του Γιώργου Πιερράκου
100 χρόνια από τον ξεριζωμό και τη γενοκτονία στην Μικρά Ασία και δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει ρίζες από εκεί και να μην έχει κάτι να πει..…τι να πρωτοπείς όμως.….
Τι να πρωτοπείς για τον ευλογημένο αυτό τόπο που είναι σαν να τον ξέρουμε από τις επαναλαμβανόμενες αλλά μοναδικές και «πρωτάκουστες» κάθε φορά διηγήσεις των παππουδο-γιαγιάδων μας που αναπαραγάγανε τις ίδιες ιστορίες, με την ίδια λατρεία, τον ίδιοπόνο, με το ίδιο ακριβώς βουρκωμένο και παράλληλα χαμένο βλέμμα να ατενίζει τις ακτές της Ιωνίας και οι εικόνες χαράς και λύπης να εναλλάσσονται…
Θάλασσες, ποτάμια, λιβάδια, ελαιώνες, πέτρινα σπίτια, εικονοστάσια, πανηγύρια, άνθρωποι και ζωντανά αλλά και καπνός και αίμα, ζωή και θάνατος σε ισορροπία τρόμου…….και αυτή η τελευταία εικόνα είναι που τελικά δυστυχώς έμεινε…
Και εσύ …..απλά εκεί… απλός θεατής να ρουφάς εικόνες, αρώματα, γεύσεις, αισθήματα και να είναι σαν να περπατάς στα ίδια χώματα και να ζεις την ζωή του παππού σου και της γιαγιάς σου αλλά και όλων όσων έμειναν νεκροί και άταφοι πίσω…
Η δικιά μου σχέση με την Μικρά Ασία όπως και των περισσοτέρων στον Βύρωνά μας, τον τόπο μας,..τίποτα ξεχωριστό…Αλλά αυτό το τίποτα ξεχωριστό είναι που κάνει τον Βύρωνα τόσο ξεχωριστά μοναδικό και τόσο ιδιαίτερο…Το ρίζωμα των ανθρώπων μας σε αυτή την γειτονιά που εκτείνεται από τον Υμηττό μέχρι το «γεφυράκι» και που τους παραχωρήθηκε να στήσουν την νέα ζωή και να ζουν με τις θύμησες της παλιάς…
Τι είναι για μένα Μικρά Ασία λοιπόν..…τι να χωρέσουν σε πέντε γραμμές…φοβάμαι μήπως αδικήσω κάτι ή κάποιον…
Για μένα Μικρά Ασία είναι οι άνθρωποί της (κυρίως)….τα σπίτια τους… το νοικοκυριό τους ……….οι μαγειρικές….οι μουσικές …..οι γιορτές και τα μαζώματα για «ένα καφέ και ένα κέρασμα» χωρίς αιτία…έτσι απλά….στον δρόμο…στο πεζοδρόμιο αργότερα….στις πιο ευρύχωρες, ευωδιαστές και ηλιόλουστες αυλές του κόσμου….και ας ήταν μικρές…
Πρώτα από όλα λοιπόν ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ είναι οι άνθρωποί της, η αρχοντιά τους…η μεγαλοσύνη τους, η μόρφωσή τους που δεν έχει να κάνει ούτε με πτυχία ούτε με μεταπτυχιακά ούτε με διδακτορικά -είναι αυτή η αρχοντιά, η μόρφωση που πηγάζει από τις εμπειρίες και τα βιώματα της ζωής και τη συνεχή δίψα να μάθεις κάτι παραπάνω, κάτι που θα σε βοηθήσει να μεγαλώσεις τα παιδιά σου και μετέπειτα τα εγγόνια σου με αξιοπρέπεια, σε δύσκολες εποχές τότε που τα δεδομένα δεν ήταν δεδομένα ούτε και το ότι θα βγάλεις την αυριανή μέρα ….
