Του Δημοσθένη Γκαβέα
Απρίλιος 1962 – Μια αφροαμερικανή και ένα λευκό κορίτσι κοιτάζουν μια πινακίδα στο Long Island η οποία γράφει: «Νέγροι! Αυτή η κοινότητα μπορεί να εξελιχθεί σε ένα ακόμη γκέτο. Το οφείλεις στην οικογένειά σου να αγοράσεις σε άλλη κοινότητα». Επρόκειτο για μια προσπάθεια να αποτρέψουν τους αφροαμερικανούς από το να υπερβούν αριθμητικά τους λευκούς σε περιοχές όπου οι πόλεις ήταν μικτές.
Πριν από 35 χρόνια, στις 13 Μαΐου του 1985 ένα ελικόπτερο της αστυνομίας βομβάρδισε με εκρηκτικά μια περιοχή αφροαμερικανών στη Φιλαδέλφεια. Στόχος της επίθεσης ήταν μια ριζοσπαστική ομάδα για την απελευθέρωση των Μαύρων με οικολογικές προσεγγίσεις ονόματι MOVE. Αποτέλεσμα της επίθεσης ήταν να πεθάνουν, να καούν ζωντανοί έξι ενήλικες και πέντε παιδιά, ενώ ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο (61 σπίτια) ισοπεδώθηκε και 250 άνθρωποι έμειναν άστεγοι. Την εντολή την έδωσε ο δήμαρχος της πόλης. Ήταν ο πρώτος μαύρος δήμαρχος της Φιλαδέλφειας, ο Wilson Goode.
Φέτος ο Wilson Goode με επιστολή του στον Guardian ζητάει συγγνώμη (αν και δεν παραδέχεται πως έδωσε την εντολή για τον βομβαρδισμό) και υπογραμμίζει πως αυτό το περιστατικό θα στοιχειώνει για πάντα τη συνείδησή του.
Καλεί δε ακόμη και σήμερα τους αξιωματούχους της πόλης νυν και πρώην να κάνουν το ίδιο προκειμένου να υπάρξει συμφιλίωση και να αρχίσουν να επουλώνονται οι πληγές.
Δώδεκα ημέρες μετά το γράμμα του μαύρου πρώην δημάρχου που καλούσε σε συμφιλίωση, ένας αφροαμερικανός, ο Τζορτζ Φλόιντ πέθανε στα χέρια ενός λευκού αστυνομικού στη Μινεάπολη προκαλώντας κύμα αντιδράσεων και εξεγέρσεων μεταξύ της αφροαμερικανικής κοινότητας σε διάφορες πόλεις των ΗΠΑ, με τον πρόεδρο Τραμπ να δηλώνει πως θα κατεβάσει τον στρατό στους δρόμους προκειμένου να επαναφέρει την τάξη.
Η συσσώρευση θυμού και χρόνων αδικίας και καταπίεσης, καθώς και η έλλειψη ενός ουσιαστικού και ισχυρού μαύρου κινήματος,έχει αφήσει ένα κενό το οποίο διάφορες ομάδες προσπαθούν να καλύψουν, ενώ οι αυθόρμητες και θυμικές αντιδράσεις των αφροαμερικανών κινδυνεύουν να χειραγωγηθούν χωρίς να αποκλείεται να προκαλέσουν συστημικές αλλαγές στο αμερικάνικο σύστημα και διακυβέρνηση. Άλλωστε οι νέοι μαύροι ακτιβιστές δεν έχουν κρύψει το όραμά τους για μια «μαύρη άνοιξη» στις ΗΠΑ και ο διχασμός στην αμερικάνικη κοινωνία φαίνεται να είναι πιο έντονος από ποτέ.
Νόμος και τάξη και συστημικός ρατσισμός
Ένα από τα πράγματα που δεν είναι γνωστό στην πλειονότητα του κόσμου, σε σχέση με τις επαναλαμβανόμενες φυλετικές και κοινωνικές συγκρούσεις στις ΗΠΑ είναι η διαχρονική εμπλοκή του λευκού κατεστημένου και των θεσμών από τους οποίους αυτό εκπροσωπείται, στη δημιουργία και τη διατήρηση των γκέτο, του χωρο – κοινωνικού διαχωρισμού και αποκλεισμού των αφροαμερικανών και πλέον και άλλων μειονοτήτων στη Βόρεια Αμερική.
Αυτός ο φυλετικός και κοινωνικός διαχωρισμός έχει καταδικάσει, όχι μόνο τους αποδέκτες αυτής της απάνθρωπης και άνισης μεταχείρισης, αλλά και ολόκληρη την αμερικάνικη κοινωνία στο να ζει σε μια κατ΄ επίφαση δημοκρατία όπου τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα καταπατούνται ή περιορίζονται ανάλογα με τις εντολές της εκάστοτε ηγεσίας. Αυτό επηρεάζει τόσο τους λευκούς όσο και για τους έγχρωμους προς όφελος μιας αδιάφορης για τον λαό ελίτ.
