Του Θάνου Οικονομόπουλου
“Δεν πίστευα ότι το σκέφθηκα καν, ασυναίσθητα έστω, στην εποχή του SMS στο 13033: Χάζευα μια ταινία στη συνδρομητική τηλεόραση κι έπιασα τον εαυτό μου να λέει από μέσα μου ξαφνικά, έντρομος, στους πρωταγωνιστές στην οθόνη, «μα, προς Θεού, παλαβώσατε κι αγκαλιάζεστε στον δρόμο, χωρίς μάσκες; Δεν φοβάστε;»…
Πανικοβλήθηκα για τα καλά. Τι μου συμβαίνει, αναρωτήθηκα. Άρχισα να συγχέω την πραγματική ζωή με την εικονική μυθοπλασία; Η θλιβερή και μίζερη καθημερινότητα στην οποία μας υποχρεώνει αυτός ο διαολο-κορωνοϊός, αυτή η αναγκαστική μαζοχιστική υποταγή στον φόβο, εκτός από την ελευθερία υλικής ύπαρξής μας, του σώματός μας, άρχισε να ελέγχει σκέψεις και συναισθήματα, να θολώνει το μυαλό μας, να μας αναγκάζει σε μια μεταλλαγή άγνωστης πορείας;
Κάτι ανάλογο, αλλά πολύ πιο «ελαφρύ» είχα… περάσει και στο πρώτο λοκντάουν της περασμένης άνοιξης. Έβλεπα πάλι μια ταινία, όπου σε κάποια σκηνή έδειχνε χαρούμενους, ξέγνοιαστους ανθρώπους να τρώνε και να πίνουν, να διασκεδάζουν και να χαίρονται γύρω από ένα τραπέζι. Με έπιασε μια μικροκατάθλιψη, συνειδητοποιώντας ότι αυτή η σκηνή με στενοχωρούσε. Μου θύμιζε ανάλογες δικές μου σκηνές στις «παλιές, καλές μέρες…», που κανείς δεν μπορούσε να με διαβεβαιώσει αν και πότε θα ξανάρθουν, κι αν ξανάρθουν, αν εγώ θα είμαι «παρών» να τις απολαύσω «σαν άλλοτε»…
Αυτή η επιστροφή στο «άλλοτε», τους μήνες της πανδημίας, του εγκλεισμού, της στέρησης της αγκαλιάς με τους αγαπημένους σου, φαντάζει τόσο μακρινή, τόσο δύσκολη, σχεδόν αδιανόητη. Γι’ αυτό και οι αλλοτινές αναμνήσεις σε στενοχωρούν, όπως και οι μνήμες από αγαπημένους σου που δεν υπάρχουν πια.
«Έφυγαν» τις τελευταίες μέρες φίλοι καλοί κι αγαπημένοι, σύντροφοι σε χαρές και λύπες, διασκεδάσεις και ατέλειωτες συζητήσεις τις μικρές ώρες. Δεν πήγα στο κατευόδιό τους. Και δεν επιτρεπόταν, «άνω των 20», και δεν με άφησαν οι οικείοι τους (και μου…), μα και φοβήθηκα. Κατηγορία «ευπαθής» και με διάφορα… «υποκείμενα». Αναλογίζομαι: οι άνθρωποι συναντιούνται και συμμετέχουν σε τρεις μεγάλους σταθμούς της ζωής. Στα γεννητούρια, στους γάμους και τα βαφτίσια, στις κηδείες…
Τώρα, στους… κωδικούς του 13033 δεν περιλαμβάνονται αυτές οι προαιώνιες ανθρώπινες ανάγκες. Χαζεύω και απολαμβάνω το νιογέννητο εγγόνι μου μέσω… τηλεδιάσκεψης, δεν μπορώ να πάω να το σφίξω στην αγκαλιά μου (είναι και το πρώτο μου), δεν ξέρω αν και πότε θα έρθουν (από την Αγγλία) στην πατρίδα…
Μη με βάλετε να σκεφθώ «λογικά» και ρεαλιστικά -ξέρετε πως θα αναγνωρίσω την ανάγκη του εγκλεισμού, των μέτρων και των περιορισμών, την υποχρεωτικότητα των αποστάσεων (που να ελπίσουμε δεν θα επηρεάσουν και τις συναισθηματικές…), τις μάσκες και τη βασανιστική αποχή από το ζεστό ανθρώπινο άγγιγμα. Μα η ψυχή λέει άλλα…
Σκέφτομαι πόσο αλώβητοι θα βγούμε από αυτήν τη φρικτή δοκιμασία -και δεν περιορίζομαι σ’ εμάς της «ευπαθούς» κατηγορίας». Οι γιατροί, λοιμωξιολόγοι μα και… ψυχίατροι, λένε ότι αυτός ο καταναγκασμός και ο περιορισμός της ελευθερίας μας θα κρατήσει για αρκετό διάστημα ακόμη και μετά τα εμβόλια που θα υποβαθμίσουν τη μάστιγα σε ελεγχόμενο εποχικό ιό.
Πόσο θα χρειαστεί ώστε ο φόβος, που εξαπλώνεται γρηγορότερα και από την πανδημία, να επιτρέψει την επιστροφή μας στην κανονικότητα, στις απενοχοποιημένες στενές ανθρώπινες επαφές και αγκαλιές, στην εξαφάνιση της καχυποψίας και ανασφάλειας που νιώθουμε, ασύγγνωστα έστω, στην προοπτική της (υπό επιτήρηση, σήμερα…) ανέμελης και αδιαπραγμάτευτης απλής, καθημερινής χαράς και ευτυχίας;
Ξέχασα να σας πω ότι κατέφυγα στην τηλεταινία που πυροδότησε όλες αυτές τις σκέψεις και τους φόβους, επειδή έκλεισα αηδιασμένος το κανάλι της Βουλής, όπου παρακολουθούσα την «προ ημερησίας» των πολιτικών αρχηγών… Δεν έχουν καταλάβει τίποτε; Δεν είναι κανονικοί άνθρωποι αυτοί; Business as usual”;
Πηγή: iefimerida.gr