Η Έφη Παπαζαχαρίου γράφει για το ντοκιμαντέρ «Σκηνοθετώντας την Κόλαση» που πλέον υπάρχει δωρεάν online αλλά και για το τελευταίο μυθιστόρημα του σπουδαίου δημιουργού, «Μια Στεκιά στο Μάτι του Μοντεζούμα», που επανακυκλοφορεί.
Εγκλεισμός, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, απομόνωση, έρημοι δρόμοι, υγρασία, σαρκασμός, μαύρο χιούμορ. Η ατμόσφαιρα των ταινιών του Νίκου Νικολαΐδη είναι ίσως η πιο ταιριαστή στις μέρες που διανύουμε. Για αυτό αποκτά σημασία ιδιαίτερη εν μέσω καραντίνας που κρατάει σε σκιά την ανοιξιάτικη πασχαλινή ευφορία και σε σιωπή τους δρόμους, να βγαίνει δωρεάν online από την Marni Films (που άλλοτε γεννούσε τις ταινίες του), το ντοκιμαντέρ «Σκηνοθετώντας την Κόλαση» («Directing Hell») του Χρήστου Χουλιάρα. «Μια προσπάθεια εξερεύνησης του σκοτεινού, ιδιαίτερου κινηματογραφικού κόσμου του Νίκου Νικολαΐδη και ταυτόχρονα μια κατάδυση στις ταινίες του και την προσωπικότητά του μέσα από αυτές», όπως λέει ο δημιουργός του, που διετέλεσε δίπλα του βοηθός σκηνοθέτης για χρόνια. Το ταξίδι στον σκοτεινό, υγρό κι ανήσυχο κόσμο του ασυμβίβαστου δημιουργού αρχίζει να ξετυλίγεται από σήμερα στο youtube, και συγκεκριμένα στο κανάλι nikosnikolaidisads39, εκεί όπου φιλοξενούνται εδώ και αρκετά χρόνια όλες οι ταινίες του, σε ποιότητα HD (high definition), δωρεάν, για το κοινό.
Παράλληλα, κυκλοφορεί από την Restless Wind του γιου του, μουσικού Συμεών Νικολαΐδη (γνωστού ως Simon Bloom), σε τρίτη έκδοση -και με νέο εξώφυλλο-, το τελευταίο του μυθιστόρημα «Μια Στεκιά στο Μάτι του Μοντεζούμα», κύκνειο άσμα εξαιρετικής λογοτεχνίας μιας προσωπικότητας που λάτρεψαν όσοι βρέθηκαν γύρω της και διέβαλαν αρκετοί που ήταν μακριά της.
Φαντάζομαι αν ήταν κι εκείνος εδώ, αυτόν τον καιρό, δεν θα ένιωθε τόσο άβολα όσο οι περισσότεροι από εμάς σε μια καθημερινότητα κοινωνικής απομόνωσης, γιατί απλώς το είχε, με τον έναν ή άλλον τρόπο, προβλέψει. Στο έργο του άλλωστε υπάρχει αυτός ο αόρατος εχθρός που επιζητά να περιορίσει την ελευθερία των (αντι-)ηρώων του, αλλά εκείνοι τελικά πάντα του ξεφεύγουν, επιλέγοντας το «όχι πια εδώ». Είτε είναι ιός είτε σύστημα που σου κάθεται στο σβέρκο, το αποτέλεσμα ίδιο είναι πάνω κάτω. Από την φυλακή της «Ευριδίκης», στον μελαγχολικό ροκ σαρκασμό των «Κουρελιών», στην ατίθαση φλόγα της «Συμμορίας», στην ερμητική πόλη της «Πρωινής Περιπόλου», στον θυελλώδη αισθησιασμό του «Singapore Sling», στην παραίσθηση της «Κόλασης», στο ταξίδι χωρίς επιστροφή του «Χαμένου» και στον εφιάλτη του «Zero Years», η ελευθερία που ασφυκτιά ήταν πάντα το αντικείμενό του – δίπλα στην πίστη στην συντροφικότητα, την αφοσίωση στη θηλυκή δύναμη, την υπέρβαση των ορίων, την απογοήτευση από τη γενιά του, την αγάπη στο νουάρ, και, βέβαια, το σκοτεινό χιούμορ.
