Οι άνθρωποι έχουν φτιαχτεί για να αγγίζουν και να αγγίζονται. Γι ‘αυτό είναι πολλοί εκείνοι που ζουν μόνοι τους και έχουν υποφέρει κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Θα ανακάμψουμε ποτέ πλήρως όμως; Από τον Guardian.
Εικονογράφηση: Κατερίνα Καραλή
Η ανάγκη για άγγιγμα υπάρχει υποσυνείδητα στους ανθρώπους. Πριν ακόμα γεννηθούμε, όταν το αμνιακό υγρό στη μήτρα στροβιλίζεται γύρω μας και το εμβρυϊκό νευρικό σύστημα μπορεί να διακρίνει το σώμα μας από αυτό της μητέρας μας. Ολόκληρη η έννοια του εαυτού μας έχει τις ρίζες της στην επαφή. «Το ανθρώπινο σώμα έχει δημιουργήσει όλα τα μοντέλα του με βάση το άγγιγμα που λαμβάνει από αυτούς που το φροντίζουν», λέει η Δρ Κατερίνα Φωτοπούλου, καθηγήτρια ψυχοδυναμικής νευροεπιστήμης στο University College London. «Βασιζόμαστε απόλυτα σε όσους μας φροντίζουν για να ικανοποιήσουμε τις βασικές ανάγκες του σώματος. Λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν χωρίς άγγιγμα».
Η Νίνα Σμιθ είναι 40 ετών και ζει μόνη της στο νότιο Λονδίνο. Το 2018 τραυματίστηκε στη σπονδυλική στήλη και χρειάστηκε να παραμείνει για μεγάλο διάστημα στο κρεβάτι προκειμένου να μπορέσει να αναρρώσει. Έρχονταν γνωστοί και φίλοι να την επισκεφτούν, αλλά το σώμα της πονούσε τόσο που το άγγιγμα ήταν σχεδόν απαγορευμένο. Πίστευε πως αυτή η εμπειρία θα την βοηθούσε να προσαρμοστεί καλύτερα στο πρώτο lockdown. «Νόμιζα ότι ήξερα πώς θα κυλήσει όλο αυτό», λέει. «Για παράδειγμα, ήξερα πόσο σημαντικό ήταν να βγαίνω έξω για μια βόλτα. Νιώθεις πάντα λίγο καλύτερα αλλάζοντας περιβάλλον». Αλλά μετά από έξι εβδομάδες, η αποφασιστικότητά της άρχισε να καταρρέει. «Η απομόνωση που είχα ήδη περάσει με έκανε πιο ευάλωτη από ό, τι πίστευα. Προσπάθησα να διατηρήσω μια ρουτίνα αλλά… ». Ξεσπά σε κλάματα πριν μπορέσει να ολοκληρώσει την φράση της. «Κάποια στιγμή, το να μην μπορώ να κάνω μια αγκαλιά, κατέληξε να είναι πραγματικά βασανιστικό. Δεν πιστεύω ότι η κυβέρνηση εξέτασε τον αντίκτυπο που θα είχε το πρώτο lockdown σε άτομα που ζουν μόνα τους».
Ως ενήλικες, ενδέχεται να μην κατανοούμε τη σημασία του αγγίγματος ακόμη και όταν αυτό λείπει εντελώς από τη ζωή μας. «Ίσως αρχίσουμε να συνειδητοποιούμε ότι κάτι λείπει, αλλά δεν θα ξέρουμε ότι πρόκειται για το άγγιγμα», λέει ο καθηγητής Φράνσις ΜακΓκλόν, νευροεπιστήμονας με έδρα το Πανεπιστήμιο John Moores του Λίβερπουλ και ηγέτης στον τομέα της συναισθηματικής αφής. «Όταν μιλάμε για την μοναξιά, που αποτελεί ένα πρόβλημα, συχνά αγνοούμε το προφανές: αυτό που λείπει από τους μοναχικούς ανθρώπους είναι το άγγιγμα».
