Η κατ’ επίφαση αυτοδιοίκηση
και η στάση της συντριπτικής πλειοψηφίας των δημοτικών αρχών και παρατάξεων
Επειδή πρόσφατα είχαμε δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, ακούσαμε επανειλημμένα τις φράσεις «Τοπική Αυτοδιοίκηση» και «Αυτοδιοικητικές εκλογές». Το αυτοδιοίκητο παραπέμπει σε σχεδιασμό, πρόγραμμα και υλοποίηση, με γνώμονα τις προτεραιότητες και τις ανάγκες των πολιτών και της πόλης, χωρίς εμπόδια και παρεμβάσεις. Ισχύει όμως αυτό; Η απάντηση είναι ΟΧΙ.
Η όποια δυνατότητα υπήρχε σε σχεδιασμό, προγραμματισμό και υλοποίηση, έχει καταργηθεί. Με τους μνημονιακούς πλέον νόμους, οι δήμοι θεωρούνται υποτομέας της κεντρικής διακυβέρνησης, με προτεραιότητες τους την αποπληρωμή του χρέους της Ελλάδας, την επίτευξη πλεονασμάτων του κεντρικού κράτους και έχουν μετατραπεί στην αιχμή του δόρατος υλοποίησης των μνημονιακών αντιλαϊκών κατευθύνσεων που εκπορεύονται από την ΕΕ. Το αυτοδιοίκητο καταργήθηκε οριστικά.
Ο προϋπολογισμό τους καταρτίζεται πάνω στις ράγες του Υπουργείου Οικονομικών και ελέγχεται από το παρατηρητήριο των δανειστών. Οι ανάγκες των πολιτών και της πόλης έχουν μπει στο περιθώριο. Η κρατική χρηματοδότηση είναι μικρότερη από το 1/3 από αυτά που εισπράττει το κράτος μέσω της φορολογίας των πολιτών και θα έπρεπε να δίνει στους δήμους για τη λειτουργία τους, το πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων είναι μηδαμινό, ενώ έχουν απαγορευτεί οι προσλήψεις του αναγκαίου μόνιμου προσωπικού για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία τους. Προγραμματισμός και υλοποίηση έργων γίνεται με βάση τα ΕΣΠΑ, τα χρήματα των οποίων είναι ένα μέρος των χρημάτων που έχουν πληρώσει οι πολίτες και προορίζονται για έργα που εξυπηρετούν την κερδοφορία των εργολάβων και όχι τις προτεραιότητες και τις ανάγκες των πολιτών και της πόλης. Ο δημόσιος κοινωνικός χαρακτήρας των δήμων εξαφανίζεται, βασικές λειτουργίες τους εκχωρούνται σε επιχειρηματικούς ομίλους και οι υπηρεσίες που θα έπρεπε να προσφέρονται δωρεάν μετατρέπονται σε ανταποδοτικές (όποιος δεν έχει είναι αποκλεισμένος). Οι δήμοι αντί για φορείς με δημόσιο κοινωνικό χαρακτήρα, μετατρέπονται σε επιχειρήσεις, με τους δημότες στο ρόλο πελάτη που πληρώνει πανάκριβα υποβαθμισμένες υπηρεσίες, με μόνους κερδισμένους τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Με τους νόμους δε της κυβέρνησης Ν.Δ. και του Βορίδη, το πλαίσιο αυτό έχει γίνει ακόμα πιο ασφυκτικό. Και επειδή μας λένε ότι βγήκαμε από τα μνημόνια, όλο αυτό το πλαίσιο υποβάθμισης και απαξίωσης λειτουργίας των δήμων καθορίζεται από τους μνημονιακούς νόμους οι οποίοι θα είναι σε πλήρη ισχύ και τις επόμενες δεκαετίες.
Σε αυτό το τοπίο της κατ ευφημισμό αυτοδιοίκησης, αυτό που θα περίμενε οποιοσδήποτε είναι οι «τοπικοί άρχοντες» σε πανελλαδικό επίπεδο να αντιδράσουν, να αντιπαρατεθούν με αυτές τις πολιτικές που επιβάλλονται και να υπερασπίσουν τα συμφέροντα των πολιτών. Αντί αυτού όμως, αποδέχονται το ρόλο του διεκπεραιωτή των αντιλαϊκών νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εκπορεύονται από την ΕΕ και στρέφονται ενάντια στα συμφέροντα και στις ανάγκες των πολιτών, από τους οποίους ζήτησαν την ψήφο τους για να τους εκπροσωπήσουν. Υλοποιούν αδιαμαρτύρητα το αντιλαϊκό πλαίσιο αναλωνόμενοι στην καλλιέργεια δημοσίων σχέσεων με την εκάστοτε κυβέρνηση που θα διευκολύνει την πολιτική τους αναπαραγωγή.
