Ήδη από το 1923, που έγινε η πρώτη εγκατάσταση προσφύγων στο Βύρωνα, στα πρώτα 98 στρέμματα και μέχρι το 1927, που ολοκληρώθηκε ο εποικισμός στο σύνολο του «χωνιού» δηλ. στα 193 πλέον στρέμματα, είχαν αρχίσει να λειτουργούν και τα πρώτα καταστήματα. Και ήταν φυσικά καταστήματα πρώτης ανάγκης (τροφίμων) και ειδών κιγκαλερίας δηλ. υλικών αναγκαίων για το χτίσιμο, τον εξοπλισμό και τη διακόσμηση των σπιτιών.
Τα περισσότερα απ’ αυτά (αρχικά 10) στήθηκαν μέσα στην Παλιά Αγορά και γύρω απ’ αυτήν, στη Χρυσ. Σμύρνης και στην Πλατεία του Αγίου Λαζάρου.
Μέσα στην Αγορά ήταν:
Το μπακάλικο του Κυριάκου Κυριακίδη, ο φούρνος του Ξινού με είσοδο και από την Παναγή Τσαλδάρη, το «Ζυθεστιατόριον ο ΒΥΡΩΝ» (η ταβέρνα Καρακούλια),το ουζερί της Φιλιώς Μελαχροινίδη, μετέπειτα του «Τζίμη», η ταβέρνα του Νταλιάνη, το εστιατόριο του Νασίδη και το μανάβικο του Ζαχαριάδη.
Στην είσοδο της Αγοράς το περίπτερο αρχικά του Γιώργου Ζήρα {Καμπουράκη), στη συνέχεια του Κομνηνού και αργότερα μέχρι σήμερα του Φώτη. Απέναντι και πάλι στην είσοδο το φαναρτζίδικο του Γιώργου Φανάρα, που έκανε ταυτόχρονα και τον υδραυλικό.
Στη μέση της αγοράς λειτουργούσε ένα υπαίθριο κυκλικό ψαράδικο με ειδικό φρεάτιο απορροής.
Στην εξωτερική περίβολο της Αγοράς ήταν το τεράστιο καφενείο «το Κέντρον». Ιδιοκτήτης ο Θεόδωρος Λεϊλούδης. Η κύρια είσοδός του ήταν στη γωνία Χρυσ. Σμύρνης και Ευαγγελικής Σχολής, αλλά είχε και δεύτερη είσοδο μέσα στην Αγορά. Επίσης στην Ευαγγελικής Σχολής το μπακάλικο αλλά μαζί και ουζερί του Αντώνη Δράκου και στη Χρ. Σμύρνης, δίπλα στο συμβολαιογραφείο Παπαγαλάνη, η ταβέρνα του Βούλγαρη.
Ένα ακόμα καφενείο, του Θανάση Καραγκούνη, λειτούργησε στη γωνία Χρυσ. Σμύρνης και Πλατείας Σμύρνης. Αργότερα έγινε η πασίγνωστη ΕΒΓΑ. Σήμερα είναι και πάλι καφενείο. Άλλα καφενεία έγιναν το «Πουκέψι» στη Χρ. Σμύρνης και στην πλατεία της Ν. Ελβετίας, του Μανώλη και αργότερα του Δάρρα, του Μαστοράκη και η παράγκα του Νικολαϊδη, που σώζεται ακόμα ως παμπάλαιο κτίσμα. Επίσης του Πουλάκου προπολεμικά και στη συνέχεια του Μαστοράκη από το 1948. Παλαιότερα ο ίδιος χώρος ήταν σκηνή του καραγκιοζοπαίχτη Μόλα και στα χρόνια της Κατοχής βιοτεχνία για τη «φανέλλα του στρατιώτη» και αργότερα χώρος διανομής συσσιτίου από το ΕΑΜ. Καφενείο και μαγειρείο μαζί ήταν του Ευγένιου στην Κρυστάλλη και Θείρων. Στην πλατεία Αγ. Λαζάρου το καφενείο του Μαυρουδή, το ουζερί του Τρίκατζη και στη Χρ. Σμύρνης, δίπλα στο σπίτι του Αρχιεπισκόπου, το ουζερί του Παντελή Βατούλα.
