
Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
Αν. Καθηγητή της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας
Διευθυντή του περιοδικού “Σύναξη”
Την εικόνα η οποία συνοδεύει αυτό το κείμενο την έφεραν στην Ελλάδα πρόσφυγες από την Κίο της Μικρασίας το 1926. Η ονομασία που οι ίδιοι της είχαν δώσει είναι «Παναγία η Θεομάνα». Οι πρόσφυγες αυτοί εγκαταστάθηκαν σε έναν βαλτότοπο με βούρλα στο μπόι ενός ανθρώπου, λίγο παραπέρα από το Ναύπλιο. Αυτόν τον δύσκολο τόπο τον έκαναν, με τον καιρό, μια όμορφη κωμόπολη που βαφτίστηκε Νέα Κίος.

Η ονομασία «Θεομάνα» δεν ανήκει στις –ας πούμε– επίσημες ονομασίες της Παναγίας. Είναι ονομασία την οποία άρθρωσε ο ίδιος ο λαός, καρδιακά και ολοζώντανα. Ονομασία που κατορθώνει να πει σε καθομιλούμενη, δημοτική γλώσσα, με συγκλονιστική αμεσότητα, ό,τι ακριβώς λένε οι επίσημες ονομασίες «Θεομήτωρ» και «Θεοτόκος». Κατορθώνει δηλαδή να πει πως η Μαρία κυοφόρησε πραγματικά και γέννησε πραγματικά θεάνθρωπο – όχι σκέτον άνθρωπο. Με δυο λόγια, δηλώνει την πίστη ότι ο Θεός αυτοπροσώπως έγινε άνθρωπος. Επαναλαμβάνω: ότι έγινε άνθρωπος – όχι υποδύθηκε τον άνθρωπο. Είναι πίστη που συνεπάγεται πολλά. Συνεπάγεται ότι ο Θεός γίνεται κυριολεκτικά και βιωμένα μέτοχος της ανθρώπινης συνθήκης: της αγωνίας, της οδύνης, του κατατρεγμού, της δίψας για απελευθέρωση από κάθε μορφή θανατίλας.
Η γέννα την οποία έκανε η Θεομάνα (δηλαδή η Χριστού Γέννα, τα Χριστούγεννα) εγκαινιάζει έναν τρόπο ζωής ο οποίος εμβληματικά αποτυπώθηκε στην διαβεβαίωση του Χριστού ότι ταυτίζεται με τους αναγκεμένους, δηλαδή με τους πεινασμένους, τους διψασμένους, τους ξένους, τους γυμνούς, τους αρρώστους και τους φυλακισμένους. Έτσι ακριβώς ορίζει τους αναγκεμένους το ανατρεπτικό Ευαγγέλιο που διαβάζεται στις εκκλησίες την Κυριακή της Αποκριάς, καθώς δηλαδή ξεκινά η προετοιμασία για το Πάσχα και την Ανάσταση. Αυτή η κοινωνική προοπτική, η συμμετοχή στην ζωή των οδυνωμένων είναι ακριβώς παράμετρος της ενανθρώπησης. Το σχολίασε χαρακτηριστικά ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής τον 7ον αι. στο έργο του «Μυσταγωγία», με το οποίο ερμήνευσε τη θεία Λειτουργία. Αντίθετα προς εσωστρεφείς θεωρήσεις της λειτουργικής ζωής, ο Μάξιμος έκλεισε την ερμηνεία του με έναν ύμνο για το άνοιγμα προς τον αδικημένο. Έναν ύμνο όχι μόνο για την δράση του Χριστού, αλλά και για το χρέος του ανθρώπου – την αλληλεγγύη: Ως το τέλος της ιστορίας, λέει ο Μάξιμος, ο Χριστός υποφέρει μυστικά τις οδύνες των αδυνάμων και καλεί τους πιστούς να τον μιμηθούν και να διακονήσουν το πάθος των ανθρώπων πάσχοντας και οι ίδιοι.
Όχι, δεν υπονοείται εδώ κάποια παθητικότητα ή μοιρολατρία ή μαζοχισμός. Σημαίνει να δρας όπως έδρασε ο Χριστός, ο οποίος έγινε ο κορυφαίος αλληλέγγυος, καθόσον έκανε ζωή του την ζωή του ευάλωτου, ώστε αυτή να φτάσει στην απελευθέρωσή της. Πράγμα πολύ, πάρα πολύ διαφορετικό από την στάση κάποιου φερόμενου ως «αλληλέγγυου», ο οποίος κάνει χειρονομίες συμπαράστασης αλλά μένει αναπαυτικά σε ασφάλεια και σε απόσταση από τον τεθραυσμένο. Αυτό κοντολογίς που δηλώνει η Θεομάνα είναι η υπαρξιακή συνάντηση με τον άλλον, η βίωση (και όχι απλώς η παρακολούθηση ή η περιστασιακή επίσκεψη) της αγωνίας, της οδύνης, του κατατρεγμού, της δίψας για απελευθέρωση.
