Εκκλησιαστική εικόνα, δηλαδή εικόνα που αφορά την χριστιανική λατρεία, είναι η απεικόνιση κάποιας μορφής (του Χριστού, της Παναγίας ή αγίων) με οιονδήποτε τρόπο, αρκεί η εν λόγω μορφή να είναι αναγνωρίσιμη – κι έτσι να δηλώνεται η ταυτότητα του συγκεκριμένου προσώπου. Αυτό σημαίνει ότι οι εικόνες μπορούν να φτιαχτούν με οιαδήποτε τεχνοτροπία, παραδοσιακή ή μοντέρνα*. Εδώ ωστόσο θα σταθώ στις εικόνες του βυζαντινού τρόπου, οι οποίες κατεξοχήν βρίσκονται σήμερα στις εκκλησίες.
Ο βυζαντινός τρόπος αποτελεί πλούσια εικαστική γλώσσα. Γλώσσα φτιαγμένη όχι με ήχους ή με γράμματα, αλλά με σχήματα και χρώματα. Εδώ λοιπόν θα στήσω αυτί (για την ακρίβεια: θα στήσω μάτι) σε κάτι που έχει να μας πει η βυζαντινή εικόνα της Γέννησης του Χριστού. Είναι σπουδαία προίκα το ότι ο άνθρωπος δύναται να στήνει αυτί (ή: να στήνει μάτι). Αν παραπετάξει αυτή του την προίκα, τότε χάνονται νοήματα, όπως για παράδειγμα χάνεται ένα τραγούδι όταν συναντά ντουβάρι αντί για αυτιά, όπως χάνεται η ευκαιρία για προβληματισμό όταν προσκρούσει σε αντιθρησκευτικό φανατισμό, όπως χάνεται η δυνατότητα για φως όταν η θρησκοληψία χρησιμοποιεί τις εικόνες σαν μαγικά αντικείμενα…
Αν λοιπόν παρατηρήσουμε την βυζαντινή εικόνα των Χριστουγέννων, θα εντοπίσουμε κάποια στοιχεία που θυμίζουν… πλαστογραφίες! Σύμφωνα με τα ευαγγέλια η γέννηση του Χριστού έγινε σε στάβλο και η Παναγία απίθωσε το νεογέννητο σε παχνί ζώων. Στην εικόνα όμως βλέπουμε σπηλιά, κι αντί για παχνί βλέπουμε μια κτιστή κατασκευή σαν τάφο, με τις φασκιές να θυμίζουν σάβανα! Μπορεί λοιπόν να παραπονεθεί κανείς ότι η εικόνα αυτή δεν αποτυπώνει με ακρίβεια ό,τι έγινε, δηλαδή ότι δεν λειτουργεί σαν φωτογραφία.
Γιατί άραγε αυτές τις αλλαγές; Ο βυζαντινός τρόπος βέβαια διαμορφώθηκε σε μακρά πορεία διαλόγου με την γύρω του κοινωνική συνάφεια, αλλά εδώ θα κάνω μόνο μερικές επισημάνσεις που αφορούν το νόημα της γιορτής.
Στόχος της εν λόγω εικόνας είναι ακριβώς να μην λειτουργήσει σαν φωτογραφία. Ας σκεφτούμε: Τι κάνει μια φωτογραφία που φιλοδοξεί να αποτυπώσει με ακρίβεια μια χρονική στιγμή; Αιχμαλωτίζει την στιγμή, και από κει και πέρα ο άνθρωπος που στέκει μπροστά στην φωτογραφία εισπράττει το μήνυμα ότι ο ίδιος αδιάκοπα απομακρύνεται από το αποτυπωμένο γεγονός όσο περνά ο χρόνος,. Ακόμα κι αν ο άνθρωπος αναπολεί το φωτογραφημένο, καθαυτό το γεγονός είναι κάτι τελειωμένο – περίκλειστο στο παρελθόν.
Αντίθετα προς αυτή την λογική της φωτογραφίας, η εν λόγω εικόνα σκαρφίζεται τρόπους ώστε να μιλήσει για κάτι ριζικά διαφορετικό: όχι απλώς για την αναπόληση, αλλά για την «προέκταση» του γεγονότος στο μέλλον! Βγάζει μάτι το ότι η βυζαντινή εικόνα είναι ηθελημένα τσακωμένη με την κλασική έννοια της προοπτικής, του βάθους. Βάθος έχει κάθε φωτογραφία, δηλαδή όσοι βρίσκονται μπροστά αποτυπώνονται (όπως είναι φυσικό) μεγάλοι σε μέγεθος, κι όσοι είναι παραπίσω αποτυπώνονται μικρότεροι. Στην βυζαντινή εικόνα όμως αίρεται το βάθος, δηλαδή η πιστότητα στο παρελθόν. Βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι η Παναγία, βρίσκεται παραμέσα, αλλά εικονίζεται μεγαλύτερη από αυτούς που βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Η εικόνα δημιουργεί άλλο βάθος, αντίστροφα: Όχι από την επιφάνεια της εικόνας προς τα μέσα της, αλλά από την επιφάνεια της εικόνας προς τα έξω της: προς τον άνθρωπο ο οποίος σήμερα στέκει μπροστά της. Η εικόνα δηλαδή γίνεται τρισδιάστατη σε σχέση με το εκάστοτε σήμερα.