Αυτή η ελίτ “έπαιζε” πάντοτε με την ανασφάλεια της μεσαίας και εργατικής τάξης χρησιμοποιώντας ως μέσο εκφοβισμού την εκ προμελέτης δημιουργία μιας underclass, ενός υποπρολεταριάτου, που ακούει στο όνομα αφροαμερικανική κοινότητα. Για παράδειγμα ένα από τα επιχειρήματα, τα οποία εδώ και χρόνια εκφέρονται τόσο από τους Δημοκρατικούς, όσο και από τους Ρεπουμπλικανούς, ενίοτε με διαφορετική και συγκεκαλυμμένη φρασεολογία, είναι ότι οι φόροι της μεσαίας τάξης χρηματοδοτούν τα επιδόματα των μαύρων που επαναπαύονται σε αυτά και υποστηρίζουν τον τεμπέλικο και ανεύθυνο τρόπο ζωής τους, με τη χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ και ως γνωστόν επειδή η αργία μήτηρ πάσης κακίας το έγκλημα είναι το επόμενο βήμα.
Σήμερα στον 21ο αιώνα υπάρχουν γειτονιές στις ΗΠΑ που είναι κυριολεκτικά τριτοκοσμικές. Γειτονιές στις οποίες νεαροί μαύροι Αμερικανοί πολίτες, είναι αγράμματοι, αναλφάβητοι, που δεν ξέρουν πως να φάνε με πιρούνι και μαχαίρι, των οποίων η μόνη προοπτική είναι η ζωή στο γκέτο και ό,τι αυτή συνεπάγεται, δηλαδή θάνατος είτε από ναρκωτικά, είτε από όπλο ή από ασθένειες που σχετίζονται με τον αλκοολισμό ή την κακή διατροφή και φυσικά η φυλακή είναι μονόδρομος για πολλούς.
Το ερώτημα που αναπόφευκτα τίθεται είναι πώς αυτή η φυλετική ομάδα δεν κατάφερε να ανελιχθεί όπως έκαναν άλλες εθνικές ομάδες, δεδομένου ότι η Αμερική συγκροτείται από ένα συνονθύλευμα λαών και ως γνωστόν στάθηκε στα πόδια της από την εργασία των εκατομμυρίων μεταναστών που την επέλεξαν για νέα πατρίδα. Πώς τα κατάφεραν αυτοί και οι έγχρωμοι ξέμειναν στην κατεστημένη πλέον φτώχεια τους;
Αμερικανοποίηση
Η ενσωμάτωση των πρώτων μεταναστών, από τη νότια και ανατολική Ευρώπη, στις ΗΠΑ, οι οποίοι προέρχονταν από χαμηλά κοινωνικό-οικονομικά στρώματα επιτεύχθηκε χάρη στους μηχανισμούς του Δημοκρατικού κόμματος και της CIA.
Το κίνημα για την αμερικανοποίηση των μεταναστών ως επί το πλείστον στη βιομηχανία σχεδιάστηκε προκειμένου να αποτρέψει την όποια διαρροή αυτών στο σοσιαλιστικό κόμμα αλλά και για να τους ωθήσει να μάθουν τη γλώσσα και τα αμερικανικά προτεσταντικά ήθη και να γίνουν πιο παραγωγικοί.
Ήταν ο 28ος πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Γούντροου Ουίλσον (Woodrow Wilson) όταν στις 4 Ιουλίου του 1915 την Ημέρα Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ χρησιμοποίησε το σλόγκαν «Πολλοί λαοί, ένα έθνος» (Many Peoples, One Nation). Ήρθε σε αντίθεση με την ελίτ των Ρεπουμπλικάνων, τους λευκούς αγγλοσάξονες προτεστάντες (WASPs) (White Anglo-Saxon Protestants) και οι Δημοκρατικοί συνέχιζαν να κερδίζουν τις εκλογές, αφού τα παιδιά των νέων Ευρωπαίων μεταναστών θα γίνονταν οι μελλοντικοί ψηφοφόροι τους.
Ωστόσο πάντα υπήρχε αντιπαλότητα μεταξύ των διάφορων εθνικών ομάδων και έντονη η εθνική συνείδηση σε σχέση με την παλιά πατρίδα.
Το κράχ του 1929 μια νέα αρχή, αλλά όχι για όλους
Το κραχ του 1929 έφερε τα πάνω κάτω στην Αμερική. Το New Deal του 32ου προέδρου των ΗΠΑ, του Δημοκρατικού Φραγκλίνου Ρούσβελτ είναι μνημειώδες. Ένα από τα μέτρα που πήρε, το 1933 ήταν η χορήγηση φθηνών στεγαστικών δανείων σε μια προσπάθεια να στηρίξει τον κατασκευαστικό τομέα, αλλά και να αποφύγει τυχόν εξεγέρσεις από όσους έχασαν τα σπίτια τους σε κατασχέσεις. Όμως υπήρχε μια όχι και τόσο ανομολόγητη παράμετρος και αυτή αφορούσε στον προγραμματισμένο κρατικό – θεσμικό διαχωρισμό μεταξύ λευκών και μαύρων.
Προαστικοποίηση
Στόχος της κυβέρνησης ήταν να παράσχει κατοικίες στη μεσαία και κατώτερη μεσαία τάξη των λευκών οι οποίοι θα μετακόμιζαν πλέον στα προάστια. Το πρόγραμμα εξαιρούσε τους έγχρωμους.