Στη Δωδεκανήσου (τώρα Κωνσταντιλιέρη) το μπακάλικο των αδελφών Χατζηχαραλάμπους (γνωστών ως «τα παιδιά»). Μπακάλικα επίσης έγιναν: του Ξανάλατου στη Γέφυρα, του Μακαρώνα στη Χρυσ. Σμύρνης και Παν. Τσαλδάρη και απέναντι διαγώνια του Σωτήρη Λαμπρούσκου. Πιο πάνω, στη γωνία Δενιζλίου – Καισαρείας του Νικ. Αράπογλου, στη Νέα Ελβετία του Πεστιματζόγλου και «τα παιδιά» (Λάμπρος και Ανδρέας). Και στην οδό Κωνσταντινουπόλεως οι δύο κουφοί. Ο ένας στη γωνία με τη Μεσωγίδος και ο άλλος στη γωνία με τη Βυζαντίου. Μεταπολεμικά λειτούργησαν και τα μπακάλικα του Γιάννη Αχτύπη, του Επαμεινώνδα Σταυρόπουλου στην οδό Αγ. Σοφίας, του Παστά στην οδό Βουτζά και του Τζαννή στη Μικράς Ασίας.
Στην εξωτερική πλευρά της αγοράς στη Χρυσ. Σμύρνης, το πρώτο χασάπικο του Πλακίδη, ένα χασάπικο δύο αδελφών, που επειδή ήταν σωματώδεις, οι πρόσφυγες τους έδωσαν το παρατσούκλι «τα δύο βόδια». Επίσης ένα χασάπικο, του Κατσαμπού, στη γωνία Ευαγγελικής Σχολής και Κωνσταντιλιέρη, ένα άλλο του Κων. Χαρόγιαννη στην Κύπρου 83 και ένα του Μακρυμάλλη στην Αδ. Κοραή.
Πάντως στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η κρεαταγορά στο Βύρωνα ήταν υπόθεση τριών – τεσσάρων οικογενειών, που είχαν μόνες τους περίπου 10 καταστήματα. Οι αδελφοί Καραμητσόπουλοι είχαν δύο στην Αγίας Σοφίας και στη Χρ. Σμύρνης, οι αδελφοί Λαμπρούσκοι δύο στη Χρ. Σμύρνης και οι συγγενικές οικογένειες Πλακίδη και Λουλούδη δύο στη Ν. Ελβετία. Επίσης ο Ματθαίος Πλακίδης είχε και τα βουστάσια στη Ζωοδ. Πηγή πάνω από το σημερινό τέρμα των τρόλλεϋ. Ακόμη από το 1948 λειτουργεί στη Φορμίωνος και το χασάπικο του Ευστάθιου Χάμη.
Στην πλατεία του Αγίου Λαζάρου, στην οδό Μεσολογγίου, ήταν ο φούρνος του Φαφούτη και στη γωνία Μεσολογγίου και Κισσάμου το πρώτο ποτοπωλείο. Ποτοπωλεία επίσης έγιναν στην Κύπρου, του Κονιόρδου και στη γωνία με την Ευαγγελικής Σχολής του Χρήστου Μητσού. Οι ταβέρνες όμως εξαπλώθηκαν γρήγορα και έξω από την παλιά αγορά. Του Αρμένιου Αβεδή Χοροζιάν στη Χρ. Σμύρνης 57, του Μελαχρινίδη (αργότερρα Τζίμη), του Μερκουριάδη, στην αρχή της οδού Κύπρου και Μοργκεντάου (Αστέρια), του Μανώλη (Ραπτόπουλου) στη Νέας Ελβετίας (αργότερα το γνωστό καφενείο), του Μανώλη στην Καραολή – Δημητρίου, «Τα Καλάμια» στη Γέφυρα, του Χρ. Νασιόπουλου στην Προύσσης και Κωνσταντινουπόλεως με την επωνυμία Ρούμελη (υπάρχει ακόμη), η παράγκα του Δαβανέλου στη Φορμίωνος και τα πασίγνωστα «Αραπάκια» στην πλατεία Ταπητουργείου. Εκεί το 1954 έγινε μεγάλο γλέντι προς τιμή της μεγάλης Εθνικής ομάδας της Ουγγαρίας, της θρυλικής «ταξιαρχίας» του Φέρενς Πούσκας. Από κει ξεκίνησε και το ειδύλλιο του «καλπάζοντος συνταγματάρχη» με τον Παναθηναϊκό.