Είναι αυτή η «κιμπαροσύνη» – λέξη που την άκουσα πρώτη φορά για τον παππού μου και δεν την ήξερα….αλλά με στιγμάτισε…γιατί ο «κιμπάρης άνθρωπος» δεν έχει σχέση με τα πόσα έχει αλλά με το τι είναι διατεθειμένος να δώσει από αυτά που δεν έχει…..και γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι η τσιγγουνιά είναι πρωτίστως τσιγκουνιά καρδιάς και έλλειμα αισθημάτων…
Αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να μην είχαν αλλά αυτό που είχαν το μοίραζαν απλόχερα….και ξεκίναγε από την μπουκιά ψωμί που έτρωγαν – εάν περίσσευε – και το μπαγιάτικο το έκαναν παξιμάδια, και συνέχιζε σε όλες τις παραμέτρους της ζωής τους…
Είναι αυτή η ανιδιοτελής αγάπη αυτή η συνεχής και αδιάκοπη προσφορά ακόμα και όταν οι δυνάμεις λιγοστεύουν από το βάρος των χρόνων και την ταλαιπωρία των συνεχών πολέμων ..αλλά εσύ εκεί να δίνεις και άλλα γιατί το θεωρείς ότι είναι το σωστό έτσι είναι η αποστολή σου…
Είναι η μαγειρική τους…δεν είναι μόνο οι ιδιαίτερες γεύσεις του σπιτικού φαγητού που όσα χρόνια και να περάσουν είναι καρφωμένες στην μνήμη σου …..είναι τα τραπέζια τους που το φαγητό έφτανε όχι για ένα αλλά για δέκα σπίτια….και το περίεργο?? Ακόμα και εάν η κατσαρόλα ήταν άδεια στα πέτρινα χρόνια πάντα είχε για όλους…..
Τι να πεις για τα μαγειρευτά της Μικράς Ασίας που λες και κουβαλάνε τις επιρροές δύο ηπείρων και το αντάμωμα διαφορετικών πολιτισμών …. Τι να πεις για τα γλυκά του κουταλιού….το λικέρ βύσσινο, τον πιο αρωματικό καφέ που σαν παιδιά βουτάγαμε κλεφτά τα «Μιράντα» μας…
Είναι οι μουσικές τους…είναι αυτά τα τραγούδια που τα ακούς και τα ξανακούς και όλα μιλάνε για τον τόπο τους και τον πόνο του ξεριζωμού που επισκίασε τελικά όλα τα άλλα…
Είναι το νοικοκυριό τους….τα κατάλευκα ασβεστωμένα σπίτια τους, οι αυλές με τους πιο όμορφους deco τενεκέδες από φέτα, λάδι και ότι άλλο… και τα λουλούδια να μοσχοβολάνε – δεν υπάρχει πιο όμορφο άρωμα από αυτό της γαρδένιας, του βασιλικού, του γιασεμιού, του νυχτολούλουδου….…….είναι τα κατάλευκα σεμεδάκια τα κεντημένα στο χέρι …είναι το δεν λείπει τίποτα και ας μην είχαν τίποτα….ούτε καν τις ανέσεις της εποχής μας …..
Eίναιτο σπίτι μου…..είναι το κουζινάκι με το πιο μικρό παράθυρο αλλά την ωραιότερη θέα και τις πιο όμορφες μυρωδιές….είναι η γονική κρεβατοκάμαρα που παράλληλα ήταν και σαλόνι και τραπεζαρία….είναι τα καμαράκια των παιδιών ..της μάνας μου της θείας μου & του θείου μου….είναι το «καλό δωμάτιο» για τις επισκέψεις και τις γιορτές….είναι η εξωτερική τουαλέτα αλλά είναι και η βεράντα της γιαγιάς η πιο χρωματιστή και ευωδιαστή βεραντούλα….
Είναι η γιαγιά μου που μας μεγάλωσε επειδή οι γονείς μας δουλεύανε….είναι η γιαγιά μου που το όνομά σου στα χείλη της είχε άλλη μελωδία, είναι η γιαγιά μου που οι μαγειρικές της ξεπέρναγαν του καλύτερου σεφ και μοσχοβολούσε όλος ο δρόμος.