Ο Ρούσβελτ σύστησε τον φορέα με την ονομασία Home Owners Loan Corporation (HOLC) και ο οποίος ενέκρινε τα ενυπόθηκα δάνεια για τους μελλοντικούς αγοραστές. Όμως ο ΗOLC είχε μοιράσει τις γειτονιές σε τέσσερις κατηγορίες όλες με βάση φυλετικά κριτήρια.
Δείτε τον χάρτη εδώ και τις περιγραφές σε κάθε περιοχή (χρειάζεται να πατήσετε το ανάλογο χρώμα με τον κέρσορα)
Οι γειτονιές στις οποίες διαβιούσαν μειονότητες είχαν μαρκαριστεί με κόκκινο χρώμα, εξ΄όυ και η ονομασία redlining,και θεωρούνταν υψηλού ρίσκου. Οι χάρτες και η περιγραφή για την κάθε γειτονιά, φτιάχτηκαν για όλη τη χώρα με τη συνεργασία κτηματομεσιτών και εκτιμητών ακινήτων.
Το σύστημα οργανώθηκε ακόμη καλύτερα έτσι ώστε να αποκλείσει τους μαύρους από τις νέες λευκές γειτονιές στα προάστια με τη σύσταση ενός ακόμη οργανισμού, ομοσπονδιακού αυτή τη φορά. Το 1934 η Federal Housing Administration συνέδραμε το “αδελφάκι της” το HOLC και βάσει του redlining έδινε έμφαση στην ανάγκη να παραμένουν εκτός των νέων κοινοτήτων στα προάστια “μη αρμονικές φυλετικές ή εθνικές ομάδες». Εννοείται πως δεν ενέκρινε δάνεια στους μαύρους Αμερικανούς πολίτες ακόμη και εάν πληρούσαν τις προϋποθέσεις, ενώ μεταξύ των πολλών ασφαλιστικών δικλείδων για να αποφευχθεί η παρείσφρηση τους στα συμβόλαια είχαν ως όρο πως το σπίτι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να πωληθεί σε έγχρωμο.
Το δολάριο πάνω από τον άνθρωπο
Η λογική της Federal Housing Administration ήταν πως εάν μια οικογένεια μαύρων μετακομίσει σε μια γειτονιά λευκών στα προάστια ή κοντά σε αυτή, αυτομάτως η τιμή των ακινήτων θα πέσει και αναπόφευκτα δημιουργείται ρίσκο για τα δάνεια τους. Τη λογική της Federal Housing Administration την υιοθέτησε ένας νέος κυβερνητικός φορέας η Veterans Administration. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε και τις δεκαετίες 1940 – 1950. Μάλιστα υπάρχει καταγεγραμμένη περίπτωση στο Ντιτρόιτ όπου κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου η FHA δεν έδινε την άδεια σε κατασκευαστική εταιρεία εάν πρώτα δεν σήκωνε ένα τείχος ύψους δύο μέτρων που θα απέκλειε την πιθανή πρόσβαση αφροαμερικανών των οποίων η γειτονιά βρισκόταν πλησίον της επίμαχης περιοχής.
Αυτό διήρκησε και μέχρι τη δεκαετία του 1960. Η τιμή αυτών των ακινήτων στα χρόνια που ακολούθησαν εκτινάχτηκε.
Εν τω μεταξύ μπορεί οι αμερικανικές κυβερνήσεις να μην έδιναν δάνεια στους αφροαμερικανούς ωστόσο δεν τους άφησαν χωρίς σπίτι. Τους έφτιαξαν οικιστικά συγκροτήματα (projects). Μπορεί να μην ήταν τόσο ευρύχωρα όσων των λευκών και δεν χρειαζόταν να φύγουν από το κέντρο της πόλης. Η προαστικοποίηση δεν αφορούσε τους “νέγρους”. Η εργατική τάξη έπρεπε να παραμείνει στη θέση της κοντά στους χώρους εργασίας.
Το γκέτο ήταν πλέον μια πραγματικότητα, όπως και το όραμα του Γούντροου Ουίλσον. Τα παιδιά των μεταναστών, όλοι αυτοί που έφτιαξαν τις ζωές τους στα προάστια αμερικανοποιήθηκαν, δεν ένιωθαν διαφορές με τις άλλες εθνικές ομάδες γιατί πλέον όλοι συγκροτούσαν τη μεσαία τάξη των αμερικανικών προαστίων, στην τελική ήταν όλοι τους λευκοί. Εν τω μεταξύ αρκετοί έσπασαν τους δεσμούς τους με τους Δημοκρατικούς. Πλέον ήταν οι φορείς των αξιών και των ιδανικών της νέας πατρίδας και ο φόβος να χάσουν αυτά που αποκτήθηκαν στη γη των ευκαιριών ήταν η νέα ανασφάλεια τους. Το αμερικάνικο όνειρο είναι αυτό που θα εκμεταλλευθούν οι πολιτικοί στα χρόνια που θα ακολουθήσουν προς άγρα ψήφων, εντείνοντας τις φυλετικές διακρίσεις.
