Γράφει η Tζίνα Ρούπακα *
Φροντιστήριο ή ιδιαίτερο; Ένα κλασικό δίλημμα ή μήπως… ΟΧΙ;
Η νέα σχολική χρονιά ξεκινάει και είμαι βέβαιη ότι πολλοί είναι οι γονείς που ειδικά φέτος μετά από 1,5 περίπου χρόνο διαδικτυακών μαθημάτων αναρωτιούνται τι είναι καλύτερο για το παιδί τους. Πρόκειται για ένα δίλημμα που δεν είναι καινούργιο. Όμως ίσως να γίνεται επίκαιρο, αφού όλοι μας νιώθουμε κάπως ‘μουδιασμένοι’ για το τι μας επιφυλάσσει η πανδημία μέσα στην επόμενη χρονιά.
Ας ξεκινήσουμε όμως από τα βασικά: το ατομικό μάθημα επιτρέπει στον καθηγητή να ακολουθήσει το ρυθμό του μαθητή και αυτός είναι ο συχνότερος λόγος που κάποιοι γονείς καταλήγουν να το προτιμούν. Έχουμε όμως σκεφτεί ότι αυτό μπορεί να κρύβει μια σημαντική παγίδα για την εξέλιξη του; Χωρίς την ευγενή άμιλλα των συμμαθητών, το παιδί μπορεί πιο εύκολα να ΄τραβήξει ‘ ουσιαστικά το μάθημα σε ένα ρυθμό αργό ή αντίθετα πολύ πιο γρήγορο, παρεμποδίζοντας έτσι την αφομοίωση της ύλης. Επιπλέον, η απουσία συμμαθητών σημαίνει και απουσία διάδρασης που μπορεί εύκολα να καταλήξει σε έλλειψη ζωντάνιας, με αποτέλεσμα ο μαθητής να χάνει σταδιακά το ενδιαφέρον του και να βαριέται πιο εύκολα.
Ένα δεύτερο πλεονέκτημα που αναγνωρίζεται στο ατομικό μάθημα, είναι η αμεσότητα στην παρακολούθηση της πορείας του παιδιού, κάτι που βέβαια δεν αμφισβητείται. Πρόσφατες μελέτες 1.200 σπουδαστές διαφόρων ηλικιών, έχουν αποδείξει ότι την ίδια αμεσότητα μπορεί να πετύχει ο καθηγητής σε ένα ομαδικό μάθημα, αρκεί η ομάδα να είναι αυστηρά ολιγομελής. Στις ίδιες μελέτες, αποδεικνύεται ότι ο ιδανικός αριθμός μαθητών σε μια τάξη είναι 7-8 άτομα. Αυτός ο αριθμός εξασφαλίζει την εξατομικευμένη προσέγγιση του κάθε σπουδαστή μεθοδολογικά, διδακτικά και παιδαγωγικά στον ίδιο βαθμό με ένα ατομικό μάθημα. Ο μαθητής έχει ενεργό ρόλο και αλληλεπιδρά με τους συμμαθητές και τον καθηγητή του δημιουργικά και παραγωγικά με την πιο πάνω σύνθεση.
Τι γίνεται όμως με τις ειδικές περιπτώσεις? Με παιδιά, για παράδειγμα, που αντιμετωπίζουν μαθησιακές ιδιαιτερότητες όπως δυσλεξία, δυσορθογραφία, διάσπαση προσοχής κλπ. Και πάλι έχει αποδειχτεί ότι τα συγκεκριμένα παιδιά αποδίδουν καλύτερα στις μικρές ομάδες (έως 3 άτομα) και γιατί ενεργοποιούν νοητικούς μηχανισμούς μέσα από την παρότρυνση των υπολοίπων και γιατί δεν αισθάνονται κοινωνικά αποκλεισμένα.