Στη γωνία Χρυσ. Σμύρνης και Ευαγγελικής Σχολής το πρατήριο τσιγάρων της Σοφίας Παπάζογλου. Περίπτερα και μαγαζάκια με τσιγάρα- ψιλικά κ.λ.π. έγιναν του Μπαρμπαλιά στη Χρ. Σμύρνης 80, του Αρμένη Πρόδρομου στη Βουτζά και το υπαίθριο στη γωνία Χρ. Σμύρνης και Ευαγγελικής Σχολής. Επίσης στη στάση Μανώλη του Αυσάρογλου και μετέπειτα Βασ. Σακελλαρίου. Και ένα στην Αγ. Σοφίας – Προύσσης, που υπάρχει μέχρι σήμερα. Στη Χρυσ. Σμύρνης, δίπλα στο καφενείο «Κέντρον» το μικρό εμπορικό του Κιτσιμπίρη. Ειδικότερα μικρά εμπορικά με υφάσματα και είδη κεντήματος υπήρχαν πολλά. Του Λέλα στη Χρ. Σμύρνης, απέναντι από το Μοργκεντάου, του Φιλοποίμενα Δαγλαρίδη στην Αγία Σοφίας και Κύπρου. Του Σόλωνα Σιδερίδη στην Κωνσταντινουπόλεως και Προύσσης. Της κυρ – Ανθής στη Μαγνησίας. Του Χριστόφορου Σάμιου στη Χρ. Σμύρνης και του αδελφού του Μιμίκου στην Κύπρου και Ερυθραίας, του Βαρνάβα Μήλιου στη Χρ. Σμύρνης και Μ. Ασίας, του Νταντίκου στην Πλ. Ν. Ελβετίας κ.α.
Στη γωνία Χρυσ. Σμύρνης και Παν. Τσαλδάρη το ζαχαροπλαστείο των αδελφών Γιαρλέλη και το στραγαλοπωλείο του Τσερτσίδη. Δεύτερο κατάστημα ξηρών καρπών έγινε μεταπολεμικά στην Αγ. Σοφίας, του Βαλμά. Επίσης στη Χρ. Σμύρνης και τα ζαχαροπλαστεία του Βασιλάκη Καστρίδη και του Χατζηνικολή. Λίγο αργότερα άνοιξαν το ζαχαροπλαστείο του Νικ. Μελανίτη στην οδό Κύπρου 3 και αμέσως μεταπολεμικά της Δέσποινας Κονάκα στη γωνία Ελλησπόντου και Κολοκοτρώνη. Το ζαχαροπλαστείο Γιαρλέλη αργότερα μεταφέρθηκε πίσω από το μνημείο των θυμάτων του Μπλόκου στη γωνία με την οδό Μεσολογγίου. Στο ίδιο κτίσμα και στο διπλανό ισόγειο έγινε αργότερα το πρώτο κατάστημα ηλεκτρικών οικιακών συσκευών (ραδιόφωνα και μουσικά όργανα) του Σπύρου Αξαρλή.