In the Ghetto
Από το 1930 έως το 1960 περίπου τρία εκατομμύρια μαύροι από το νότο μετακινήθηκαν στις βόρειες και δυτικές πολιτείες των ΗΠΑ για να καλύψουν ανάγκες στη βιομηχανική παραγωγή. Ήταν φτηνά εργατικά χέρια και ο Φόρντ τους χρησιμοποιούσε σαν αντιστάθμισμα στα συνδικάτα αφού κανείς από αυτούς δεν ήταν μέλος. Όμως σταδιακά τα εργοστάσια έκλειναν και μεταφέρονταν εκτός πόλεων με αποτέλεσμα οι φτωχοί εργάτες να χάσουν την ιδιότητα του εργαζόμενου. Τα άθλια οικιστικά συγκροτήματα, τα projects έγιναν τόπος κατοικίας φτωχών ανθρώπων. Η στέγαση άρχισε να επιδοτείται. Επρόκειτο πλέον για καταυλισμούς εξαθλιωμένων. Το φαινόμενο έγινε πιο έντονο τη δεκαετία του 1980 όταν η επιχειρηματική ελίτ των ΗΠΑ μετέφερε τις σύγχρονες βιομηχανίες (άμυνα, υψηλή τεχνολογία κτλ) εκτός μητροπολιτικού κέντρου στα προάστια. Ούτως ή άλλως οι αφροαμερικανοί δεν είχαν τα διαπιστευτήρια, την εκπαίδευση και τις ικανότητες για να συμβαδίσουν με τις απαιτήσεις τις αγοράς, οπότε έμειναν κολλημένοι στον “βάλτο”. Ο διαχωρισμός που είχαν υποστεί στο Νότο τους ακολούθησε και στον Βορρά.
Όταν ο ατμός συσσωρεύεται θα πετάξει το καπάκι
Αυτό συνέβη στα γκέτο ή στις αφροαμερικανικές κοινότητες. Αυτό συνέβαινε πάντα. Υπάρχουν πολλές εξεγέρσεις των μαύρων στις ΗΠΑ πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1943 στο Ντιτρόιτ όταν οι ρατσιστές αντέδρασαν στην παραχώρηση σπιτιών ή όποιων άλλων προνομίων προς τους μαύρους ή το λιντσάρισμα του 14χρονου Emmet Till στο Μισισίπι το 1955 που προκάλεσε κύμα οργής και ήταν η αρχή του τέλους για τη δημιουργία “Μαύρης συνείδησης”. Η δεκαετία του ΄60 είναι η εποχή της αμφισβήτησης. Εξεγέρσεις στο Χάρλεμ το 1964, εξεγέρσεις σε άλλες πέντε πόλεις το 1965 και αυτό συνεχίζεται. Το 1967 έχουν καταγραφεί εξεγέρσεις σε 128 πόλεις. Το 1968 δολοφονείται στο Μέμφις ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τρία χρόνια νωρίτερα είχε πέσει νεκρός ο Μάλκομ Χ από τα πυρά τριών ενόπλων μελών του “Έθνους του Ισλάμ” πρώην συμμάχων του. Ήταν φανερό πως κάτι άλλαζε και οι Μαύροι αποκτούσαν πλέον πολιτική συνείδηση που την εξέφραζαν και αντιδρούσαν στη βία με βία. Πλέον κυριαρχεί ο Μαύρος Εθνικισμός, οι Μαύροι Πάνθηρες οι οποίοι φλερτάρουν με σοσιαλιστικές ιδέες και τον Επαναστατικό Διεθνισμό. Αυτό τρομοκρατεί την Αμερική και η κυβέρνηση καταλαβαίνει ότι κάτι πρέπει να κάνει για να αποτρέψει την Μαύρη Επανάσταση.
Ποιος θα κάνει τη δουλειά;
Η κυβέρνηση κάλεσε τον κυβερνήτη του Ιλινόις τον Otto Kerner για να σώσει την κατάσταση πριν εκτροχιαστεί εντελώς. Έτσι συγκροτήθηκε η Ειδική Συμβουλευτική Επιτροπή για την Αντιμετώπιση της Κοινωνικής Αναταραχής (Special Advisory Commission on Civil Disorder). Οι πρώτες συμβουλές ήταν να τσακίσουν το ένοπλο κίνημα των Μαύρων και να ενσωματώσουν στο σύστημα μια νέα γενιά “αξιοσέβαστων” Μαύρων ηγετών. Επίσης προέτρεψε προς την επένδυση στο ποινικό σύστημα και στην αναβάθμιση της αστυνομίας προκειμένου να γίνει πιο αποτελεσματική.
Ωστόσο είχε και τη σοφία να καταλάβει και να εκφράσει τον προβληματισμό του πως όσο η κατάσταση στα γκέτο δεν αλλάζει αναπόφευκτα θα υπάρξει μια καινούργια γενιά Μαύρων ανταρτών που θα αντικαθιστούσαν τους Μαύρους Πάνθηρες. Ακόμη πιο σημαντική παρατήρηση ήταν πως οι εξεγέρσεις ήταν αποτέλεσμα των εδώ και 300 χρόνων φυλετικών διακρίσεων. Επιπλέον πρότεινε την πρόσληψη Μαύρων αστυνομικών των οποίων η εμπειρία θα βοηθήσει να προλαμβάνουν μελλοντικές εξεγέρσεις. Πρότεινε δε τη στήριξη της μαύρης κοινότητας με τη δημιουργία θέσεων εργασίας και άλλων δράσεων με στόχο την αποτροπή της παραβατικής συμπεριφοράς των νέων αφροαμερικανών.