Το ντοκιμαντέρ του Χρήστου Χουλιάρα, με αρχειακό υλικό από γυρίσματα, πλούσια αποσπάσματα και μουσικές από τις ταινίες, ανάμεσα στα άλλα, δεν επιχειρεί να ωραιοποιήσει τον Νίκο Νικολαΐδη. Ίσα ίσα καταθέτει χωρίς φόβο και πάθος όσα ακριβώς ήταν ο Νίκος Νικολαΐδης, τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους συνεργάτες του – που σχεδόν πάντα ήταν ή γίνονταν στενοί φίλοι του, παρά το γεγονός ότι, όπως αποκαλύπτουν, ήταν «τύραννος» στα γυρίσματα. Στο πριν και στο μετά όμως ήταν ο συναρπαστικός φίλος, ο γοητευτικός συνεργάτης, ο ατέλειωτος χιουμορίστας, εκείνος που τους πρόσφερε το σπίτι του να διανύσουν μήνες παρέα με πρόβες και ζωή και ταινίες και μουσικές και γέλια που θα θυμούνται πάντα – δίπλα στη φιλοξενία, τα γεύματα και τα ενδιάμεσα σάντουιτς και ξηροκάρπια της συντρόφου, παραγωγού-σκηνογράφου-ενδυματολόγου και μητέρας των παιδιών του, Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου. Άλλωστε, ο Χρήστος Χουλιάρας -ή Manson όπως τον έλεγε και του έμεινε-, έζησε από κοντά σε τρεις ταινίες και δέκα χρόνια τον Νίκο Νικολαΐδη και δεν θα τολμούσε ποτέ να κάνει μια αγιογραφία του μέντορά του καθώς γνωρίζει καλά ότι πρώτος εκείνος θα τον «αφόριζε».
Άλλοι καταδύθηκαν μειδιώντας στη βαθιά θάλασσα του έργου του και άλλοι έμειναν στην επιφάνεια, κατηγορώντας ως δείγματα υπερβολής, εμμονής και επίδειξης τις ακραίες εκφράσεις του. No problem για τον ίδιο: «Εγώ γράφω αυτό το οποίο είμαι. Ρουφάω πράγματα απέξω, τα επεξεργάζομαι και τα ξαναδίνω. Δεν ξεκινάω ποτέ να γράψω ένα σενάριο με βάση κάποιες ιδεολογίες ή ιδεολογήματα ή όπως θέλεις να τα πούμε. Γράφω αυτό το οποίο αισθάνομαι. Και δεν με ενδιαφέρει. Αυτά ας τα εξηγήσουν άλλοι άνθρωποι μετά», τον βλέπουμε να λέει, σε μία από τις λίγες εμφανίσεις του μπροστά από την κάμερα.
Νίκος Νικολαΐδης: «Μπορεί να φανεί λίγο υπερφίαλο αυτό που λέω, αλλά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ζούσα σινεμά και μυθιστόρημα. Ποτέ δεν περπάτησα σε δρόμους που υπήρχαν. Ήμουν παραδίπλα κι έπαιρνα τους δικούς μου. Έτσι πέρασα…»
Δικοί του άνθρωποι -κάποιοι βρίσκονται πια μαζί του παρέα εκεί ψηλά- οι ηθοποιοί του, ο γιος του, φίλοι σκηνοθέτες θυμούνται, εξομολογούνται, καταθέτουν στον Χρήστο Χουλιάρα στιγμές, συναισθήματα και εικόνες, τοποθετώντας τα κομμάτια του παζλ του κινηματογραφικού κόσμου του Νίκου Νικολαΐδη στη θέση τους, με αντίστροφη μέτρηση – από το παρόν στο παρελθόν, από το τέλος στην αρχή της πορείας του – αλλά αφήνοντας παράλληλα και κάμποσα πέπλα δαντέλας μυστηρίου να αιωρούνται. Το ντοκιμαντέρ φανερώνει ελάχιστα προσωπικά κομμάτια της ζωής του και αφοσιώνεται καθαρά στο κινηματογραφικό έργο του, αφήνοντας το σπουδαίο συγγραφικό του να αναπνέει προς το παρόν στις σελίδες των βιβλίων του.
