Περπατάμε στο δρόμο γιατί η κοινωνία μας είναι σεξιστική. Τα πεζοδρόμια στις ελληνικές πόλεις είναι άθλια, γιατί οι Ελληνίδες δεν είναι ισότιμες με τους άντρες τους.
Αν ήταν, τα παιδιά μας θα πήγαιναν με τα πόδια στο σχολείο. Δεν θα χρειαζόταν να κάνουμε τον σοφέρ κάθε απόγευμα για τα αγγλικά, την παιδική χαρά, το μπάσκετ. Η γιαγιά θα μπορούσε να περπατήσει ως το ΚΑΠΗ και ο ανάπηρος θα έβρισκε ράμπα να περάσει.
Ακούγεται ακραίο;
Παρατραβηγμένο;
Φεμινιστικές υπερβολές;
Είμαι σίγουρη ότι πολλοί θα διαμαρτυρηθείτε.
Διαβάστε όμως λίγο παρακάτω και θα δείτε πως, τελικά, ίσως να μην έχω και τόσο άδικο.
Ποιοι έφτιαξαν αυτές τις άθλιες πόλεις στις οποίες καλούμαστε να ζήσουμε;
Άντρες πολιτικοί, γιατί, τον καιρό που ψηφίστηκαν οι νόμοι της αντιπαροχής, οι γυναίκες στην εξουσία ήταν επιστημονική φαντασία.
Σήμερα φυσικά, υπάρχουν γυναίκες πολιτικοί, αλλά δρουν σε έναν χώρο που ακόμη ανδροκρατείται: από τους 20 υπουργούς της κυβέρνησης, μόλις τρεις είναι γυναίκες (15%). Στον δήμο μας, τα πράγματα είναι καλύτερα: 9 από τα 35 μέλη του δημοτικού συμβουλίου είναι γυναίκες (25%).
Όμως, αφού οι γυναίκες αποτελούν το 51% του πληθυσμού, είναι προφανές πως τα ποσοστά αυτά δεν αποτελούν δίκαιη εκπροσώπηση των δύο φύλων. Μα, θα μου πείτε, έχει σημασία; Στο κάτω κάτω, τι σημασία έχει αν ο εκλεγμένος εκπρόσωπος είναι άντρας ή γυναίκα;
Μα, φυσικά και έχει. Αν το ποιος παίρνει τις αποφάσεις δεν είχε σημασία, τότε γιατί κάνουμε εκλογές; Γιατί τα κόμματα επιλέγουν τους αρχηγούς τους με τόση προσοχή; Είναι προφανές πως η προσωπικότητα, η παιδεία και η πείρα κάθε ατόμου θα οδηγήσουν σε διαφορετικές επιλογές.
Κι εδώ ακριβώς έγκειται η διαφορά: στην Ελλάδα (και όχι μόνο) η πείρα των δύο φύλων είναι πολύ διαφορετική, γιατί παραδοσιακά οι ρόλοι που αναλαμβάνουν διαφέρουν. Σίγουρα, έχουμε ξεπεράσει το δίπολο «ο άντρας στη δουλειά, η γυναίκα στο σπίτι». Όμως, ακόμη και σήμερα, που η γυναίκα εργάζεται, εξακολουθεί να επωμίζεται το μεγαλύτερο βάρος της φροντίδας του σπιτιού, των παιδιών και των ηλικιωμένων μελών της οικογένειας (δεν το λέω εγώ, κοιτάξτε όποια στατιστική θέλετε).
Η γυναίκα μένει στο σπίτι με την άδεια μητρότητας.
Η γυναίκα συνοδεύει τα παιδιά στον παιδικό, στο σχολείο, στην παιδική χαρά, στο παιδικό πάρτι.
Η γυναίκα θα τα πάει και θα τα φέρει από το σχολείο.
Εκείνη θα συνοδεύσει τον παππού με το Πι ως το καφενείο και τη γιαγιά ως το γιατρό.
Εκείνη θα πάει στο σούπερ-μάρκετ και θα γυρίσει φορτωμένη.
