Αστυφύλακας
Ήταν κι αυτός ένας άκακος και συμπαθέστατος αφελής γραφικός τύπος των δεκαετιών του 40 και του 50. Έμενε κάπου προς τη Νεράιδα. Πίστευε πως ήταν αστυφύλακας. Φορούσε μια αποκριάτικη στολή αξιωματικού γεμάτη τσίγκινα παράσημα και με τη βοήθεια μιας σφυρίχτρας έκανε στους δρόμους τον τροχονόμο. Κάποιος, μάλιστα, τον είχε εφοδιάσει και με μια ψεύτικη αστυνομική ταυτότητα που την επεδείκνυε με καμάρι. Κατά τη δεκαετία του 60 εξαφανίστηκε.
Στους γραφικούς τύπους του Βύρωνα πρέπει να προσθέσουμε τον πασίγνωστο σ’ όλη την Αθήνα Μπάρμπα Γιάννη τον Κανατά που κατέβαινε από τον Καρέα με δύο γαϊδούρια φορτωμένα με κανάτια γεμάτα νερό. Τις καφετζούδες, την Κολάκου στην οδό Δωδεκανήσου και την Ασημίνα (Κουπακού). Τον Τενεκετζή που άναβε τις λάμπες του Δήμου και τον Πασβάντη, το νυχτοφύλακα του Συνοικισμού, που το επώνυμό του ήταν Καραγιάννης.
Απ’ το βιβλίο “90 χρόνια Βύρωνας” με την άδεια του συγγραφέως Απόστολου Κοκόλια