Η άνοδος της Μαύρης μεσαίας τάξης
Ο Kerner εισακούστηκε. Το πιο γνωστό μέτρο που ισχύει μέχρι σήμερα είναι αυτό της «πολιτικής θετικών διακρίσεων» (Affirmative Action). Πρόκειται για ένα μέτρο που ορίζει συγκεκριμένο ποσοστό για την πρόσβαση της μειονότητας στην αγορά εργασίας, στην εκπαίδευση και σε άλλους τομείς με στόχο πάντα την καλύτερη ενσωμάτωση στο κοινωνικό σύνολο.
Η πολιτική των θετικών διακρίσεων είχε ένα πρωτοφανές αποτέλεσμα. Τη γέννεση της μαύρης μεσαίας τάξης κάτι που μέχρι το 1964 δεν υπήρχε εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων και αφορούσε σε επαγγέλματα όπως ιερείς ή δάσκαλοι.
Έκτοτε η Αμερική απέκτησε για πρώτη φορά Μαύρο Πρόεδρο, ενώ χιλιάδες είναι αυτοί που υπηρετούν σε δημόσιες θέσεις, αλλά και αυτοί που διδάσκουν σε πανεπιστήμια. Όμως κανείς τους δεν έχει καταφέρει να αλλάξει τον τρόπο που κρατική μηχανή αντιμετωπίζει την πλειονότητα των έγχρωμων συμπατριωτών τους.
Αντίθετα αρκετοί από αυτούς εκφράζονται συχνά ως οι εκπρόσωποι των Αφροαμερικανών ελλείψει ενός πραγματικού και με ρίζες μαύρου κινήματος. Ο λόγος τους, όπως καταγγέλλεται συχνά, είναι συμβιβαστικός και οι ίδιοι φερέφωνα του συστήματος.
Για παράδειγμα, εκτός από τον δήμαρχο της Φιλαδέλφειας τον Wilson Goode, στη Βαλτιμόρη όταν ήταν σε εξέλιξη οι ταραχές στο Φέργκιουσον, η μαύρη δήμαρχος αποκάλεσε τους εξεγερμένους «συμμορία» όπως ακριβώς κάνουν και οι λευκοί για να προκαλέσουν. Επίσης, σύμφωνα με τον Αμερικανό ακτιβιστή του κινήματος Black Lives Matter Κούρι Πίτερσεν-Σμιθ «…υπάρχουν εκείνοι που δουλεύουν στο κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων και που επί Ομπάμα, αντί να παλεύουν για τα δικαιώματα αυτά, υπερασπίζονταν τον Ομπάμα. Για παράδειγμα, βασικό καθήκον ενός από τους μαύρους συμβούλους του Ομπάμα, του αιδεσιμότατου Αλ Σάρπτον, ήταν να φιμώνει τις μαύρες διαμαρτυρίες και την κριτική στον πρόεδρο».
Ποιος θα ήθελε λοιπόν να βγεί εκτός συστήματος; Ιδίως στην Αμερική όπου δεν υπάρχει κανένα δίχτυ ασφαλείας. Πολλοί Μαύροι που ανήκουν πλέον στη μεσαία τάξη θέλουν να αποτινάξουν τη ρετσινιά του “πρωτογονισμού” και της βίαιης συμπεριφοράς που χαρακτηρίζει αρκετούς από τους εγκλωβισμένους στο γκέτο και να επιδείξουν την ικανότητά τους να είναι καλοί και αξιοπρεπείς Αμερικανοί, δίνοντας έμφαση στην ατομική ευθύνη που έχει ο καθένας για να ξεφύγει από τη φτώχεια και τη δυστυχία. Οπως το είχε φανταστεί ο Otto Kerner.
Όμως είναι ενδιαφέρον ότι αρκετοί από αυτούς, που ξέφυγαν από το γκέτο, κατάφεραν να πάρουν σπίτι στα προάστια, ωστόσο συνήθως δημιουργούν τα δικά τους μαύρα προάστια, όπου η γη εξακολουθεί να έχει άλλη αξία από αυτή των λευκών.
Όπως και να έχει το υποπρολεταριάτο των ΗΠΑ γίνεται μονίμως ο αποδιοπομπαίος τράγος για τις λάθος πολιτικές και καταλήγει βορά σε διάφορα αρπαχτικά είτε αυτά λέγονται ακροδεξιά στοιχεία ή προοδευτικά που βρίσκουν ευκαιρία να παίξουν πολιτικά παιχνίδια και να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη.
Πώς το γκέτο και το λευκό κατεστημένο “έφαγαν” τον Μάικλ Δουκάκη
Οι προσδοκίες του Αμερικάνικου λαού στις υποσχέσεις του Ρήγκαν για ευημερία είχαν διαψευστεί και ήταν σχεδόν βέβαιο πως στις προεδρικές εκλογές του 1988 ο Δημοκρατικός υποψήφιος Μάικλ Δουκάκης θα γινόταν ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ. Όμως η ζωή και η πολιτική έχουν εκπλήξεις και ανατροπές.