Ας δούμε όμως λίγο πιο προσεκτικά ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες που πρέπει να καλύπτει η εκπαιδευτική διαδικασία με βάση τα σύγχρονα δεδομένα του 21ου αιώνα. Σύμφωνα με έρευνα του ΑΙΜ το 2019 & του Πανεπιστημίου Harvard, οι επαγγελματίες στον 21 ο αιώνα αξιολογούνται όχι μόνο για τις γνώσεις με βάση τις πιστοποιήσεις/ τα πτυχία τους αλλά και σύμφωνα με τις δεξιότητες τους. Με τον όρο δεξιότητες εννοούμε χαρακτηριστικά όπως η δημιουργικότητα, η συνεργασία, η κοινωνικότητα, η δυνατότητα επίλυσης προβλημάτων και ανάπτυξης κριτικής σκέψης, η συναισθηματική νοημοσύνη. Οι σύγχρονες εκπαιδευτικές μέθοδοι, η βιβλιογραφία, η χρήση διαδραστικού υλικού και εκπαιδευτικών πλατφόρμων κατά τη διάρκεια του μαθήματος προσαρμόζουν τη διδακτέα ύλη στα πιο πάνω δεδομένα, με στόχο να προετοιμάσουν τους μαθητές στην ανάπτυξη τέτοιων δεξιοτήτων από τη νηπιακή κιόλας ηλικία. Ας πάρουμε σαν παράδειγμα τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας. Πόση σημασία έχει το παιδί να αποστηθίσει κανόνες γραμματικής και να μάθει μετάφραση λέξεων αν δε μπορέσει στην πράξη να κάνει τη γλώσσα δική του και να τη χρησιμοποιήσει στην πράξη για να πετύχει τους στόχους του? Καμία! Η δομή, λοιπόν, ενός επιτυχημένου μαθήματος αγγλικών δεν πρέπει να θυμίζει το παραδοσιακό μάθημα, που ακόμα και σήμερα κάνουν πολλοί καθηγητές και πολλά φροντιστήρια. Το παιδί πρέπει να μάθει από νωρίς να σκέφτεται στα αγγλικά. Για να το πετύχουμε αυτό χρησιμοποιούμε σειρά πολλαπλών διαφορετικών εκπαιδευτικών τεχνικών και εργαλείων, σε ειδικά διαμορφωμένες εκπαιδευτικές δομές και με ειδικά εκπαιδευμένους καθηγητές. Στοχεύουμε στη σύνδεση της εκμάθησης αγγλικών με την πραγματική ζωή. Oι μαθητές κινητοποιούνται στο να χρησιμοποιούν τη γλώσσα στην καθημερινή τους ζωή, ξεφεύγοντας από τα στενά όρια της αίθουσας και του μαθήματος. Δημιουργείται ένα learning community όπου καθηγητές και μαθητές σε διά δράση μεταξύ τους παίρνοντας ερεθίσματα από το φυσικό και οικογενειακό περιβάλλον χρησιμοποιούν τη γλώσσα σε διάφορους τομείς (επιστήμης, τεχνολογίας, τέχνης, σωματικής άσκησης). Σύμφωνα με στοιχεία ερευνών, διαπιστώθηκε ότι τέτοιες μέθοδοι διδασκαλίας επιταχύνουν το ρυθμό αφομοίωσης της ύλης κατά 32%. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι οι μαθητές μαθαίνουν να αγαπούν και να κατακτούν τις ξένες γλώσσες ολοκληρωμένα στην πράξη.
Επιπλέον, σε ένα επιτυχημένο μάθημα καταλυτικό ρόλο παίζει ο μαθησιακός τύπος κάθε παιδιού. Για παράδειγμα, υπάρχουν παιδιά που αφομοιώνουν καλύτερα μέσα από ακουστικά ερεθίσματα και αντίθετα παιδιά που είναι περισσότερο οπτικοί τύποι. Οι τελευταίες έρευνες έχουν δείξει ότι ο συνδυασμός τους σε μια ολιγομελή ομάδα πετυχαίνει αφενός την ομαλή αφομοίωση της πληροφορίας αλλά και τη βελτίωση των εκάστοτε ‘αδύναμων σημείων’ του κάθε παιδιού. Οι σύγχρονες, δε, μέθοδοι διδασκαλίας εξασφαλίζουν ερεθίσματα κατάλληλα για διαφορετικούς μαθησιακούς τύπους.
Αγαπημένοι μου γονείς, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει δίλημμα για το αν το παιδί σας πρέπει να κάνει ιδιαίτερο ή να πάει σε φροντιστήριο. Αυτό που έχει σημασία είναι να αναζητήσετε και να επιλέξετε το σωστό μάθημα σε μια εξειδικευμένη εκπαιδευτική δομή. Να απαιτήσετε να ενημερωθείτε για τους τρόπους διδασκαλίας, για τα εκπαιδευτικά εργαλεία, τα βιβλία, την εμπειρία και την εξειδίκευση των καθηγητών. Να επιλέξετε αυστηρά ολιγομελή και ομοιογενή τμήματα. Να εξασφαλίσετε ότι το παιδί σας θα εξελιχθεί με το δικό του τρόπο και θα βοηθηθεί να ‘ανθίσει’. Γιατί η εκπαίδευση είναι ένα ταξίδι, που κάθε παιδί πρέπει να απολαύσει και μέσα σ’ αυτό να ζήσει τις δικές του μοναδικές συναρπαστικές εμπειρίες.
- Η Tζίνα Ρούπακα είναι
Διευθύντρια Εκπαιδευτηρίων So easy Βύρωνα
Πιστοποιημένη Εκπαιδεύτρια Γονέων & Δασκάλων
(Parent & Teacher Effectiveness Trainer-PET & ΤET, Gordon )