
-Δύο χρόνια μετά… θα είμαι κι εγώ εκεί-
Κάποτε θ’ ανταμώσουμε στους λόφους του ήλιου. Μην ξεχνάς. Περπάτα», μας προτρέπει ο ποιητής. Προτρέπει τους χαροκαμένους ανθρώπους. Πώς να σωπάσω μέσα μου; Μπορώ; Μπορεί η Ιστορία να γίνει μονομιάς σιωπή; Δεν μπορεί. Μπορεί να γίνουμε όλοι λωτοφάγοι; Να ζούμε στον κόσμο μας; Δεν γίνεται. Θυμάμαι και οργίζομαι. Τότε και τώρα.
Νέοι ήταν, παιδιά. Εκαναν όνειρα. Γεμάτοι ζωή. Παντού, στις διαδηλώσεις, στις συγκρούσεις, στα ξενύχτια, στις παρέες. Τώρα οι αναμνήσεις, οι αναστοχασμοί, χρήσιμοι ή όχι, αγγίζουν τα όρια της ασημαντότητας. Η θλιβερή εικόνα δίπλα από το σκοτεινό τούνελ και η αγωνία μάς σημάδεψαν. Τα νιάτα τους διαδρομή Αθήνα-Σαλονίκη… Και τώρα ξεμείναμε. Πολλά άλλαξαν. Η ζωή έγινε αγοραίο είδος. Οι αμαρτωλές ηγεσίες των κομμάτων που κυβέρνησαν έδειξαν τη γύμνια τους, το σώβρακο κατέβηκε μέχρι τα γόνατα και έπεσε μόνο του. Το κεφάλαιο μπροστά και αυτές από πίσω κατά πόδας.
Δεν μιλάμε. Μια απέραντη σιωπή που φωνάζει δυνατά. Μια σιωπή που κραυγάζει για την ψυχή μας, που νομίσαμε πως την κάναμε σημαία της γης. Για τον κόσμο που δεν χώρεσε στο όνειρό μας. Κυρίως όμως και για το ταξίδι που δεν έγινε. Για τα συντρίμμια που μας το θυμίζουν…
Η θλιβερή εικόνα δίπλα από το σκοτεινό τούνελ. Και η μάνα να περιμένει. Κουράστηκε. Επρεπε να γυρίσει σπίτι. Τι να κάνει εκεί; Τίποτα δεν είχε. Κοίταξε ψηλά την ουράνια βασίλισσα. Κόκκινο, χάρτινο φεγγάρι. Απομακρυνόταν σιγά σιγά. Το μόνο που έβλεπε ήταν το χρώμα του ουρανού που γινόταν όλο και πιο σκούρο, βαθαίνοντας και το χρώμα του νερού, και τον ορίζοντα πίσω από τα βουνά να φεγγίζει, λες και πίσω από αυτά τα κοντινά ορεινά κρυβόταν ο ήλιος. Ψευδαίσθηση, η δύση ήταν πίσω. Ο κόσμος της έδυσε.
Και τώρα χλευάζεται η μάνα και μαζί της όλοι εκείνοι που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους. Χλευάζονται από ’κείνους που θεωρούν ότι όλα πουλιούνται και αγοράζονται στις μέρες μας. Και ο άνθρωπος ένα εμπόρευμα είναι. Και έτσι απλά η δολοφονία βαφτίζεται ατύχημα και ξεμπερδεύουν, ή νομίζουν ότι ξεμπερδεύουν.
Τι λέτε; Υπερβολές; Για ποιους υπερβολές; Ισως. Αλίμονό τους όμως αν κάποια μέρα ο λαός σηκώσει το τεράστιο ανάστημά του και σπάσει τις αλυσίδες του. Γιά θυμηθείτε λίγο τον αλυσοδεμένο ελέφαντα στο τσίρκο του Χόρχε Μπουκάι: δεν είναι ο πάσσαλος που τον κρατά δεμένο, ούτε καν το χοντρό σκοινί ή η αλυσίδα. Τα πραγματικά του δεσμά βρίσκονται στην εξοικείωσή του με την εμπειρία της υποταγής, στην οποία εκπαιδεύτηκε από μικρός.
Προσέξτε, όμως γιατί η ύβρις, η προσβολή των νεκρών, προκαλεί τη νέμεση, την τιμωρία. Και όσο υπάρχουν Κρέοντες θα αντιστέκονται οι Αντιγόνες. Οι Αντιγόνες που αναζητούν και ανακαλύπτουν πηγές ζωής και ελευθερίας μέσα από τους άγραφους νόμους. Μην τις εξωθείτε, κυκλοφορούν ανάμεσά μας.
Θυμούνται τον ποιητή και αντιδρούν:
«Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις».
*Πανεπιστημιακός – συγγραφέας
Πηγή: efsyn.gr