Η αφή έχει τεράστιο αντίκτυπο στην ψυχολογική και σωματική μας ευεξία, λέει ο καθηγητής Ρόμπιν Ντάνμπαρ εξελικτικός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. «Με τους στενούς φίλους και την οικογένειά μας, αγγίζουμε ο ένας τον άλλον περισσότερο από ό, τι αντιλαμβανόμαστε». Η έρευνα του Ντάνμπαρ διαπίστωσε πως ως ενήλικες, έχουμε κατά μέσο όρο, πέντε φίλους «στον ώμο των οποίων μπορούμε να κλάψουμε». «Βλέπουμε ακριβώς το ίδιο πράγμα στα πρωτεύοντα είδη», λέει. «Ακόμα και σε πολύ μεγαλύτερες κοινωνίες πρωτευόντων. Σε πρωτεύοντα και ανθρώπους, αυτοί οι έντονοι συνασπισμοί δρουν ως ρυθμιστικοί παράγοντες. Σε προστατεύουν από τον κόσμο. Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, ότι από τα 40.000 άτομα από 112 χώρες που συμμετείχαν σε μια έρευνα του BBC και του Wellcome Collection το 2020, οι τρεις πιο κοινές λέξεις που χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν την αφή ήταν: «παρηγορητική», «ζεστή» και «αγάπη».
Καθώς η πανδημία συνεχίζεται, πολλοί από εμάς θα προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε το βαθύ άγχος που μας προκαλεί, χωρίς την πολυτέλεια ενός αγγίγματος. Όλοι έχουμε διαφορετικές ανάγκες και όρια (ο ΜακΓκλόν λέει: «δεν υποφέρουν όλοι από την έλλειψη αφής. Εμένα ας πούμε δεν μου αρέσουν πολύ οι αγκαλιές και αυτό τρελαίνει την σύζυγό μου»), αλλά η συνολική απουσία αφής, ειδικά όταν τα συναισθήματα είναι οξυμένα , έρχεται σε αντίθεση με την «καλωδίωση» που μας ρυθμίζει από τότε που ήμασταν ακόμα μωρά και δεν είχαμε αναπτύξει ομιλία.
«Το άγγιγμα είναι ένας διαμορφωτής που μπορεί να μετριάσει τα αποτελέσματα του άγχους και του πόνου, σωματικά και συναισθηματικά. Έχουμε δει στην έρευνά μας ότι η έλλειψη αγγίγματος σχετίζεται με μεγαλύτερο άγχος », λέει η Κατερίνα Φωτοπούλου. «Σε περιόδους υψηλού στρες – η απώλεια εργασίας, ή ένα πένθος, για παράδειγμα – το να έχουμε περισσότερη επαφή με άλλους ανθρώπους μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τις καταστάσεις που βιώνουμε και να μπορέσουμε να μετριάσουμε ειδικά την επίδραση της κορτιζόλης που είναι μια ορμόνη που προκαλεί το στρες». Ακόμα κι αν δεν είμαστε πολύ συνηθισμένοι στο να μας αγγίζουν, αν στερηθούμε για καιρό το άγγιγμα, η ανάγκη μας για αυτό μπορεί να αρχίσει να επηρεάζει και το σώμα μας. Μπορεί να βιώσουμε μια κατάσταση που πολλές φορές χαρακτηρίζεται ως «πείνα για άγγιγμα».
Ενώ μπορώ να καταλάβω την κουραστική μονοτονία που μου περιέγραψαν οι φίλοι μου, οι οποίοι μένουν με τις οικογένειές τους και έχουν μικρά παιδιά, όλο αυτό το διάστημα ήταν έντονη η ανάγκη μου να είμαι μέρος ενός συνόλου. Η Κλαίρ Μπερκ, μια δασκάλα από το Εδιμβούργο, είχε και εκείνη την ίδια έντονη ανάγκη: «Είμαι 37 ετών και οι περισσότεροι φίλοι μου ζουν με συντρόφους ή παιδιά», λέει. «Πρώτη φορά όμως, με επηρέασε τόσο έντονα το γεγονός ότι είμαι single και πως μου λείπει η σωματική επαφή».