Τα Χριστούγεννα δεν είναι ακριβώς γιορτή γενεθλίων. Παρ’ όλη την τρυφερότητα με την οποία γιορτάζουμε τα γενέθλια μικρών και μεγάλων, αν τολμήσουμε να στοχαστούμε δίχως πλασέμπο, θα αναγνωρίσουμε ότι τα γενέθλια στην πραγματικότητα σημαίνουν την αδιάκοπη φθορά μας: την ασταμάτητη απομάκρυνση από την γέννησή μας και το ξέφρενο πλησίασμα στο τελείωμά μας. Αυτή είναι η αλήθεια, με όσα ωραία λόγια κι αν την κουκουλώνουμε. Είναι μια πικρή νομοτέλεια. Και η μόνη πιθανότητα να ρηγματωθεί αυτή η νομοτέλεια, θα προκύψει μόνο αν εισβάλει μία έκπληξη, αν μια επανάσταση φέρει ανατροπή. Ώστε η κίνηση της ζωής να γίνει όχι από την ζωή προς τον θάνατο, αλλά από τον θάνατο προς την ζωή! Ιδού ο εορτασμός των Χριστουγέννων ως εορτασμός αντίστροφων γενεθλίων!
Για την χριστιανική συνείδηση ο Θεός δεν έκανε απλώς μια περατζάδα από την ανθρώπινη ζωή. Αντιθέτως, έγινε κυριολεκτικά άνθρωπος. Έκανε ζωή του την πραγματικότητα του ανθρώπου: την πείνα, την δίψα, την τραγικότητα, την ελπίδα. Η Βηθλεέμ λοιπόν δεν είναι ένα κλείσιμο, αλλά ένα ξεκίνημα. Αυτό που ξεκίνησε εκεί, ολοκληρώνεται στην Σταύρωση. Αυτό μας ψιθυρίζει ο τάφος που βλέπουμε στην βυζαντινή εικόνα της Γέννησης. Εξηγούμαι:
Στον Γολγοθά ολοκληρώθηκε η πρόσληψη και των τελευταίων στοιχείων της ανθρώπινης συνθήκης: του άδικου, της οδύνης, της προδοσίας, της εγκατάλειψης, του θανάτου. Δεν θα ήταν αληθινή η ενανθρώπησή του (αυτό που έγινε στη Βηθλεέμ) αν ο ίδιος δεν βίωνε και αυτές τις πραγματικότητες της ανθρώπινης ζωής – για να τις οδηγήσει στην απελευθέρωση που σημαίνεται με την Ανάσταση. Και η Ανάσταση αφορά όλη τη ζωή, το σύμπαν. Ζωγραφίζοντας τα ζώα σαν μπροστά σε παχνί, η εικόνα κρατά τον στάβλο με όλα τα συμφραζόμενά του: ο Θεός καταφτάνει στην ανθρώπινη εσχατιά, στο περιθώριο˙ δεν γεννιέται ούτε σε παλάτι, ούτε σε σπίτι, ούτε καν σε πανδοχείο. Ταυτόχρονα όμως η εικόνα αυτό το τοποθετεί μέσα στα σπλάχνα της γης: σε σπηλιά. Η Γέννηση είναι «καταδρομική» εισβολή στο σκοτάδι, δηλαδή στην δεσποτεία της φθοράς, του άδικου, του παραλογισμού, ακριβώς για να την ρηγματώσει. Πλησιάζουν Χριστούγεννα, μυρίζει Ανάσταση!
Ναι, χάριν της Ανάστασης έγινε η Χριστού Γέννα! Ώστε να γκρεμιστεί το αδιέξοδο πάνω στο οποίο ο θάνατος συνθλίβει το κάθε τι, και ώστε πάνω από τα χαλάσματα του αδιέξοδου να ανοίξει προοπτική με ορίζοντες απεριόριστους! Ενώ όλοι πεθαίνουμε αναπόφευκτα, επειδή γεννηθήκαμε, ο Χριστός γεννήθηκε ηθελημένα για να πεθάνει, και να πεθάνει τον θάνατο. Πράξη δηλαδή υπαγορευμένη από την ελευθερία και μόνο: από την παθιασμένη αγάπη και την απόλυτη αλληλεγγύη. Ώστε η αγάπη να υπερισχύσει του θανάτου, κι όχι ο θάνατος να τερματίζει την αγάπη.
Προφανώς ακούγεται θεοπάλαβο. Μα, η πληρέστερη ανταλλαγή ευχών για τον εορτασμό των αντίστροφων γενεθλίων είναι, νομίζω, δυο φράσεις:
Χριστός γεννάται, καλή Ανάσταση!
__________________________________________________________
* Για όσους τυχόν ανησυχήσουν με αυτή την ευρύτητα, τους προτείνω να δουν τι έχει ορίσει
η 7η Οικουμενική Σύνοδος (787), καθώς και ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης (759-826).
Θανάσης Ν. Παπαθανασίου
Αν. Καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας
Διευθυντής του περιοδικού «Σύναξη»