Οι πρώτοι σιδεράδες ήταν όλοι στον Άγιο Λάζαρο, στη γωνία Μεσολογγίου και Αντιόπης (σήμερα Νικ. Αρώνη). Ήταν ο Ιωακείμ Γεωργιάδης, ο Παρασίδης και ο Μεριανός.
Μάντρες οικοδομών υπήρχαν του Σοφρά στη Χρ. Σμύρνης δίπλα στο ΙΘ΄ Α.Τ., στη γέφυρα στην οδό Χρεμωνίδου και Λάσκου, του Πόικα και αργότερα Φράγκου στη Ν. Ελβετίας – Καϊστρου (Καραολή – Δημητρίου), που υπάρχει μέχρι σήμερα, του Θανάση Βογιατζή στη γωνία Καϊστρου – Μαγνησίας και του Κοκκίνη στη γωνία Κωνσταντινουπόλεως και Αγ. Σοφίας, που σήμερα είναι σούπερ μάρκετ.
Οι δύο πρώτοι κτηματομεσίτες ήταν στη Ν. Ελβετία ο Στέφανος Βασιλειάδης, που ήταν μαζί και κουρέας και ο Σταυρόπουλος.
Αποδοτικό ήταν και το επάγγελμα του τσαγγάρη. Κανένας δεν πετούσε τότε τα φθαρμένα παπούτσια. Στην αρχή ο τσαγγάρης έβαζε καινούργιες μύτες και στη συνέχεια και καινούργιες σόλες. Και μόνο όταν καταστρέφονταν και τα βάρδουλα τα παπούτσια ήταν για πέταμα. Οι πρώτοι τσαγγάρηδες στο Βύρωνα ήταν στο ισόγειο του Ταπητουργείου, στην Ευαγγελικής Σχολής του Αρμένη, του Γιώργου στην Παναγή Τσαλδάρη, στον Άγιο Λάζαρο, του Θεοδόση Μήλιου στη Χρ. Σμύρνης, αδελφού του Βαρνάβα, του Στ. Βαρουχάκη στη Βουτζά και του Δημ. Τσαλίκη στην πλατεία της Ν. Ελβετίας. Τσαγγάρηδες όμως φύτρωσαν αμέσως και σ’ ολόκληρο το Βύρωνα. Αργότερα μάλιστα πρωτοστάτησαν και στην Εθνική Αντίσταση. Έξι απ’ αυτούς έδωσαν και τη ζωή τους. Αναφέρονται στο σχετικό κεφάλαιο. Εργαστήριο κατασκευής υποδημάτων είχε μέσα στην Παλιά Αγορά ο Οικονομίδης. Αργότερα ο ίδιος λειτούργησε και υποδηματοπωλείο στη Χρ. Σμύρνης.
Εκτός από τους περιφερόμενους λούστρους είχαμε και πολλά γραφικά στεγασμένα στιλβωτήρια. Έπαιρναν ταυτόχρονα πολλούς πελάτες μαζί σε σειρές καθισμάτων, σε ανισόπεδα επίπεδα. Υπήρχε ένα στη Χρ. Σμύρνης στο κέντρο, του Αρμένη, ένα στην Ευαγγ. Σχολής και δύο στην Πλατεία της Ν. Ελβετίας, της Άννας Τουμπέκα και του Κώστα Σιδηρόπουλου.
Μεταπολεμικά άνθισε στο Βύρωνα και το επάγγελμα της μανταρίστρας. Οι Σμυρνιές ήταν σ’ αυτό μαστόρισσες. Εργάζονταν στο σπίτι τους. Πολύ συνηθισμένη ήταν η πινακίδα «μαντάρονται κάλτσες».
Γενικά στα χειρωνακτικά – καλλιτεχνικά επαγγέλματα οι Μικρασιάτες ήταν καλύτεροι τεχνίτες από τους Παλιοελλαδίτες (υφαντουργοί, κεντήστρες, φαναρτζήδες, κορδελιάστρες, μοδίστρες, φραγκοράφτες κ.λ.π.).
