Του Χρήστου Γιαννόπουλου
Όταν ήμασταν μικρά, για κάποιον λόγο μας φοβέριζαν με διάφορα σκιάχτρα για να είμαστε φρόνιμα ή να τρώμε το φαγητό μας. Άλλοι έλεγαν πως θα σε πάρει ο γύφτος ή ο Εβραίος (ρατσιστικά στερεότυπα) και κάποιοι άλλοι όπως οι δικοί μου, πως θα με πάρει ο μπόγιας. Δεν ήξερα τότε πως ο μπογιάς ήταν μια υπηρεσία του Δήμου που μάζευε τα αδέσποτα σκυλιά, μετά από διαμαρτυρίες ‘’αγανακτισμένων’’ πολιτών. Άλλωστε, η ζωοφιλία σ τη χωρά μας ήταν πάντα πολύ κάτω του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Εκείνη δε την εποχή ήταν ακόμα χειρότερα.
Εγώ, πάντως, πίστευα πως ο μπογιάς ήταν ένας αγριάνθρωπος με αποχή που κυνηγούσε και άρπαζε τα άτακτα παιδάκια ή όσα δεν έτρωγαν το φαγητό τους. Ως ένοχος, και για τα δυο αυτά παραπτώματα, ένοιωθα σαν τον πάτερα μου που διαρκώς τον κυνηγούσαν επειδή ήταν αριστερός και συνδικαλιστής. Έτσι, και μόνο στο άκουσμα της λέξης «ο μπογιάς» έτρεχα να κρυφτώ.
Το πεζοδρόμιο που βρισκόταν το καθαριστήριο που είχε η μάνα μου με τις θειες μου, εκεί, στην 8η στάση Ανάληψης επί της Φορμίωνος, απέναντι απ το μαναβο-χασάπικο του Ορδίτη, ήταν αρκετά μεγάλο (στο μυαλό μου τουλάχιστον) κι απλωνόταν ανάμεσα σε δυο δρόμους που οδηγούσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Εκεί από πίσω ήταν άλλωστε και το νηπιαγωγείο μου κι αργότερα το δημοτικό σχολείο που πήγα.
Ήταν λοιπόν οριοθετημένη η ακτίνα δράσης μου, μέσα σ αυτό το οικοδομικό τετράγωνο. Εκεί έκανα ποδήλατο (με τρεις ρόδες ακόμα), εκεί πετούσαμε πυραυλάκια με μπαρουτάκια που έσκαγαν με κρότο, εκεί καθόμουν σε ένα πλατύσκαλο με μια μικρή πλαστική κιθάρα από το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας και τραγουδούσα, εκεί ο γερο-Μηλιάς μας έκανε μιμήσεις και μιλούσε δήθεν σε όλες τις ξένες γλώσσες, προς τέρψιν όλων των πιτσιρικάδων που μαζεύονταν γύρω του σαν μελίσσι, εκεί παίζαμε μπάλα, με κίνδυνο να βγει στον δρόμο και να μας την σκάσει κάποιο περαστικό λεωφορείο, εκεί και το περίπτερο που έφερνε την άνοιξη τα παγωτά της ‘’ΕΒΓΑ’’ και γινόταν χαμός.
Αργότερα, όταν πήγα σχολείο κι έμαθα να διαβάζω, εκεί καθόμουν τα καλοκαίρια, με μια κουτά Νουνού γεμάτη εικονογραφημένα περιοδικά, διαβάζοντας ώρες ατελείωτες . Όταν τα διάβαζα, ή τα άλλαζα με άλλα πιο καινούργια, στο μαγαζί του κυρ-Τάκη που κουβαλούσε και φιάλες Πετρογκάζ, ή τα έπαιζα μουνταρία στα γκαζάκια και στα τσιγκάκια (καπάκια αναψυκτικών), μπαζ, παράμπαζο κλπ. Παιδικές χάρες δεν υπήρχαν πολλές τότε. Η μόνη παιδική χαρά για μας ήταν η είσοδος του Σκοπευτηρίου, όπου κάναμε τσουλήθρα στα καλογυαλισμένα τσιμεντένια μπράτσα της φαρδιάς σκάλας. Πολύ αργότερα, απ’ έξω έβαλαν και μερικές κούνιες.
Έτσι λοιπόν, αυτό το πεζοδρόμιο αποτελούσε το σημείο μάζωξης όλης της πιτσιρικαρίας. Τα κοριτσάκια πιο δίπλα έπαιζαν κουτσό, μήλα και σχοινάκι… Μια μέρα, εκεί που παίζαμε μες στην καλή χαρά, μια κραυγή έσκισε τον αέρα!!! Παιδιά, έρχεται ο μπόγιας… Τρόμος, υστερία, πανικός, ποδοβολητά… Κάποιος απ’ τους μαγαζάτορες, που ίσως είχε ενοχληθεί απ το παιχνίδι και τις φωνές μας εκεί μπροστά στο μαγαζί του, σκέφτηκε να το φωνάξει για να μας φοβερίσει. Τι ήταν να τ ακούσω; Εγώ ο άφοβος, ο ατρόμητος, ο γενναίος, ο ατίθασος, που πότε μου δεν είχα ξανατρομάξει για κανέναν και με τίποτα, κατουρήθηκα από τον φόβο μου. Τον έβλεπα με την φαντασία μου ήδη μέσα στο πρώτο αυτοκίνητο που πλησίαζε, με την αποχή στο χέρι να έρχεται κατά πάνω μου να με αρπάξει. Έτρεξα με τα ποδιά μου να φτάνουν στ αυτιά. Έφτασα στο γωνιακό περίπτερο Φορμίωνος και Νικηφορίδη (Βασ. Κωνσταντίνου λεγόταν τότε) που έπαιρνα τα παγωτά της ΕΒΓΑ και με απόγνωση άνοιξα το πορτάκι που είχε πίσω. “Τι θέλεις” με ρώτησε απορημένος ο περιπτεράς; “Να κρυφτώ για να μην με μαζέψει ο μπόγιας”, του είπα πανικόβλητος και χώθηκα δίπλα στο σκαμπό που καθόταν αυτός. Έκατσα για μερικά λεπτά εκεί με κομμένη την ανάσα, μέχρι που μου είπε να βγω, γιατί έφυγε ο μπόγιας… Δειλά-δειλά έβγαλα το κεφάλι και κοίταξα γεμάτος με αμφιβολία. Ξετρύπωσα μόλις είδα πως και τ άλλα παιδάκια είχαν μαζευτεί πάλι. “Πήγα να κάνω πι-πι μου και γύρισα”, δικαιολογήθηκα με αγέρωχο ύφος στους άλλους, για να μην καταλάβουν πόσο πολύ είχα φοβηθεί και χαλάσω το… αγέρωχο ίματζ μου.
Τα σκεφτόμουν προχθές όλα αυτά καθώς περίμενα στο φανάρι, ακριβώς απέναντι απ το ίδιο περίπτερο. Το πεζοδρόμιο πια δεν έμοιαζε τόσο μεγάλο. Αυτό το φανάρι συνήθως καθυστερεί να ανοίξει, κι έτσι προλαβαίνω πάντα να βλέπω και να θυμάμαι έναν ολόκληρο παιδικό κόσμο.
Έναν κόσμο που έζησα τόσα εκεί, σ’ αυτά τα λίγα τετραγωνικά μετρά!