Στην Ευαγγελικής Σχολής, κοντά στο Ταπητουργείο, ο φούρνος του Μυρίση. Φούρνοι υπήρχαν ακόμη του Αποστόλη στη Βουτζά, του Ματσάγγου στην Κύπρου και Αδ. Κοραή, του Πράπα στη Γέφυρα, του Ηπειρώτη Παπά στην Αγίας Σοφίας, ο προπολεμικός του Τσιμπογιάννη στη Νέα Ελβετία που λειτουργούν μέχρι σήμερα και στην Κορυτσάς κοντά στο Πολυιατρείο. Λίγο αργότερα λειτούργησαν του Γιάννη Θεοδωρίδη στην οδό Προύσσης, του Τσέλιου στη Μεταμορφώσεως, του Γεωργαλά στη γωνία Προύσσης και Νεαπόλεως, του Έκτορα στη Νέας Εφέσσου και Μυκάλης, του Τόλη στη Σωκίων και του Σωτηρίου στην Πλατεία Φρυγίας. Ο πρώτος όμως φούρνος που εξυπηρέτησε τους πρώτους κατοίκους του συνοικισμού δεν ήταν προσφυγικός. Ήταν του Μούλιου στην οδό Πλαταιών 11, κοντά στη Γέφυρα. Αργότερα μεταφέρηκε στη Ν. Νικηφορίδη. Υπάρχει κι αυτός σήμερα. Και επίσης το 1954 στη Ζωοδ. Πηγή στη γωνία Τμώλου και Γρηγορίου Ε΄ ο Μούλιος άνοιξε και δεύτερο φούρνο. Κι αυτός υπάρχει. Τελικά κανένας φούρνος δεν γκρεμίστηκε ποτέ, εξ ού και η σχετική παροιμία.
Γαλακτοπωλεία υπήρχαν του Νασίδη στην οδό Μεσολογγίου και το πασίγνωστο του Τζάθα στη γέφυρα, που ήταν και ζαχαροπλαστείο.
Ένα μανάβικο ήταν μέσα στην Παλιά Αγορά, ένα μεταπολεμικά, του Μηλά, στην Κύπρου και ένα στην Πλατεία της Ν. Ελβετίας, πλάι στο καφενείο του Μαστοράκη.
Στη Χρυσ. Σμύρνης, εκεί που σήμερα είναι το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο ήταν το πρώτο καφεκοπτείο του Πρόδρομου Τριανταφύλλου. Ο αδελφός του Δημητράκης Τριανταφύλλου είχε κατάστημα με ζαχαρώδη προϊόντα αρχικά στην Αγ. Σοφίας και μετέπειτα στην Ευαγγελικής Σχολής, δίπλα στο σημερινό κτίριο στάθμευσης αυτοκινήτων. Αλλά και η αδελφή του Ελένη Ζούμπερη άνοιξε αργότερα παρόμοιο κατάστημα στην οδό Κύπρου.
Επίσης στη Χρ. Σμύρνης 57 ήταν το κατάστημα ειδών κιγκαλερίας του Αδαμάντιου (Αδαμαντιάδη). Πέθανε πριν λίγα χρόνια σε ηλικία άνω των 100 ετών. Παρόμοιο κατάστημα είχε και ο αδελφός του Δημήτριος, πασίγνωστος ως «Μουστάκας» στη γωνία Αγίας Σοφίας 48 και Κυδωνιών. Στη Χρ. Σμύρνης ήταν το τσαντάδικο της Ρένας Σανταμούρη και το πρώτο καθαριστήριο της Κικής Μουρελάτου.
Είχαμε και ρολογάδες. Το Χατζηνικολάου στη Χρ. Σμύρνης και έναν ακόμα στη Ν. Ελβετία, στου Μανώλη, δίπλα στο καπνοπωλείο του Αυσάρογλου. Στην Ιθώμης υπήρχε και κηροποιείο.
Απ’ το βιβλίο “90 χρόνια Βύρωνας” με την άδεια του συγγραφέως Απόστολου Κοκόλια.
Η φωτογραφία απ’ την σελίδα “Πάλαι ποτέ στο Βύρωνα“