Είναι η γιαγιά μου που πάντα φρόντιζε όταν λείπαμε διακοπές ή σαββατοκύριακο να μας περιμένει το ταψί με φαγητό που έφτανε για άλλες δέκα οικογένειες …..Η μαγειρική της είχε μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική? γεωμετρία? δεν ξέρω τι…..δεν έχω ξαναδεί ντολμαδάκια λαχανοντολμάδες και σουτζουκάκια κομμένα στο χέρι σαν σε μηχανή με μοιρογνωμόνιο και χτισμένα σαν αδιαπέραστο τοίχος σε όλο το μήκος και πλάτος της κατσαρόλας. Είναι η γιαγιά μου που όταν μεγαλώσαμε φρόντιζε πάντα να μας δίνει «χαρτζιλίκι» για καφέ στην «bella» και στον «Λέντζο» …(ακόμα και όταν ο παππούς μας είχε δώσει 5 λεπτά πιο πριν). Είναι η γιαγιά μου που με περίμενε να πάμε στον Καρέα να φέρουμε νερό από την πηγή γιατί το νερό του Καρέα είναι το καλύτερο ….είναι η γιαγιά μου που με περίμενε να μαζέψουμε νεραντζάκι για γλυκό του κουταλιού και να παρακολουθήσουμε με ευλάβεια τις λειτουργίες την Μεγαλοβδομάδα…και τα πανηγύρια της Ανάληψης και του Λαζάρου..
Είναι η γιαγιά μου που το τελευταίο πρωινό που την αντίκρυσα πριν πάω σχολείο και στην συνηθισμένη παράκαμψη για το «καλημέρα», η τελευταία κουβέντα που άκουσα από τα πιο γλυκά χείλη είναι «σε περιμένω το μεσημέρι σου έχω έτοιμο φαγητό» …
Είναι ο παππούς μου που ήταν πάντα εκεί για όλους…την οικογένεια μας, τους συγγενείς, τους φίλους….γνωστούς και αγνώστους…είναι ο παππούς μου που με περίμενε να πάμε στον κυρ Ανδρέα τον Λυκούδη για την καλύτερη φέτα ή στου κυρ Μανώλη να πάρουμε ελιές και χύμα Μιράντα (από το τσίγκινο κουτί). Είναι ο παππούς μου που με περίμενε κάθε βράδυ μα κάθε βράδυ ότι ώρα και να ήταν να περάσω να πιούμε ένα μικρό ποτηράκι κρασί και να μου πει ξανά και ξανά για την Μικρά Ασία του…..που δεν ήθελε να την ξαναδεί σκλαβωμένη ..’’ τι να πάω να δώ το σπίτι μου να μένουν ξένοι?’’ (δίκιο είχε) .
Είναι ο παππούς μου που όταν πλέον οι απουσίες ήταν περισσότερες από τις παρουσίες έπαιρνε τα βιβλιάρια όλων των γιαγιάδων και πήγαινε αξημέρωτα μέσα στο κρύο στο ΙΚΑ Καραολή και Φλέμινγκ να «πάρει σειρά» για να τις βοηθήσει. Όπως και με ψώνια από την λαϊκή και ότι είχε κόπο και περπάτημα…
Λίγα χρόνια μετά μην αντέχοντας το βάρος του αποχωρισμού – έτσι ήταν τα παλιά ζευγάρια – έφυγε και ο παππούς μου ..τι ειρωνεία …αυτό που έλεγα στην αρχή. Έφευγε για το μεγάλο ταξίδι και δεν τον ένοιαζε που έφευγε αλλά ότι δεν θα μας ξαναέβλεπε και μην πάω στην δουλειά μου -στο άλλο αεροδρόμιο το παλιό – άυπνος και κουρασμένος και πουν ότι δεν είμαι καλός σαν «νέος υπάλληλος» ..είχαν άλλη αίσθηση του καθήκοντος και του σεβασμού αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι….
Και έτσι την ώρα που κοιμόμουν για λίγο έφυγε και κείνος. Μην με ενοχλήσει …μην με κουράσει…μην πάω άυπνος στην δουλειά…..
Και μαζί τους έφυγε όλη μου η ζωή ….
Και έμειναν οι θύμισες, τα συναισθήματα που όσο περνάει ο χρόνος δεν ξεθωριάζουν αλλά θεριεύουν και η σκουριασμένη πινακίδα 185και 2 κεραμίδια που πρόλαβα να πάρω πριν το σπίτι γκρεμιστεί και γίνει σαν όλα…χωρίς χρώμα χωρίς ταυτότητα…εκεί στην άχρωμη βιβλιοθήκη μου να δίνουν χρώμα….
Αυτή είναι η Μικρά Ασία μας μέσα από το δικά μου μάτια.