13.03.2022
Μας χρειάζεται η Ιστορία, ως γνώση και ως ερμηνεία του παρελθόντος; Έτσι αρχίζει κάθε επεισόδιο στο podcast «Διορθωτικά Μαθήματα Ιστορίας»… Μας χρειάζεται τώρα η Ιστορία για να καταλάβουμε τη σημερινή συγκυρία, που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία;
Οι πάντες –σχολιαστές, αναλυτές, αλλά και πρωταγωνιστές– έχουν απαντήσει καταφατικά. Ναι, μας χρειάζεται η Ιστορία για να κατανοήσουμε τις σχέσεις Ουκρανών και Ρώσων διαχρονικά και ιδίως από έναν αιώνα. Μας χρειάζεται για να αξιολογήσουμε τις αναφορές της ρωσικής προπαγάνδας στο παρελθόν και προπαντός την εικόνα που έχει ο ίδιος ο Πούτιν γι’ αυτό το παρελθόν. Μας χρειάζεται ακόμη και η δική του προσωπική ιστορία για να αντιληφθούμε πώς βίωσε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης κάποιος που είχε αφιερώσει τη ζωή του στην ασφάλειά της – αν όχι ως ιδεολόγος κομμουνιστής, πάντως οπωσδήποτε ως Ρώσος. Και είναι κατά συνέπεια έκτοτε σε θέση να εκφράζει και να εκμεταλλεύεται τις τραυματικές εμπειρίες που συμμερίζονται οι συμπατριώτες του σαν άδικη παρακμή και περιθωριοποίηση της χώρας τους.
Από την άλλη πλευρά, υπήρξε αυτονόητη και σχεδόν αυτόματη η αναδρομή στη Συμφωνία του Μονάχου το 1938 και γενικότερα στην ανεδαφική, όπως αποδείχθηκε, πολιτική κατευνασμού του Χίτλερ. Αν νωρίτερα ή έστω τότε είχε αντιμετωπιστεί εγκαίρως, με πόλεμο ή απειλή πολέμου, ήταν εξασφαλισμένη η ήττα του, με συνέπεια να αποφευχθεί ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, όπως τουλάχιστον έγινε. Γενικότερα, υπάρχει πληθώρα από ιστορικά παραδείγματα από τα οποία μπορούν να αντληθούν αναλογίες, αποφθέγματα ή και διδάγματα. Στην περίπτωση λ.χ. της Φινλανδίας, η λεγόμενη «φινλανδοποίηση» υπήρξε αποτέλεσμα συμβιβασμού έπειτα από ηρωικό αλλά άνισο αγώνα, για να αποφευχθούν τα ακόμη χειρότερα.
Ωστόσο, όλα αυτά αναφέρονται σε συμβατικό πόλεμο. Η Ιστορία δεν χρησιμεύει όταν πρόκειται για πυρηνικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότερες αναλύσεις αγνοούν αυτόν τον παράγοντα. Ούτε καν τον μνημονεύουν oι προβλέψεις και οι εικασίες για τις προθέσεις του Πούτιν.
Σήμερα, λοιπόν, υπάρχει ένα αξεπέραστο όριο πέρα από το οποίο δεν μας βοηθάει καθόλου η Ιστορία. Δεν υπάρχει κανένα απολύτως ιστορικό προηγούμενο για να μας διαφωτίσει. Στην Ιστορία περιλαμβάνονται αμέτρητοι πόλεμοι. Ποτέ όμως δεν υπήρχε εκ των προτέρων δεδομένη η «αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή» («Mutual Assured Destruction» ή MAD) που προσδιόρισε την ισορροπία τρόμου μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων με τα μεγάλα πυρηνικά οπλοστάσια (ΗΠΑ και ΕΣΣΔ τότε).