Εμπειρία της οδύνης και πράξη για απελευθέρωση. Είναι συνυφασμένα αυτά τα δύο στην οπτική της ενανθρώπησης. Και δεν είναι διόλου εύκολα πράγματα. Εύκολα πράγματα είναι η αποκτήνωση, η μισαλλοδοξία, η αυτοπαράδοση στην άβυσσο της εγωπάθειας. Η αγάπη και η ανθρωπιά θέλουν κόπο, γλυκό κόπο. Και σημαίνουν και καρδιά και νου και συμπόνοια (υπέροχη λέξη: το να πονάω μαζί με τον άλλον) και πράξη.
Πάλι θα επικαλεστώ κάποιες φωνές μέσα από τους αιώνες, ακριβώς για να επισημάνω ότι είναι διαχρονική η έγνοια για αυτή την κορυφαία πνευματικότητα που λέγεται έμπρακτη αγάπη, αλληλεγγύη: «Λύσωμεν την πενίαν τοις δεομένοις», φώναζε τον 4ον αιώνα ο Ιωάννης Χρυσόστομος. Που μεταφράζεται: να εξαλείψουμε την πείνα των αναγκεμένων. Ματ στο συστημικό κακό, δηλαδή. Όχι κολπάκια ώστε να παράγεται ανεμπόδιστα η πείνα και κατόπιν να διανέμονται ψίχουλα που αφήνουν ανεμπόδιστη την αδικία.
Δείτε παρόμοια την τόλμη –μα και την επικαιρότητα– του Μεγάλου Βασιλείου. Ναι, αυτού ο οποίος γιορτάζει την Πρωτοχρονιά και ο οποίος αποτύπωσε το ιδεώδες της ισότητας στο κόψιμο της Βασιλόπιτας. Δείτε πώς ο άη Βασίλης (ναι, αυτός, ο Μέγας Βασίλειος από την Καππαδοκία, όχι ο άλλος από την Κόκα Κόλα) θεωρεί κορυφαία εκδήλωση βίας την συστημική παραγωγή φτώχειας. Γράφει: Η πείνα είναι η πιο μεγάλη από τις συμφορές των ανθρώπων και ο φοβερότερος θάνατος από όλους τους θανάτους. Κι αυτοί που δημιουργούν την πείνα είναι θηρία, μολυσμένοι και ανθρωποκτόνοι. Φονιάδες.
Στην πείνα αυτή ας αντιστοιχίσουμε σήμερα κάθε είδος πείνας, κάθε απανθρωπιά, κάθε αποκλεισμό, όπως άλλωστε έκανε ο Χριστός στο ευαγγελικό ανάγνωσμα που ανέφερα παραπάνω. Στην πείνα με ευρεία έννοια (δηλαδή στην υπαρξιακή λιμοκτονία) ανήκει ακόμα κι εκείνη η ευμάρεια με την οποία ο άνθρωπος πείθεται ότι αυτοπραγματώνεται μέσα από την κατανάλωση και από την απόκτηση, συναινώντας όμως έτσι όχι μόνο στο να αδικεί, αλλά και στο να γίνεται και ο ίδιος ακόμα εμπόρευμα, αν αυτό φαίνεται να του υπόσχεται κοινωνική καταξίωση.
Κόντρα σε όλες αυτές τις αιχμαλωσίες λοιπόν ακούγεται σαν παιάνας η φωνή της Αγίας Γραφής: «Διάλυε σταγγαλιάς βιαίων συναλλαγμάτων», δηλαδή: Σπάσε τα δεσμά τα οποία τα σφυρηλατούν συμβάσεις βίαιες (προφήτης Ησαΐας). Έχει ζόρι, γλυκό ζόρι το να ‘σαι Χριστιανός. Με άλλα λόγια, το να συμπορευτείς με όσους λαχταρούν να γίνει όμορφη πόλη ο βαλτότοπος. Στήνω αυτί στην «Θεομάνα» των προσφύγων και θαρρώ πως τραγουδά λόγια του Θεού απ’ την Παλαιά Διαθήκη: Να θυμάστε, στην σημερινή σας βολή, ότι κάποτε ήσασταν και σεις ξένοι…
Ξανακοιτώ την «Θεομάνα» και σκέφτομαι το πέλαγος των νοημάτων που μαρτυρά. Νοήματα τα οποία δεν μπορεί ούτε καν να τα ψελλίσει μια γιορτή «Χριστουγέννων» που θα αρχίζει με ξωτικά και θα τελειώνει με ξυλοπόδαρους.