Ο Willie Horton (Γουίλι Χόρτον) καταδικασμένος βιαστής και δολοφόνος επωφελούμενος ενός νόμου της πολιτείας της Μασαχουσέτης, της οποίας κυβερνήτης ήταν ο Δουκάκης, πήρε ολιγοήμερη άδεια στη διάρκεια της οποίας μαχαίρωσε ένα άνδρα και βίασε τη σύντροφό του. Αυτή ήταν η ευκαιρία για τους Ρεπουμπλικανούς και του Τζορτζ Ουώκερ Μπους να περάσουν στην αντεπίθεση χρησιμοποιώντας ως όπλο το φυλετικό ζήτημα. Αμέσως η ομάδα του Μπους προέβη σε προεκλογικά τηλεοπτικά μηνύματα όπου το βασικό επιχείρημα πλέον δεν ήταν η οικονομία και άλλα κοινωνικά ζητήματα αλλά ότι οι Δημοκρατικοί στήριζαν μια επικίνδυνη μειονότητα που απειλεί τα συμφέροντα της λευκής μεσαίας τάξης.
Αυτή η μειονότητα ήταν υπεύθυνη για τα δεινά της μεσαία τάξης και την ανεργία που έπληττε τις ΗΠΑ. Ως γνωστό ο Τζώρτζ Μπους ο γηραιότερος κέρδισε την εκλογική αναμέτρηση.
Ο πολιτισμικός πόλεμος κατά των Μαύρων συνεχίστηκε από εκπροσώπους ή υποστηρικτές του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και σε αυτό συνέβαλλε η πτώση του τείχους του Βερολίνου και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου άφησε σε αμηχανία την πολιτική ελίτ των ΗΠΑ και φυσικά τους Ρεπουμπλικανικούς η πολιτική των οποίων είχε αποτύχει. Ο δρόμος προς τον Λευκό Οίκο για τον Μπιλ Κλίντον ήταν ορθάνοιχτος. Νέα εποχή και πολλές ελπίδες που έμελλε και αυτές να διαψευστούν.
Same old, same old
Στη συνείδηση των σκεπτόμενων Αμερικανών η διάψευση αυτή εκφράστηκε με την ίσως απλοϊκή και γενικευμένη πεποίθηση ότι οι διαφορές μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών ήταν απειροελάχιστες και πως και τα δύο κόμματα υπηρετούν τα συμφέροντα της ελίτ, στηρίζοντας αυτό που ονομάζουν corporate democracy και είναι δέσμια των πανίσχυρων λόμπι που δρουν στην Ουάσιγκτον. Σε αυτό το παιχνίδι χαμένοι είναι οι πιο αδύναμοι και οι αφροαμερικανοί σίγουρα δεν έχουν κανένα λόμπι να προωθεί τα συμφέροντά τους.
Ατομική ευθύνη
Στην Ελλάδα το μάθαμε αργά, αλλά η Αμερική είναι στο μέλλον. Η ατομική ευθύνη! Λίγο μετά την εξέγερση στο Λος Άντζελες το 1992, έπειτα από την αθώωση των τεσσάρων αστυνομικών που ξυλοκόπησαν άγρια τον μαύρο Ρόντεϊ Κινγκ, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Τζορτζ Μπους, επισκέφθηκε την περιοχή και μίλησε για την ανάγκη αλλαγής της πολιτικής και του συστήματος που οδηγεί σε φτώχεια, μίσος και απόγνωση. Όσοι τον άκουσαν θεώρησαν προς στιγμήν που μιλά σαν να ανήκει στο Δημοκρατικό κόμμα, ωστόσο τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους όταν διευκρίνισε πως το σύστημα που καταγγέλει είναι αυτό του κοινωνικού κράτους και των επιδομάτων που οδηγεί σε εξάρτηση και ανεύθυνες συμπεριφορές. Τόνισε δε την ανάγκη της ατομικής ευθύνης. Αυτός όμως ήταν ο Μπους και οι Ρεπουμπλικανοί
Και εσύ Μπιλ;
Οι Δημοκρατικοί είχαν έρθει πλέον στην εξουσία και οι φωτογραφίες του νεαρού Μπιλ Κλίντον να κάνει χειραψία με τον Τζον Φ. Κένεντι είχαν συνεπάρει το λαό. Σύντομα όμως οι καλές ομιλίες του άρχισαν να θυμίζουν κάτι παλιό και γνώριμο. Η έννοια της ατομικής ευθύνης επανήλθε και επαναλαμβανόταν. Επεσήμανε πως οι φτωχοί έχουν ατομική ευθύνη για να ξεφύγουν από τα προβλήματά τους. Αυτό συνεπαγόταν περικοπές στα κοινωνικά επιδόματα, πράγμα που είχε πει νωρίτερα πριν εκλεγεί. “Ορισμένα από τα κοινωνικά προγράμματα της δεκαετίας του ’60 δεν ανταποκρίνονται στο σήμερα και θα πρέπει να απαιτήσουμε μεγαλύτερη υπευθυνότητα”.
