Στο θέατρο «Σημείο», παρακολουθήσαμε το δράμα του Αντώνιου Μάτεση “Ο ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ”, σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Χειλά και στον πρωταγωνιστικό ρόλο της “Γαρουφαλιάς” την Χριστίνα Χειλά Φαμέλη.
Ένα έργο που μας μεταφέρει σε μία άλλη κοινωνία, διαφορετική από την δική μας. Μια κοινωνία συντηρητική και με νόμους θεωρητικά απαραβίαστους. Αυτή είναι η κοινωνία της Ζακύνθου, υπό ενετική κυριαρχία στις αρχές του 18ου αιώνα (1712).
Η πλοκή του έργου έχει ως εξής:
Κατά την διάρκεια της εορτής του καρναβαλιού, ένας νεαρός, ο Φιλιππάκης, ενώ είναι μεθυσμένος βιάζει την κόρη του πλούσιου Άρχοντα Δάρειου Ρονκάλα και την αφήνει έγκυο. Μετανιωμένος για αυτή του την πράξη και τρέφοντας αισθήματα για εκείνη, επιθυμεί να την αποκαταστήσει ζητώντας την σε γάμο, κάτι για το οποίο θα συναντήσει πολλά εμπόδια, με μεγαλύτερο τον πατέρα της Γαρουφαλιάς, τον Δάρειο Ρονκάλα. Πρόκειται για έναν από τους ισχυρότερους άντρες του νησιού, που για να κρατήσει το όνομα της οικογένειας του “καθαρό” και να “προστατέψει” την τιμή της κόρης του δεν θα διστάσει να φτάσει στα άκρα κάνοντας βάναυσες και αποτρόπαιες πράξεις. Προστάζει τον μπράβο του να σκοτώσει τον Φιλιππάκη, αφού προηγουμένως έχει λάβει μια λανθασμένη πληροφορία για μία γλάστρα με βασιλικό, την οποία εντελώς τυχαία κλέβουν δύο μεθυσμένοι από το παράθυρο του αρχοντικού σπιτιού του Ρονκάλα. Ο μπράβος θα σκοτώσει τον έναν από τους δύο, νομίζοντας πως επρόκειτο για τον Φιλιππάκη, ενώ ταυτόχρονα ο Ρονκάλας διατάζει τον εγκλεισμό της Γαρουφαλιάς σε μοναστήρι. Η απόφασή του αυτή θα τον φέρει σε σύγκρουση τόσο με την γυναίκα του και μητέρα των παιδιών του, όσο και με τον γιο του και αδερφό της Γαρουφαλιάς, Δραγανίγο, που κάνει ό,τι μπορεί για να προστατέψει την αδερφή του και να εμποδίσει την επιλογή του πατέρα τους. Στο τέλος η αλήθεια για τον Φιλιππάκη αποκαλύπτεται και ο Ρονκάλας υποχωρεί έναντι των υπολοίπων, αναγκαζόμενος να δεχθεί τον γάμο των δύο νέων.
Ο Κωνσταντίνος Χειλάς σκηνοθετεί το δράμα του Αντωνίου Μάτεση, δίνοντας έναν ρεαλιστικό τρόπο σκηνοθετικής προσέγγισης. Στο έργο υπήρχαν έντονα και ισχυρά στοιχεία, όπως η δυνατή σκηνή του βιασμού της Γαρουφαλιάς (Χριστίνα Χειλά Φαμέλη) από τον Φιλιππάκη (Κωνσταντίνος Γώγουλος), μια σκηνή συναισθηματικά φορτισμένη που σίγουρα προκάλεσε μία μικρή ανατάραξη επάνω στη σκηνή.
Η Χριστίνα Χειλά Φαμέλη, κατάφερε να αποδώσει τον ρόλο της Γαρουφαλιάς, αναδεικνύοντας αυτό που πραγματικά είναι ο συγκεκριμένος γυναικείος χαρακτήρας: μία κόρη ενός πατέρα, μία αδερφή ενός αδερφού, ένα θύμα σε μία κοινωνία με θύτες. Παρόλα αυτά, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δείχνει να αγαπά τον Φιλιππάκη, και μάλιστα να λιποθυμά στο άκουσμα του υποτιθέμενου θανάτου του, η Γαρουφαλιά μέσα από τον χαρακτήρα της μας υπενθυμίζει την εικόνα της γυναίκας στην Ελλάδα του παρελθόντος, που είναι γεννημένη και μεγαλωμένη σε μία ανδροκρατούμενη και οικογενειοκρατική κοινωνία. Η Χριστίνα Χειλά Φαμέλη υποδύθηκε τον ρόλο της με συναισθηματισμό και ορθότητα, προσφέροντας μία πολύ καλή υποκριτική και σκηνική παρουσία, αντάξια του πρωταγωνιστικού ρόλου.