Εκείνη θα επιλέξει δουλειά μερικής απασχόλησης ή πρόωρη σύνταξη, για να μπορεί να ανταπεξέλθει σ’ αυτές τις υποχρεώσεις.
Ο άντρας, αντίθετα, συνήθως επωμίζεται το μεγαλύτερο βάρος της οικονομικής ευθύνης: εκείνος έχει συνήθως την δουλειά που αποφέρει περισσότερα, αλλά λείπει περισσότερες ώρες.
Συνεπώς, είναι λογικό να παίρνει το αμάξι της οικογένειας.
Μπαίνοντας όμως στο αμάξι, δεν ζει την ταλαιπωρία που βιώνει η γυναίκα του κάθε μέρα.
Δεν έχει να παλέψει με σπασμένα και στενά πεζοδρόμια, αγκομαχώντας από το βάρος του καροτσιού με τα ψώνια και το παιδί.
Δεν πρέπει να στριμωχτεί ανάμεσα στα αυτοκίνητα κρατώντας από το χέρι τη γιαγιά.
Μπορεί να πήζει με τις ώρες στην κίνηση, αλλά δεν περιμένει με τις ώρες στη στάση.
Όταν αυτός ο άντρας θα κληθεί να πάρει αποφάσεις, θα προτεραιοποιήσει μέτρα που θα ανακουφίσουν το κυκλοφοριακό, γιατί αυτό είναι για εκείνον το μεγαλύτερο πρόβλημα, αφού το βλέπει κάθε μέρα.
Όταν κληθεί να κατασκευάσει ένα έργο, θα φροντίσει να είναι ελεύθερος ο δρόμος για τα αυτοκίνητα, αλλά σπάνια θα μπει στον κόπο να εξασφαλίσει πέρασμα για όσους περνούν με τα πόδια.
Οι άντρες είναι αυτοί που έχουν γεμίσει τα πεζοδρόμια με κολώνες, «καφάο» και θέσεις κάδων.
Γιατί;
Γιατί λίγοι έχουν κρατήσει το χέρι του παιδιού του όταν εκείνο σκοντάφτει στο σπασμένο πεζοδρόμιο.
Λίγοι έχουν τρομάξει όταν, πηγαίνοντας τα παιδιά στο σχολείο, τα αυτοκίνητα περνούν ξυστά δίπλα τους;
Λίγες φορές έχουν αγανακτήσει προσπαθώντας να περάσουν με τη γιαγιά το δρόμο.
Δεν λέω ότι οι άνδρες είναι αναίσθητοι ενώ οι γυναίκες ευαίσθητες.
Δεν λέω ότι οι άντρες είναι θύτες και οι γυναίκες θύματα.
Αυτό που λέω είναι ότι όταν κάποιος δε βιώνει κάτι, δε μπορεί να το συναισθανθεί σ’ όλο του το μέγεθος, όπως κάποιος που το ζει κάθε μέρα. Δεν γίνεται για εκείνον προτεραιότητα.
Συνεπώς, αν αυτός ο άνθρωπος βρεθεί σε θέση λήψης αποφάσεων, θα λάβει αποφάσεις με βάση τα δικά του βιώματα και τις δικές του προτεραιότητες.
Όσο οι εμπειρίες των δύο φύλων είναι τόσο διαφορετικές, οι πόλεις μας θα αδικούνται αν στερούνται τη γυναικεία οπτική. Γιατί η γυναικεία οπτική δεν καλύπτει μόνο τις ίδιες, αλλά και όλα τα πρόσωπα τα οποία φροντίζουν. Η εμπειρία τους θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για να κάνει τις πόλεις μας καλύτερες για όλους. Όσο όμως η φωνή τους δεν ακούγεται, οι πόλεις μας θα συνεχίσουν να εξελίσσονται με τον ίδιο τρόπο: λες και κατοικούνται αποκλειστικά από υγιείς, ευκίνητους και ασυνόδευτους ενήλικες, που περπατούν μόνο ως εκεί που πάρκαραν.
Άραγε, θα το καταλάβουμε μόνο όταν πάψουμε πια να είμαστε υγιείς κι ευκίνητοι; Ή θα ξυπνήσουμε έγκαιρα και θ’ αλλάξουμε τακτική;