Έντονες ήταν οι επικρίσεις σχετικά με το πρόγραμμα των Δημοκρατικών, όπου για πρώτη φορά τα τελευταία 50 χρόνια δεν υπήρχε σαφής αναφορά στις φυλετικές διακρίσεις. Ο Κλίντον χλευάστηκε όταν επισκέφθηκε ένα σωφρονιστικό ίδρυμα στην πολιτεία της Γεωργίας όπου πίσω του ήταν παρατεταγμένοι μαύροι κρατούμενοι. “Τους έχουμε υπό έλεγχο, μην ανησυχείτε”, αυτό λένε ότι ήταν το υποδόριο μήνυμα.
Ωστόσο φαίνεται ότι η υποβαθμισμένη σήμερα μεσαία τάξη στις ΗΠΑ πληρώνει για τα λάθη του παρελθόντος. Αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση και απαξία, εάν κρίνουμε από τον χαρακτηρισμό “αξιοθρήνητη” που της απέδωσε η σύζυγος του πρώην πρόεδρου των ΗΠΑ, η Χίλαρι Κλίντον, κατά την προεκλογική της εκστρατεία χωρίς να γνωρίζει ότι τα μικρόφωνα είναι ανοιχτά. (Κριστόφ Γκιλλουί στο βιβλίο του «No Society – Το τέλος της μεσαίας τάξης»).
Η ”λεπτή μπλε γραμμή” και τα “σάπια μήλα”
Οι μαύροι και οι άλλες μειονότητες που διαβιούν στις υποβαθμισμένες αστικές περιοχές είναι εν δυνάμει ύποπτοι για την τέλεση εγκληματικών ενεργειών εναντίον των φιλήσυχων πολιτών. Η αστυνομία είναι η ”λεπτή μπλε γραμμή” δηλαδή το όριο ανάμεσα στη βαρβαρότητα και τους φιλήσυχους πολίτες.
Είναι αλήθεια πως η βία στα γκέτο είναι αναπόφευκτη, το ίδιο και η πείνα. Ωστόσο τα περισσότερα θύματα είναι οι ίδιοι οι κάτοικοι του γκέτο.
Η πολιτική του διαχωρισμού κατάφερε και κράτησε την αμερικάνικη underclass στις παρυφές της κοινωνίας και η αυστηρή αστυνόμευση ως στόχο έχει τη διατήρηση αυτού του στάτους κβο, ιδίως όσο απλώνεται η φτώχεια, η εξαθλίωση και ο θυμός. Ο συστημικός ρατσισμός ήταν ιδιαίτερα εμφανής στις εξεγέρσεις του Λος Αντζελες το 1992.
Τότε για τους αστυνομικούς που αφέθησαν ελεύθεροι αρκετοί πολιτικοί αλλά και συνάδελφοί τους είχαν κάνει λόγο για ορισμένα “σάπια μήλα” (bad apples) τα οποία αμαυρώνουν την εικόνα της αστυνομίας.
Ωστόσο έχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι σήμερα το 2020 ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Ντόναλντ Τραμπ αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς περί συστημικού ρατσισμού από μέρους της αστυνομίας και έκανε και αυτός λόγο για ορισμένα “σάπια μήλα” που αμαυρώνουν την εικόνα της αστυνομίας.
Λος Άντζελες εμπιστευτικό
Η ιστορία αποδεικνύει του λόγου το αληθές και η αστυνομία του Λος Άντζελες είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα.
Η σύγχρονη μορφή της αστυνομίας του Λος Άντζελες διαμορφώθηκε το 1950 από τον τότε επικεφαλής της και πρώην πεζοναύτη William Parker. Το όραμά του ήταν να κάνει το αστυνομικό σώμα ετοιμοπόλεμο όπως οι πεζοναύτες και να αποτελέσει υπόδειγμα αστυνομικής δύναμης. Να γίνει δηλαδή η “λεπτή μπλέ γραμμή” που θα προστατέψει τους πολίτες από το έγκλημα που καραδοκούσε.
Άρα αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν προληπτική αστυνόμευση. Η δράση του ήταν αμφιλεγόμενη και ο ίδιος σκληρός. Μάλιστα το βιβλίο και αργότερα η ταινία L.A. Confidential έχουν παρουσιάσει το αστυνομικό τμήμα του Λος Άντζελες με βάσει τις περιγραφές που είχαν για τον τρόπο που διοικούσε ο Parker.
Παράλληλα με την ανάληψη των ευθυνών του ξεκίνησε και στο Λος Άντζελες η προαστικοποίηση αλλάζοντας έτσι η δημογραφική δομή της πόλης.
Ο Parker βασίστηκε στη δημιουργία προφίλ πιθανών εγκληματιών και φυσικά αυτοί που κατείχαν το “προνόμιο” ήταν όσοι ανήκαν σε μειονότητες. Ετσι εάν ένας μαύρος εμφανιζόταν σε περιοχή λευκών τον γύριζαν πίσω στη βάση του, ή τον ταλαιπωρούσαν αρκετά στο τμήμα για να μάθει να μην το ξανακάνει.