Όσο και να πιστεύει ο κόσμος ότι η «τοπική αυτοδιοίκηση» είναι ξεκομμένη από την κεντρική πολιτική σκηνή και να αναπαράγει απόψεις του τύπου ότι όλες μαζί οι παρατάξεις αν συνεργάζονταν θα μπορούσαν να πετύχουν πολλά, αυτό δεν ισχύει. Οι δημοτικές παρατάξεις που στηρίζονται από Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ – ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ έχουν αποδεχτεί την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου αντιλαϊκού πλαισίου στην «αυτοδιοίκηση». Ως δημοτικές αρχές το εφαρμόζουν απαρέγκλιτα και ως αντιπολίτευση ασκούν διαχειριστική και μόνο κριτική, ότι αυτές θα υλοποιούσαν πιο αποτελεσματικά τις αντιλαϊκές πολιτικές, αν διοικούσαν το δήμο. Αυτή η κατάσταση διατρέχει οριζόντια και τους 332 δήμους της χώρας, μεταξύ των οποίων και ο δικός μας. Η μόνη τους αντίδραση είναι, αραιά και που, κάποιο χαρτί από το δήμο ή την Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος (ΚΕΔΕ), η οποία είναι πλήρως εναρμονισμένη με την κυβερνητική πολιτική, που ζητάνε παραπάνω χρήματα ή προσλήψεις και μέχρις εκεί, θεωρώντας ότι έκαναν το καθήκον τους. Ζητάνε την ψήφο των πολλών και εξυπηρετούν τα συμφέροντα των λίγων, των οικονομικά και κοινωνικά ισχυρών.
Οικονομικά των δήμων
Και επειδή όλες οι δημοτικές αρχές ,όταν οι πολίτες εκφράζουν τα παράπονά τους, επικαλούνται την μείωση της κρατικής χρηματοδότησης, η οποία ισχύει, πρέπει να γνωρίζουμε ότι: 1) Η κρατική χρηματοδότηση δεν χαρίζεται από καμία κυβέρνηση αλλά την πληρώνουμε μέσω της φορολογίας μας. Με βάση το Ν. 3852/10 (ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ), πληρώνουμε προσαυξημένο ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ και Φόρο Εισοδήματος, ώστε οι προσαυξήσεις αυτές να χρηματοδοτούν τη λειτουργία των δήμων. Με βάση τον κρατικό προϋπολογισμό του 2024 τα χρήματα που θα έπρεπε να δοθούν στους δήμους ήταν 7,5 δις €. Αυτά που θα δώσουν όμως είναι 2,392 δις €, τα οποία είναι λιγότερο από το 1/3 των χρημάτων που θα καταβάλουν οι πολίτες μέσω της φορολογίας τους. 2) Για το δήμο Βύρωνα συγκεκριμένα, σε ένα προϋπολογισμό που θα κινηθεί γύρω στα 30 εκ. € η χρηματοδότηση μέσω ΚΑΠ θα είναι 8,24 εκ. €, ενώ θα έπρεπε να είναι περίπου 24, 7 εκ. €. Μπορεί να καταλάβει οποιοσδήποτε τι δυνατότητες θα υπήρχαν στο δήμο, αν αντί για έσοδα 30 εκ. €, είχε 46, 7 εκ. €. 3) Οι περικοπές αυτές ξεκίνησαν από το 1ο μνημόνιο και με την ίδια αναλογία θα ισχύουν τουλάχιστον μέχρι το 2060.
Μέχρι σήμερα έχουν χαθεί δεκάδες δις € τα οποία όχι μόνο δεν διεκδικούνται, αλλά οι πετσοκομμένοι αυτοί προϋπολογισμοί ψηφίζονται αδιαμαρτύρητα από τις παρατάξεις που στηρίζονται από Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ – ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ. Όταν διοικούν και όταν αντιπολιτεύονται δεν διεκδικούν ούτε το αυτονόητο. Να επιστρέψουν δλδ στους δήμους, τα χρήματα που έχουν πληρώσει και πληρώνουν οι πολίτες για τους δήμους. Όταν δε μπαίνει το θέμα της διεκδίκησης στα δημοτικά συμβούλια οι συγκεκριμένες παρατάξεις με απόλυτο συντονισμό σφυρίζουν αδιάφορα.
Τα πράγματα θα ήταν αλλιώς και οι αντιλαϊκές πολιτικές δεν θα είχαν εδραιωθεί αν οι δημοτικές αρχές και οι δημοτικές παρατάξεις της χώρας αποποιούνταν το ρόλο του διεκπεραιωτή, ενημέρωναν για την πραγματική κατάσταση και έμπαιναν μπροστά σε διεκδικήσεις και κινητοποιήσεις με τη συμμετοχή του κόσμου, των εργαζομένων στους δήμους και τους αιρετούς.