Τα δύο αρχαιότερα βιβλιοπωλεία στο Βύρωνα ήταν του Τζεδόπουλου και του Μισκή. Και τα δύο στη Χρ. Σμύρνης. Ο Μισκής όμως, πριν γίνει βιβλιοπώλης στον ίδιο χώρο ήταν μανάβης. Και πριν γίνει μανάβης στον ίδιο χώρο ήταν αυγουλάς. Μεταπολεμικά προστέθηκε στην Πλατεία της Ν. Ελβετίας και το τρίτο βιβλιοπωλείο του Μπάμπη Δημόπουλου.
Το πρώτο καρβουνιάρικο ήταν του Γιάννη Καράβολα στην οδό Ιθώμης. Αργότερα μεταφέρθηκε στ’ Αραπάκια, στην πλατεία Ταπητουργείου. Και ένα ακόμα, του Μάρκου, στη γωνία Μαγνησίας – Χειμάρας.
Και τα πρώτα βενζινάδικα εγκαταστάθηκαν στη Χρ. Σμύρνης και Νεαπόλεως και κοντά στον Άγιο Λάζαρο στη Χρ. Σμύρνης.
Εκτός από το μεγάλο εργοστάσιο του Λουκίδη, ξυλουργεία έγιναν του Βαρθολομαίου στην Κύπρου και Χειμάρας, του Μιχ. Μακρή, του Σαντατζόγλου στην Κρυστάλλη, του κυρ – Γιάννη του Λιγωμένου και του Σάββα Σταυρίδη στην Αγίας Σοφίας. Υπήρχε και η ξυλαποθήκη του Ευάγγελου Ζέη στην Πλ. Ν. Ελβετίας. Απ’ όλα αυτά σήμερα υπάρχει μόνο του Σαντατζόγλου.
Οι Μικρασιάτισες, όμως, είχαν ανάγκη και από κομμωτήριο. Έτσι οι μπαρμπέρηδες Κιλιμάτζος και Κάτσικας, βαφτίστηκαν κομμωτές και μετέτρεψαν τα γειτονικά σπιτάκια τους σε κομμωτήρια αντικρυστά στις δύο γωνίες Χρ. Σμύρνης και Ερυθραίας. Το παλαιότερο κουρείο ήταν του Γιάννη Υδριώτη στη Χρ. Σμύρνης 80. Αργότερα και του Στεφ. Βασιλειάδη στη Ν. Ελβετίας, που ήταν και μεσιτικό γραφείο. Στη Χρ. Σμύρνης επίσης ήταν το κουρείο του Λιαπάκη, στην αρχή της Αδ. Κοραή του Μιχ. Μακρυμάλλη, στη Χρ. Σμύρνης και Κολοκοτρώνη του Ανδρέα στη Ν. Ελβετία και του Πετσίτη.
Αν στα παραπάνω καταστήματα προσθέσει κανείς και πολλά άλλα, που σήμερα έχουν ξεχασθεί, σίγουρα θα απορήσει που χωρούσαν όλα αυτά στο κέντρο του συνοικισμού και κυρίως μέσα στην Παλιά Αγορά. Όμως, πρέπει να διευκρινισθεί ότι δεν συνυπήρχαν όλα την ίδια εποχή. Πρόκειται για μια περίοδο από το 1923 μέχρι και τον πόλεμο.
Παρά ταύτα, ο αριθμός των στεγασμένων τότε επαγγελματιών στο Βύρωνα παραμένει δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με εκείνους των γύρω συνοικιών. Στην Καισαριανή και ιδιαίτερα στον Υμηττό τα καταστήματα ήταν τότε ελάχιστα. Αυτό σημαίνει ότι ο Βύρωνας ήταν το εμπορικό κέντρο των ανατολικών προσφυγικών συνοικισμών. Και εξηγείται εν μέρει αυτό από το γεγονός ότι η πλειονότητα των πρώτων προσφύγων στο Βύρωνα ήταν κυρίως τεχνίτες, επαγγελματοβιοτέχνες και έμποροι και δευτερευόντως εργάτες, ενώ στην Καισαριανή ήταν αμιγώς εργάτες και στον Υμηττό εγκαταστάθηκαν περισσότερο ευκατάστατοι μικρομεσαίοι αστοί, υπάλληλοι και διανοούμενοι.
Απ’ το βιβλίο “90 χρόνια Βύρωνας” με την άδεια του συγγραφέως Απόστολου Κοκόλια.
Η φωτογραφία απ’ την σελίδα “Πάλαι ποτέ στο Βύρωνα“