Η πρακτική αυτή απέδωσε τόσο πολύ εφαρμόστηκε για τα επόμενα 40 χρόνια με πιο εξελιγμένα μέσα όπως κάμερες παρακολούθησης ιδιωτική αστυνομία, σε εμπορικά κέντρα και “ξεχωριστές περιοχές” λευκών, ελικόπτερα να πετούν συνέχεια από από τις υποβαθμισμένες περιοχές.
Δημιουργήθηκε δηλαδή ένας αόρατος φράχτης με τη συναίνεση όλων των “ευυπόληπτων” πολιτών και επιχειρηματιών.
Προάγγελος του τι έμελλε να ακολουθήσει ήταν οι ταραχές Watts (Γουάτς). Τον Αύγουστο του 1965 λίγα χιλιόμετρα μακριά από την χλιδή του Μπέβερλι Χιλς, οι κάτοικοι της παραγκούπολης, του γκέτο (η πυκνότητα πληθυσμού ήταν τετραπλάσια από εκείνη στο πιο πυκνοκατοικημένο ”λευκό” τμήμα της πόλης), ξεσηκώθηκαν από αγανάκτηση για τη σύλληψη ενός μαύρου για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ και τον άγριο ξυλοδαρμό του. Οι συγκρούσεις και οι λεηλασίες διήρκεσαν έξι μέρες. Η αστυνομία και η εθνοφρουρά σκότωσαν περισσότερους από 30 ανθρώπους.
Ο Parker αρνήθηκε κάθε μεσολάβηση που του πρότειναν οι μεγάλες οργανώσεις των μαύρων, δηλώνοντας ότι «αυτοί οι εξεγερμένοι δεν έχουν αρχηγούς». Το κόστος των ζημιών ανήλθε σε 40 εκατομμύρια δολάρια. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ταραχές σημειώθηκε μόλις πέντε ημέρες αφού ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον υπέγραψε τον νόμο περί εκλογικών δικαιωμάτων και 13 μήνες αφότου είχε υπογράψει τον νόμο περί πολιτικών δικαιωμάτων.
Ο Parker παρέμεινε στη θέση του μέχρι το θάνατό του ένα χρόνο αργότερα, το 1966.
Λίγο πριν το τέλος του σε τηλεοπτικό του μήνυμα προειδοποίησε τους πολίτες ότι “μέχρι το 1970 το 45% του πληθυσμού της μητροπολιτικής περιοχής του Λος Αντζελες θα απαρτίζεται από νέγρους… Εάν θέλετε να έχετε προστασία για το σπίτι σας και την οικογένειά σας τότε θα πρέπει να υποστηρίξετε τη διατήρηση ενός ισχυρού αστυνομικού τμήματος…διαφορετικά ο Θεός να σας βοηθήσει». Πράγματι η πολιτική του Parker συνεχίστηκε από τους διαδόχους του με αμείωτο σθένος και ζήλο στα χρόνια που ακολούθησαν.
Η προληπτική αστυνόμευση έγινε υπόδειγμα και για άλλες πολιτείες των ΗΠΑ. Ο Κλίντον που θεωρητικά έφερνε τη νέα εποχή στην Αμερική, το 1993 στο νομοσχέδιο για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας ενέκρινε το ποσό των 8,9 δισ. δολάριων για την πρόσληψη 100.000 αστυνομικών. Κήρυξε τον πόλεμο κατά της εγκληματικότητας και όπως είπε κατά των εμπόρων ναρκωτικών και των συμμοριών, αυτών των μειονοτήτων που ζουν στο γκέτο όπως έχει καταγραφεί στο θυμικό του μέσου Αμερικανού.
Προαστικοποίηση της φτώχειας, τα νέα γκέτο, ένα δυσοίωνο μέλλον
Μέχρι σήμερα η αστυνομία μπορούσε να ελέγξει σε ικανοποιητικό βαθμό τα γκέτο που βρίσκονταν στην πόλη και να καταστείλει την όποια εξέγερση. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια κάτι άλλαξε. Υπήρξε ένας εξευγενισμός (gentrification)υποβαθμισμένων αστικών περιοχών και αρκετά από τα παλιά projects γκρεμίστηκαν. Το real estate άλλαξε τα δεδομένα, όλο και περισσότεροι φτωχοί εξωθήθηκαν σε αυτά που μεταπολεμικά ήταν τα μεσοαστικά προάστια. Νέα projects έχουν φτιαχτεί και όχι πολύ μακρυά από την πόλη. Πλέον σε αυτά δεν ζουν μόνο μαύροι και ισπανόφωνοι, είναι πολυφυλετικά και δύσκολο να τα ελεγχθούν. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λειτουργούν ως μέσα άμεσης κινητοποίησης και διάχυσης της πληροφορίας ή της προπαγάνδας ή ακόμη και των fake news. Οι κολασμένοι των ΗΠΑ είναι πολλοί, νέοι ηλικιακά και οργισμένοι. Την ίδια στιγμή το όραμα για μια αστυνομία RoboCop και ένα στρατό έτοιμο να διατηρήσει την ασφάλεια στους δρόμους πάση θυσία προϊδεάζουν για ένα μέλλον αρκετά σκοτεινό που μας επηρεάζει όλους ακόμη και εάν βρισκόμαστε πολύ μακρυά από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Πηγή: HuffPost Greece