Μέχρι τότε, στην καλύτερη περίπτωση, ο επιτιθέμενος σε έναν πόλεμο δεν περίμενε ούτε να καταστραφεί η δική του χώρα, αλλά ούτε και να καταστραφεί η χώρα του εχθρού ή τουλάχιστον οι περιοχές που σκόπευε να αποκτήσει. Στη χειρότερη περίπτωση, όλοι οι εμπόλεμοι γνώριζαν καταστροφές, σε διαφορετικές φάσεις του πολέμου, όχι όμως εξίσου πλήρη αφανισμό, όπως προβλέπεται στην περίπτωση ενός πυρηνικού πολέμου.
Η ισορροπία του τρόμου εξασφάλισε ότι ο Ψυχρός Πόλεμος υπήρξε, ακριβώς, «ψυχρός». Και οι δύο υπερδυνάμεις απέφυγαν εντελώς την απευθείας μεταξύ τους ένοπλη αναμέτρηση, αναγνωρίζοντας ως πιθανότατη, αν όχι βέβαιη, την κλιμάκωση ή και διολίσθηση από τα συμβατικά στα πυρηνικά όπλα και τελικά στην παραφροσύνη και αμοιβαία αυτοκτονία (MAD σημαίνει και «τρελός»).
Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, έγιναν πολλές τεχνολογικές βελτιώσεις στο πυρηνικό οπλοστάσιο, στο οποίο προστέθηκαν και τα «τακτικά» πυρηνικά όπλα. Έγιναν αντίστοιχα ατελείωτες συζητήσεις, π.χ. για «περιορισμένο» πυρηνικό πόλεμο ως στρατηγική επιλογή. Υπήρξαν συμφωνίες για τον περιορισμό των οπλοστασίων. Υπήρξαν και συγκυρίες όπου παραλίγο να «ξεφύγουν» τα πράγματα, όπως το 1962 με την κρίση της Κούβας. Ωστόσο, γενικά ο κίνδυνος της «αμοιβαίας εξασφαλισμένης καταστροφής» λειτούργησε αποτρεπτικά για την αποφυγή πολεμικών συγκρούσεων, όχι μόνο από τις δύο υπερδυνάμεις, αλλά και από άλλες χώρες με πυρηνικά όπλα.
Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ουσιαστικά ξεχάστηκαν οι προβληματισμοί που αναφέρονταν στην ισορροπία του τρόμου μεταξύ των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων. Απασχόλησε μόνο ο περιορισμός των οπλοστασίων και η αποτροπή μεγαλύτερης διασποράς των πυρηνικών όπλων, με την απόκτησή τους π.χ. από το Ιράν.
Πέρα όμως από την άποψη που τονίζει την αποτρεπτική λειτουργία των πυρηνικών εξοπλισμών, υπάρχει και η αντίθετη θεωρία. Σύμφωνα με αυτήν, τα κράτη που διαθέτουν πυρηνικά όπλα μπορούν να αναλαμβάνουν το ρίσκο ενός συμβατικού πολέμου περιορισμένης κλίμακας, επειδή ακριβώς έχουν τη βεβαιότητα ότι ούτε ο αντίπαλος θα ριψοκινδυνέψει τον πυρηνικό όλεθρο.
Μέχρι τώρα, υπερίσχυσε στην πράξη η αποφυγή του συμβατικού πολέμου για να μην εξελιχθεί σε πυρηνικό. Τώρα όμως φαίνεται ότι ο Πούτιν βάλθηκε να αποδείξει την αντίθετη θεωρία, επιλέγοντας εκ του ασφαλούς έναν τοπικό συμβατικό πόλεμο και εκβιάζοντας τη Δύση με την απειλή του περάσματος σε πυρηνικό.
Ανάλογο εκβιασμό ασκεί όποιος κρατάει ομήρους και απειλεί να τους εξοντώσει αν δεν γίνει το δικό του, έστω κι αν κινδυνεύει και ο ίδιος. Οσο δεν βρίσκουμε τρόπο να τον αφοπλίσουμε με ασφάλεια για τους ομήρους, είμαστε ανήμποροι να αντιδράσουμε αποτελεσματικά. Αυτή τη φορά, μάλιστα, οι όμηροι είναι απροσμέτρητοι και απείρως περισσότεροι από τους ηρωικούς Ουκρανούς που θυσιάζονται.
Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος τ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: kathimerini.gr