Δεκέμβριος 1983 – η τελευταία φορά του Αχιλλέα στο Χάραμα.
Χειμωνιάτικο Σαββατόβραδο με ψιλόβροχο. «Μην πιείτε πολύ… Και μην γυρίσετε πάλι το πρωί… δεν είναι ανάγκη να ξημερώνεστε κάθε φορά» τον ξεπροβόδισε η μάνα του. Και είχε δίκιο. Κάθε φορά τους έπαιρνε το ξημέρωμα. Τελευταίοι έφευγαν. Μπορεί να πήγαιναν και για πατσά ή σούπα. Ήθελαν και την κυριακάτικη εφημερίδα από την Ομόνοια. Τότε η εφημερίδα ήταν κάτι σαν σύμβολο. Με αυτά και με αυτά πέρναγε η ώρα. Ξημέρωνε. Αν ο Αχιλλέας δεν είχε καταπέσει, αν άντεχε η παρέα, ανέβαιναν και στον Υμηττό να απολαύσουν την ανατολή του ήλιου. Πραγματική απόλαυση. Πλησιάζοντας το πρωί στα σπίτια μας φορούσαμε τα μαύρα γυαλιά για να μην μας καταλάβουν στη γειτονιά ότι ήμασταν ξενύχτηδες.
Αυταπάτη, όλοι το γνώριζαν.
Χειμωνιάτικο Σαββατόβραδο στο Χάραμα. 12 Δεκεμβρίου 1983, του Αγίου Σπυρίδωνος. Όλα ήταν κανονισμένα. Ο Μάκης, που ήταν πιο εξοικειωμένος με αυτά, έκλεισε το τραπέζι για την παρέα μας. Και να ‘μαστε όλοι μας στο Χάραμα. Η ορχήστρα έπαιζε μελωδικά ορχηστρικά κομμάτια. Η μαγεία ήταν παρούσα. Ο μύθος άρχιζε να ξετυλίγεται. Το Χάραμα αποκτούσε μια άλλη λάμψη. Ο Αχιλλέας αυτόπτης μάρτυρας της μουσικής ιστορίας που γραφόταν κάθε βράδυ εκεί και που αργότερα έγινε μύθος. Το μαγικό δίδυμο Τσιτσάνης – Μπέλλου εξάπτει τη φαντασία και δημιουργεί θετική διάθεση. Το ρεμπέτικο δεν είναι πια περιθώριο, είναι πολιτισμός. Το επιβεβαιώνει και ο Τσαρούχης με το γνωστό απόφθεγμα του: «Ο Τσιτσάνης μας θυμίζει πως έχουμε πολιτισμό».
Και πραγματικά στα χνάρια του ελληνικού πολιτισμού ο Τσιτσάνης. Στα χνάρια αυτά και το Χάραμα είχε γίνει ο τόπος αναφοράς του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, το πρόσωπο μιας Ελλάδας που χάνονταν και η αύρα μιας αναπνοής που λαχάνιαζε κάτω από το βαρύ φορτίο που κουβαλούσαν οι πρωταγωνιστές καθισμένοι στις ξύλινες και άβολες καρέκλες του πάλκου. Η φοιτητική νεολαία πάντα παρούσα και εκδηλωτική. Ανακάλυψε το στέκι της. Ίσως και το πρόσωπο της. Και ο Αχιλλέας συμβάδιζε με αυτά. Δεν ήταν ξενέρωτος. Από παιδί δεν ήταν. Του άρεσε αυτή η γνήσια λάμψη. Του άρεσε να ακούει «της γερακίνας γιός», ιδιαίτερα εκείνο τον στοίχο που έλεγε «μα εγώ δεν ζω γονατιστός». ‘Όταν οι συνθήκες ήταν καλές, το χόρευε κιόλας. Και εκείνο το βράδυ το χόρεψε. Διασκέδασε. Διασκέδασε πολύ. Μέχρι το πρωί που έκλεισε το μαγαζί. Είχε κάποιο προαίσθημα. Και μετά δεν γύρισαν σπίτι. Γύρισαν περίπου μεσημέρι. Με τα μαύρα γυαλιά.
Φεβρουάριος 1983. Δύο μήνες μετά. Η μαγεία τελειώνει. Ο Βασίλης Τσιτσάνης σταματάει οριστικά τις παραστάσεις. Πλησιάζει το τέλος του. Η Καισαριανή και το Χάραμα ήταν μια σημαντική περιοχή για τον Βασίλη Τσιτσάνη. Δημιούργησε και έζησε ευτυχισμένα τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Λίγο πριν το τέλος του απάντησε σε ερώτηση δημοσιογράφου: «Γιατί να γράψω τραγούδια; Για ποιόν να γράψω; Δεν υπάρχει ενδιαφέρον, δεν υπάρχει κίνητρο, άλλαξε η εποχή, άλλαξαν οι άνθρωποι, άστα…»