Οαριθμός των ανθρώπων που ζουν μόνοι τους στο Ηνωμένο Βασίλειο αυξήθηκε κατά 16% μεταξύ 1997 και 2017. Όταν η κυβέρνηση της χώρας ανακοίνωσε πως τα μέτρα θα χαλάρωναν έστω και λίγο και πως οι κάτοικοι της θα μπορούσαν να συναναστρέφονται με ένα συγκεκριμένο κλειστό κύκλο ανθρώπων, πολλοί ξαλάφρωσαν έστω και παροδικά. Η Νίνα Σμιθ μπορεί και συναντιέται πια με ένα ζευγάρι φίλους της και αυτό έχει βοηθήσει πολύ την ψυχολογία της. Οι μέρες όμως, συνεχίζουν να είναι πολύ μεγάλες και οι φίλοι της δεν είναι μεγάλοι φαν των αγγιγμάτων. «Συνειδητοποίησα πόσο πολύ αγγίζω τους ανθρώπους χωρίς να το σκέφτομαι ιδιαίτερα εκείνη τη στιγμή», λέει. «Νιώθω σαν να κρατάω όλο αυτό το συναίσθημα μέσα στο σώμα μου, χωρίς να έχω κάπου να το διοχετεύσω».
Σε καταστάσεις υψηλής πίεσης, το σώμα μας δεν μπορεί να διαχειριστεί τα συναισθήματά μας, αν δεν είναι κάποιος εκεί να μας κρατήσει. «Πολλές μελέτες υποστηρίζουν πως η αφή δίνει στον εγκέφαλο ένα σήμα ότι μπορεί να πια αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις γιατί υπάρχει και κάποιος άλλος εκεί για να μοιραστεί όλο αυτό το βάρος. Έτσι το σώμα χαλαρώνει», λέει η Κατερίνα Φωτόπουλου. Αλλά το άγγιγμα δεν αποτελεί μια και μόνο συγκεκριμένη αίσθηση. Τα δύο τετραγωνικά μέτρα του δέρματος στο οποίο κατοικούμε, είναι γεμάτα με νευρικές ίνες που αναγνωρίζουν τη θερμοκρασία, την υφή, τον κνησμό, κλπ. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο σετ ινών το οποίο υφίσταται καθαρά για να καταγράφει το απαλό χάδι (τα CT). Ο ΜακΓκλόν μελετά αυτό το σετ ινών από το 1995, όταν ανακαλύφθηκε στους ανθρώπους. «Αυτοί οι νευρώνες, στο δέρμα όλων των κοινωνικών θηλαστικών, μεταδίδουν αργά ηλεκτρικά σήματα στα μέρη του εγκεφάλου που επεξεργάζονται το συναίσθημα. Παίζουν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη του κοινωνικού εγκεφάλου και της ικανότητάς μας να αντέχουμε το άγχος».
Η υψηλότερη πυκνότητα των CT στο σώμα βρίσκεται στα μέρη που δεν μπορούμε να φροντίσουμε μόνοι μας, όπως οι ώμοι και η πλάτη. «Αν σας αρέσει να σας τρίβουν την πλάτη σας, είναι επειδή εκεί υπάρχουν περισσότερα CT», λέει ο ΜακΓκλόν. «Η διέγερση αυτών των νευρώνων απελευθερώνει οξυτοκίνη και ντοπαμίνη και έχει άμεσο αντίκτυπο στα επίπεδα κορτιζόλης, τα οποία ρυθμίζουν τη διάθεσή μας». Το 2017, η ομάδα της Φωτόπουλου δημοσίευσε μια μελέτη που έδειξε ότι ακόμη και το απαλό αργό άγγιγμα από έναν ξένο μπορεί να μειώσει το αίσθημα του κοινωνικού αποκλεισμού. Όμως, στις κανονικές μας ζωές, δεν χαϊδεύουμε ο ένας τον άλλον όλη την ώρα. «Όχι, δεν έχουμε την ανάγκη να μας αγγίζουν όλη την ημέρα», λέει ο ΜακΓκλόν. «Χρειαζόμαστε αυτό το απαλό είδος αγγίγματος μόνο κατά διαστήματα».
