*Του Βασίλη Παπαστεργιόπουλου
Έφυγε από τη ζωή, και η 3η ,από τις γιαγιάδες της Συκαμνιάς, το όμορφο χωριό της Μυτιλήνης . Από τις τρείς ηλικιωμένες, με την μεγάλη καρδιά, πρώτη πέθανε το 2019 σε ηλικία 92 ετών, η Μαρίτσα Μαυραπίδου. Ακολούθησε το 2022 η Ευστρατία Μαυραπίδου, σε ηλικία 96 ετών. Και τέλος, η Αιμιλία Καμβύση, στα 93 της.
Οι τρείς γιαγιάδες της Συκαμνιάς, είχαν γίνει γνωστές το καλοκαίρι του 2015, όταν βοήθησαν το μωρό μιας γυναίκας -πρόσφυγα από την Συρία, που μόλις είχε αποβιβαστεί στο νησί. Η φωτογραφία τους ,με το μωρό στην αγκαλιά, να το ταΐζουν με μπιμπερό, είχε κάνει τον γύρο του κόσμου.
Άλλωστε, αυτή η φωτογραφία στάθηκε η αφορμή, να προταθούν για το Νόμπελ ειρήνης. Και οι τρείς ηλικιωμένες, συνέχισαν για καιρό να κάνουν το ίδιο, βοηθώντας τους πρόσφυγες, όταν το χωριό τους έγινε το επίκεντρο της παγκόσμιας ανθρωπιστικής κρίσης.
Τις γιαγιάδες της Μυτιλήνης είχαν επισκεφτεί και τιμήσει ,τον Νοέμβριο του 2015, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, και το 2020 η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Οι γιαγιάδες, όταν έμαθαν για την υποψηφιότητα τους, για το βραβείο Νόμπελ, είχαν πει, ”γιατί λες μπράβο, γιέ μου. Τι κάναμε… “
Για τους πρόσφυγες, η μια είχε πει, ότι την βοηθάνε μερικές φορές, να κουβαλήσει ξύλα για τη σόμπα της…καλά παιδιά είναι, κουρασμένα από το ταξίδι…
Εκείνη την ημέρα, είδαν την μάνα με το μωρό, ήταν βρεμένη, το μωρό έκλαιγε, πείναγε, του έφτιαξαν γάλα, και δεν έπινε γιατί έκαιγε , φώναξε η μια από τις γιαγιάδες, στην μάνα φέρτο εδώ, μωρέ, κρύωσαν το γάλα, και το τάισαν…
“ ..είδαμε το παιδί, που έκλαιγε, φτιάξαμε γάλα, και το ποτίσαμε…η μάνα τους, μόλις είχε φτάσει, ήταν βρεμένη κι άλλαζε…κλαίνε οι μανάδες, και κλαίμε κι εμείς, μαζί.. άμα δούμε τις μανάδες, με τα μωρέλια που κλαίνε….κι εμείς γνωρίζουμε από προσφυγιά, οι μάνες μας, έχουν πει την ιστορία, και την θυμόμαστε… ήρθαν πολλοί, για να μας ευχαριστήσουν, και πολιτικοί, ευχαριστούμε, αλλά δεν κάναμε και σπουδαία πράματα, ..πήγαμε κι είδαμε που έβγαιναν βάρκες, έβγαιναν μωρέλια, κρυώνανε, πήραμε το μωράκι, για να πάει να βάλει στεγνά ρούχα η μαμά του, … η μάνα μου ήρθε πρόσφυγας, με τρία μωρά, στην αγκαλιά…εδώ ζούμε, η σύνταξη μου, ήταν 350, αλλά κόπηκε και τώρα είναι 332,…το πήρα το μωρό, σαν κουνέλι, σαν μωρό δικό μου, να το ταΐσουμε,…για το Νόμπελ, αν είναι για το καλό του νησιού μας, αλλά να το πάρουμε, κι οι τρείς μαζί, αφού ήμασταν παρέα…παγαίναμε για μήνες, και βλέπαμε τους ανθρώπους που έρχονταν, μας βλέπανε, μας γελούσαν ,καταλαβαίναν, πολύ καλοί ανθρώποι, αν και δεν μιλάγαμε τη γλώσσα τους…δεν φαίνονταν για κακοί ανθρώποι, κι άμα βγαίνανε από τη βάρκα, φιλούσανε τη γη…έτυχε να είμαστε εκεί, και να δώσουμε μια βοήθεια, αυτό ήταν όλο..“
Η μια από τις γιαγιάδες, είχε πει, τότε, ότι η μητέρα με το μωρό, είχαν φύγει κατευθείαν, για την Ευρώπη, θα ήθελε να μάθει κάποιο νέο για την τύχη του, να είναι γερό και να έχει τύχη στη ζωή του…
Οι τρείς γιαγιάδες, φίλες περισσότερο από 80 χρόνια, κάθονταν στο γνωστό παγκάκι τους, που συνήθιζαν να κάθονται, κάθε απόγευμα. Η γιαγιά Μηλίτσα, πήρε στην αγκαλιά της το μωρό, του σιγοτραγούδησε για να το ηρεμήσει, και του έδωσε το μπιμπερό. Από δίπλα και οι δύο φίλες της ηλικιωμένες, σιγοτραγουδούσαν κι αυτές, για να βοηθήσουν…
Ήταν κι αυτές, παιδιά προσφύγων, από το Μικρασιατικό Μοσχονήσι.
Είχαν μια γωνία ,στη μεγάλη καρδιά τους, για τους φτωχούς και κυνηγημένους του κόσμου.
Κι όπως πρέπει, για κάθε άνθρωπο, να αφήνει μια γωνιά ,ανοιχτή, για τον συνάνθρωπο του..
Καλό τους δρόμο, μας δίδαξαν.
*(μέλος της Ένωσης Συντακτών Επαρχιακού Τύπου)