«Αν υπάρχει ένας Έλληνας σκηνοθέτης που έθεσε το θέμα ότι ο κινηματογράφος είναι γλώσσα, κι είναι μία άλλη γλώσσα που βλέπουμε τον κόσμο, τον αποκωδικοποιούμε, ξεφεύγουμε ή ερχόμαστε σε ρήξη με αυτόν, είναι ο Νικολαΐδης, δεν υπάρχει άλλος», λέει στην κάμερα ο Νίκος Τριανταφυλλίδης, που είχε εμβαθύνει όσο λίγοι στο έργο του και συνδεόταν με βαθιά φιλία μαζί του.
Ο Νίκος Νικολαΐδης το σινεμά το έκανε γλώσσα και τη γλώσσα σινεμά. Το ένα έμπαινε μέσα στο άλλο και τα δύο στη ζωή του: «Μπορεί να φανεί λίγο υπερφίαλο αυτό που λέω, αλλά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ζούσα σινεμά και μυθιστόρημα. Ποτέ δεν περπάτησα σε δρόμους που υπήρχαν. Ήμουν παραδίπλα κι έπαιρνα τους δικούς μου. Έτσι πέρασα…», έλεγε. Κάτι που είναι έκδηλο τόσο στους θεατές των ταινιών του όσο και στους αναγνώστες των βιβλίων του, από τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» ως τον «Μοντεζούμα». Αρκεί να διαβάσεις δέκα αράδες από το τελευταίο του μυθιστόρημα, εκείνες που περιγράφει -με τόνους και σημεία στίξης ατίθασα- πώς μπήκε μέσα του στα 15 του χρόνια για καλά το σινεμά, και να δεις τη σκηνή μπροστά σου, στην οθόνη του μυαλού και της καρδιάς:
«Έξω απ’ τήν πόρτα τού Τόπ-Χάτ μέ ρώτησε—παίζει κανά καλό ρέ Σπόρε έπαιζε στόν Έσπερο τή Λάουρα—τί ’ναι αυτό ρώτησε τό παιδοβούβαλο—αστυνομικό θρίλλερ καί πρός τό ερωτικό λιγάκι καί είπε ό Μπογκομόλετς γουστάρω φύγαμε.
Μπήκαμε σ’ ένα ταξί Σεβρολέττα ρεφενέ νά μήν αργήσουμε καί σ’ ένα τέταρτο αράζαμε κέντρο πλατεία μές στόν Έσπερο μακριά απ’ τόν κρυστάλλινο πολυέλαιο τής οροφής που όπου νά ’ταν θά ’πεφτε.
Σέ δυό λεπτά βάρεσε ή καμπάνα κι ανοίξανε αργά οί βυσσινιές κουρτίνες στήν άσπρη οθόνη νά δούμε τή Λάουρα».
ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ / «DIRECTINH HELL»
του Χρήστου Χουλιάρα
Από την Παρασκευή 17/4/2020 δωρεάν online, στο youtube:
«ΜΙΑ ΣΤΕΚΙΑ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΖΟΥΜΑ» του Νίκου Νικολαΐδη
Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί σε τρίτη έκδοση, με νέο εξώφυλλο του Παύλου Σάμιου -πίνακα που ο ζωγράφος δημιούργησε το 2007 ειδικά για το βιβλίο-, από την Restless Wind.
Εφη Παπαζαχαρίου Popaganda