Ο Κωνσταντίνος Γώγουλος απέδωσε εξίσου καλά τους δύο ρόλους που κλήθηκε να υποδυθεί, τον ρόλο του Φιλιππάκη και τον ρόλο του αδερφού της Γαρουφαλιάς και γιό του Ρονκάλα (Παναγιώτη Παπαϊωάννου). Ο Φιλιππάκης εκπροσωπεί την κατώτερη κοινωνική τάξη και σε σύγκριση με τις εύπορες οικογένειες του νησιού είναι ένας απλός άνθρωπος κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην γίνεται αποδεκτός στα μάτια του Ρονκάλα. Ο Κωνσταντίνος Γώγουλος κατάφερε να αποτυπώσει τον ρόλο του με όλα τα παραπάνω στοιχεία και να σταθεί στο έργο καθ’ όλη τη διάρκειά του. Στον δεύτερό του ρόλο, εντοπίσαμε στοιχεία ενός ανθρώπου δίκαιου, ενώ τον διακατείχε μία ισχύ που δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει προκειμένου να υπερασπιστεί την αδερφή του, φτάνοντας να συγκρουστεί ακόμα και με τον πατέρα τους. Η σύγκρουση του πατέρα με το παιδί του, συμβολίζει την σύγκρουση ανάμεσα σε δύο κόσμους. Τον παλιό που διακατέχεται από μίσος για οτιδήποτε δεν είναι σαν τον ίδιο κοινωνικά και ταξικά, και τον νέο, αυτόν του πνεύματος και της ανανεωμένης σκέψης, που ξέρει να διακρίνει την κάθε κατάσταση και να παίρνει θέση για την υπεράσπιση όσων αγαπά. Οι διαφορές των δύο αυτών ξεχωριστών ρόλων, ήταν που έδωσαν στον Κωνσταντίνο Γώγουλα μία πολύ σημαντική και ιδιαίτερη θέση σε όλο το έργο.
Ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου ενσάρκωσε και εκείνος περισσότερους από έναν ρόλους. Ο ένας ήταν του Δάρειου Ρονκάλα, του ισχυρού οικογενειάρχη και πλούσιου ανθρώπου του νησιού. Μία πολύ ενδιαφέρουσα υποκριτική παρουσία, αφού ερμήνευσε τον ρόλο αυτό με μία πολύ αληθοφανή απεικόνιση, αναπαριστώντας έναν «πάτερ φαμίλια» που δεν είναι διατεθειμένος να κάνει πίσω όταν παίρνει μία απόφαση. Ο λόγος του είναι προσταγή, ενώ αποτελεί τη μία και μοναδική εξουσία στην οικογένεια του αλλά και στο ευρύτερο περιβάλλον του, αποπνέοντας σεβασμό στους γύρω του και φόβο σε όποιον δεν τον υπακούει. Συνεπώς ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες παρουσίες στη διάρκεια του έργου.
Η Μαρία Αποστολακέα, ο Θανάσης Ρέστας, και η Δανάη Αναστασία Γεωργούλα αποτέλεσαν επίσης σημαντικές σκηνικές προσθήκες, με τον καθένα και την κάθε μία ξεχωριστά, να αποτελούν σημαντικούς παραστατικούς κρίκους, που έδεναν όμορφα με το θεατρικό σύνολο του έργου.
Η ενδυματολογία της Ανδρομάχης Ζαχαριά αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από μαύρα ρούχα, δείχνοντας το βαρύ κλίμα του δράματος του έργου, μία έξυπνη επιλογή, χωρίς όμως να αποτελέσει κάτι το εντυπωσιακό.
Η σκηνογραφία και οι φωτισμοί της Ζωής Μολυβδά Φαμέλη έδωσαν ένα καλό κλίμα στην εξέλιξη του έργου αφού είδαμε πολλά σκηνικά αντικείμενα επί σκηνής που είχαν χρησιμότητα, όπως τραπέζια και καρέκλες. Ο λευκός τοίχος στο κέντρο, αποτέλεσε την “κρυψώνα” των ηθοποιών.
Η κινησιολογία της Αγγελικής Τρομπούκη ήταν επίσης πολύ ενδιαφέρουσα, δίνοντας μία πολύ καλοδουλεμένη αίσθηση θεατρικότητας που εφαρμόστηκε από τους ηθοποιούς πάνω στην σκηνή.
Το έργο του συγγραφέα Αντώνιου Μάτεση, “Ο Βασιλικός”, αποτελεί ένα δράμα άξιο να παρουσιάζεται στο θέατρο μέχρι και σήμερα, λόγω των ποικίλων θεμάτων που θίγει, όπως είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η δικαιοσύνη. Ένα θέμα είναι και ο συμβολισμός της γλάστρας του Βασιλικού που αναφέρεται στο έργο. Αποτελεί το κέντρο των δύο κόσμων που απλώνονται στο έργο, παραμένοντας εκεί σε κάθε εξέλιξη, ενώ γίνεται και η αιτία για φόνο μέσα στα πλαίσια του έργου, δίνοντας μια δυνατότερη εξέλιξη.
Η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Χειλά και η γενικότερη εικόνα της παράστασης στο θέατρο «Σημείο», χάρισε στους θεατές τη γεύση ενός έργου παλαιού θεατρικού ρεπερτορίου, αυτού του Νεοελληνικού Θεάτρου του 19ου αιώνα, μέσα από μία αξιοπρεπή και καλή θεατρική δουλειά!