Σε αυτές τις περιόδους στέρησης του αγγίγματος, δεν υπάρχει πραγματικό υποκατάστατο όλων αυτών των συναισθημάτων που λαμβάνουμε από τους άλλους ανθρώπους, αλλά υπάρχουν τρόποι για να ηρεμήσουμε. Το εργαστήριο της Φωτόπουλου σύντομα θα δημοσιεύσει μια μελέτη που διεξήχθη κατά τη διάρκεια της πανδημίας και η οποία βασίζεται στη θεωρία ότι, με τον ίδιο τρόπο που πιστεύουμε ότι μπορούμε να νιώσουμε τον πόνο των άλλων, μπορεί να είμαστε σε θέση να βιώσουμε και την επαφή. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το να βλέπεις την αφή (στην τηλεόραση ή σε ταινίες, για παράδειγμα) μπορεί να μας δώσει μερικά από τα οφέλη της αίσθησης του αγγίγματος. «Αυτό ονομάζεται “εναλλακτική αφή”», λέει η Φωτοπούλου. «Ο εγκέφαλος κωδικοποιεί πολυαισθητικές εμπειρίες με πολλούς τρόπους. Μπορούμε επίσης να “νιώσουμε” τον πόνο και τις απολαύσεις των άλλων μόνο βλέποντάς τους», λέει. «Αυτό βέβαια, δεν είναι μόνιμο ή πλήρες υποκατάστατο».
Προϊόντα όπως οι κουβέρτες βαρύτητας μπορούν να αποδειχθούν αρκετά βοηθητικά. Η Σμιθ λέει πως την κάνει να αισθάνεται «πολύ πιο ήρεμη». Η αλληλεπίδραση με τα ζώα διευκολύνει επίσης. «Η γάτα του γείτονα μου αποφάσισε να ζει μαζί μου τη μισή μέρα και όταν κάθεται στο στήθος μου και γουργουρίζει, χαλαρώνω πολύ». «Όταν χαϊδεύετε το σκυλί σας για παράδειγμα, ενεργοποιούνται συστήματα που θα ενεργοποιούντας εάν συνέβαινε το αντίθετο και το σκυλί χάιδευε εσάς», λέει ο ΜακΓκλον.
Η «πείνα για άγγιγμα» είναι ένα σήμα ότι δεν ικανοποιείται μια πρωτόγονη μας ανάγκη. Αλλά η εξέλιξη είναι στο πλευρό μας. Οι επιστήμονες είναι ελπιδοφόροι, πως μόλις μπορέσουμε να είμαστε και πάλι όλοι μαζί, θα προσαρμοστούμε ξανά γρήγορα. «Η προσαρμογή θα διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, πιθανώς με βάση τη χρονική διάρκεια που πέρασαν μόνοι και μπορεί να υπάρχει μια περίοδος αδεξιότητας και επαναδιαπραγμάτευσης», λέει ο Ντάνμπαρ. «Αλλά έχουμε εξελιχθεί για να μπορούμε να προσαρμοστούμε».
Πηγή: popaganda.gr
Σχετικά άρθρα: Η σημασία της αγκαλιάς, Τα κατοικίδια ζώα «όπλα» κατά της μοναξιάς στην εποχή του Covid-19