Η βιωμένη πραγματικότητα είναι αυτή που δοκιμάζει τον άνθρωπο και τις περισσότερες φορές φαίνεται να τον καθοδηγεί στις καθημερινές του αποφάσεις και πράξεις. Αυτή μπορεί να είναι ισόβια ή να μεταλλάσσεται στη ζωή του ανθρώπου, για παράδειγμα από φτωχός να γίνεται πλούσιος, από ευτυχισμένος να γίνεις δυστυχισμένος και τα αντίθετα. Ακούμε πολλές φορές τη φράση «Δεν ξεχνάω από πού προέρχομαι» υπονοώντας τη μνήμη μιας προηγούμενης βιωμένης πραγματικότητας που πλέον έχει εκλείψει. Είναι όμως αυτό αληθές ή είναι μια φράση κλισέ, ιδιαίτερα όταν την επικαλούνται πολιτικοί, αν και πολλοί πολιτικοί δεν έχουν βιώσει άλλη πραγματικότητα από αυτή τη γυάλινη και προφυλαγμένη που βρίσκονται;
Το λέω αυτό επειδή σκέφτομαι αυτό που έλεγαν στην Αρχαία Ελλάδα. Ότι δηλαδή για να αξιώσεις τα ανώτερα αξιώματα ίσως θα πρέπει να μπεις στα παπούτσια του καθημερινού ανθρώπου. Να ζήσεις την καθημερινότητα, την ταλαιπωρία, τα άγχη και τα βάσανα ενός απλού πολίτη. Φανταστείτε λοιπόν κάποιους πολιτικούς που βλέπετε καθημερινά να φλυαρούν ασύστολα στα ΜΜΕ να τους υποχρέωναν να ζήσουν όπως ο κάθε εργάτης, χειρώνακτας ή πτυχιούχος, ο κάθε φοιτητής, ο κάθε συνταξιούχος, ο κάθε άνεργος, ο κάθε αγρότης, ο κάθε ελεύθερος επαγγελματίας, ο κάθε ιδιοκτήτης μικρής επιχείρησης, ο κάθε μετανάστης. Τι θα απογίνουν όλοι αυτοί σε περίπτωση μιας εκτεταμένης εξέγερσης, μιας επανάστασης, μιας νίκης του προλεταριάτου; Να ζήσουν με άλλα λόγια σε μια διαφορετική πραγματικότητα;
Να επιλέγουν, δηλαδή, ποιες από τις βασικές ανάγκες τους θα ικανοποιήσουν: τη ζεστασιά στο σπίτι, το φαγητό, τα έξοδα για την «δωρεάν παιδεία», τον καφέ και τα τσιγάρα, τις διορθώσεις που έχει ανάγκη το σπίτι; Να τρέμουν στη θέα του λογαριασμού της ΔΕΗ και να παρατείνουν την πληρωμή του με κίνδυνο να βυθιστούν στο σκοτάδι; Να τους μιλούν για ιδιωτικά Πανεπιστήμια, για ιδιωτικά νοσοκομεία – ξενοδοχεία, για Αττικές Ριβιέρες, για μαγευτικές παραλίες, για διάφορα καλάθια της ξεφτίλας και μην μπορούν να πλησιάσουν σε αυτά; Να κινδυνεύουν να τους αρπάξουν τα σπίτια για πενταροδεκάρες και να τους βγάζουν στο δρόμο; Να βιώνουν καθημερινά την αθλιότητα της δημόσιας υγείας στημένοι σε ατελείωτες ουρές, πληρώνοντας απογευματινά Ιατρεία, απογευματινά χειρουργεία, φακελάκια, ενώ χρόνια και χρόνια πληρώνουν το ασφαλιστικό σύστημα για αυτές τις περιπτώσεις ανάγκης;
Να είναι έωλη η αξιοπρέπεια τους, να ανέχονται τις προσβολές στην δουλειά, να κάνουν αρμοδιότητες που μισούν, να θυσιάζουν αργίες και γιορτές κι όλα αυτά απλώς για να βγει το μεροκάματο, να μην απολυθούν; Να ζήσουν στη θέση των συνταξιούχων που μετράνε τις μέρες μετά τις 20 του μήνα για να την πληρωμή τους; Να σχοινοβατούν καθημερινά ανάμεσα στη Σκύλα της ανεργίας και τη Χάρυβδη της ανέχειας;
Τι λέτε; υπερβολές; Για ποιους υπερβολές; Ίσως. Αλλοίμονο τους όμως αν κάποια μέρα ο λαός σηκώσει το τεράστιο ανάστημα του και σπάσει τις αλυσίδες του. Για θυμηθείτε λίγο τον αλυσοδεμένο ελέφαντα στο τσίρκο του Χόρχε Μπουκάι: δεν είναι ο πάσσαλος που τον κρατά δεμένο, ούτε καν το χοντρό σκοινί ή η αλυσίδα. Τα πραγματικά του δεσμά βρίσκονται στην εξοικείωσή του με την εμπειρία της υποταγής, στην οποία εκπαιδεύτηκε από μικρός.