«Τη θάλασσα δεν θα τη δεις ποτέ ακίνητη. Γαληνεμένη όμως θα τη δεις…» έλεγε αγναντεύοντας το μαγικό γαλάζιο σαν παροπλισμένος ναυτικός. Κάπως έτσι ένιωθε.
Εδώ και καιρό ένιωθε να αποτραβιέται αργά αλλά σταθερά από τις κοινωνικές σχέσεις του. Εδώ και καιρό δεν είχε αποκτήσει ούτε μία καινούργια σχέση που θα ήταν κάτι παραπάνω από μια κοινωνική γνωριμία, μια κοινωνική συναναστροφή που θα γέμιζε στην καλύτερη περίπτωση ευχάριστα κάποιες ώρες του. Οι φίλοι άλλων εποχών είχαν φύγει ή είχαν απομακρυνθεί –εκείνοι ή ο ίδιος από αυτούς– με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο.
Κάποιοι μεγαλύτεροι, φίλοι ή γνωστοί, είχαν αποχωρήσει από τον μάταιο τούτο κόσμο. Λίγοι είχαν φύγει χτυπημένοι από ανίατες αρρώστιες ή είχαν χάσει το νήμα της ζωής τους βίαια, απρόσμενα, κάτω από αδόκητες συνθήκες. Αλλοι χάθηκαν, αφήνοντας τα ίχνη τους σε βιβλία, γραπτές πηγές, επιστολές και κάθε λογής φωτογραφίες. Οι περισσότεροι τράβηξαν καθένας τον δικό τους δρόμο. Χωρίς ωστόσο να μπορεί η μνήμη του να ανακαλέσει είτε το συμβάν είτε την ανεπαίσθητη αργόσυρτη μετάλλαξη της σχέσης.
Είχε την αίσθηση ότι μεγαλώνοντας καταλάβαινε πού έσπρωχνε τα πράγματα με απόφαση δική του ή με παραίτηση από την αλλαγή κατεύθυνσης. Αυτό δεν αφορούσε μόνο τους μεγάλους στόχους, που έτσι κι αλλιώς μειώνονταν καθημερινά, αλλά και τα μικρά και τα απλά, όσα δηλαδή ανταποκρίνονταν στα προσωπικά αισθητικά γούστα του. Οταν ένιωθε εγκλωβισμένος, σαν σε ενυδρείο, τότε δραπέτευε σε άλλες κατευθύνσεις, ανεπιτυχώς τις περισσότερες φορές, καθώς οι εξαρτήσεις, οι συναισθηματικές και κοινωνικές, τον επανέφεραν στο ενυδρείο.
Και όμως, στο ταξίδι της ζωής του δεν συναντούσε μόνο κόσμους φανταστικούς, αλλά και πραγματικούς, που ξέφευγαν από μια μίζερη αντίληψη της καθημερινότητας, τη ρουτίνα που φθείρει και απαξιώνει. Τον τρόμαζε η μιζέρια και η κακομοιριά. Τον απωθούσαν οι κυνικοί, δήθεν ρεαλιστές συνάνθρωποί του, οι υπερόπτες, οι φαφλατάδες, οι ανταγωνιστικοί χωρίς αρχές και οι άμετροι φιλόδοξοι. Αρκετούς συμβιβασμούς έκανε, αλλά πάντα παραμένει έτσι αυθεντικός, γνήσιος. Δεν βρόμισε την ψυχούλα του. Κατάφερε και την κράτησε αμόλυντη.
Τώρα που πέρασαν τα χρόνια νιώθει περήφανος, ίσως και με μια δόση αυταρέσκειας, ότι στην πιο όμορφη θάλασσα στις ακτές της Βερακρούζ δεν πρόλαβε να κολυμπήσει μια ολόκληρη ζωή, το πιο όμορφο ταξίδι που σχεδίαζε δεν το έκανε ακόμα. Νέα Ισπανία την έλεγαν παλιά, στην αρχή. Στα βήματα του διασημότερου κονκισταδόρ, του Φερνάντο Κορτές. Από τις ακτές της Βερακρούζ μέχρι το Μέξικο Σίτι, να ταξιδέψει σε ιστορικά μονοπάτια, τότε που η Νέα Ισπανία ανέτειλε πάνω στα εκπληκτικά μνημεία των Αζτέκων. Είχε και φωτογραφίες. Τις έβλεπε και ταξίδευε. Το γνωρίζει αυτό. Γνωρίζει όμως και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό: στον βρόμικο βούρκο δεν έπεσε ποτέ. Το άσχημο για κείνον είναι ότι αυτό το γνωρίζουνε λίγοι. Ετσι και αυτοί σκορπίσουν, δεν υπάρχουν μαρτυρίες, αν αυτό έχει κάποια αξία.
* Πανεπιστημιακός, συγγραφέας
Πηγή: efsyn.gr