Πλησίαζε το Πάσχα του 1964. Στην Πρέβεζα, που ζούσε τότε ο Δημητράκης, είχαν ένα παλιό έθιμο, να λένε τα «κάλαντα του Λαζάρου», το Σάββατο πριν την Κυριακή των Βαΐων, για να περιγράψουν την ανάσταση του Λάζαρου από τον Ιησού, τα οποία άρχιζαν με τη φράση: «Πες μας Λάζαρε τι είδες, εις τον Άδη που επήγες…».
Ο Δημητράκης λοιπόν, για ένα περίεργο λόγο έβγαινε κι έλεγε σε επιλεγμένους «ακροατές» τα «κάλαντα του Λαζάρου» και μόνο αυτά! Ούτε Χριστούγεννα, ούτε Πρωτοχρονιά. Μυστήρια πράγματα! Μόνο του Λαζάρου! Τον έχω ρωτήσει αρκετές φορές για ποιο λόγο έβγαινε μόνο του Λαζάρου, αλλά απάντηση δεν έχω πάρει. Ίσως νάθελε να επισημάνει την μεγάλη αλήθεια, ότι τους φίλους μας δεν τους παρατάμε ποτέ, ακόμα κι αν έχουν πεθάνει!
Πλησίαζε λοιπόν το Πάσχα κι ο Δημητράκης ετοιμαζόταν για τα «κάλαντα του Λαζάρου». Βρήκε το κατάλληλο καλαθάκι, διάλεξε ένα ωραίο σεμεδάκι της μαμάς του για να το στρώσει στον
πάτο του καλαθιού κι σχεδίαζε στο μυαλό του με τι λουλούδια θα το στολίσει γύρω – γύρω και κυρίως τι λουλούδια θα βάλει στο «χέρι» του καλαθιού, απ’ όπου θα το κρατάει – δυο ωραίους άσπρους κρίνους, απ’ αυτούς που είχαν ανθίσει κάτω απ΄το παράθυρο της κρεββατοκάμαρας της λεχώνας μάνας του, η οποία πριν λίγες μέρες είχε γεννήσει το τρίτο της αγόρι.
Χαρούμενος ο Δημητράκης που είχε τακτοποιήσει όλες τις τεχνικές λεπτομέρειες του καλαθιού, δυο-τρεις μέρες πριν το Σάββατο του Λαζάρου προβάριζε με την γιαγιά του τα λόγια:
«Πες μας Λάζαρε τι είδες, εις τον Άδη που επήγες…» κ.λ.π.
Μετά έφτιαξε και τον κατάλογο των «ακροατών» και τη σειρά των επισκέψεων, ποιος πρώτος, δεύτερος κ.ο.κ. Αυτό είχε να κάνει με τις συμπάθειες του Δημητράκη του ίδιου, τις «υποχρεωτικές εμφανίσεις» σύμφωνα με τις συμβουλές της γιαγιάς, αλλά κυρίως με τα αναμενόμενα κεράσματα. Η κυρά Κατερίνα έπρεπε νάναι τελευταία, γιατί πέρσυ τούδωσε ένα αυγό απ’ τις κότες της και παραλίγο να του το σπάσουν τα καρύδια που τούριξε η κυρά Νίτσα στο καλάθι, η οποία ήταν στη σειρά μετά την κυρά Κατερίνα. Τέτοια προβλήματα! Τα οποία όμως τακτοποίησε έγκαιρα και διεξοδικά μέσα στο εξάχρονο μυαλό του.
Κι έφτασε η Παρασκευή, η παραμονή της μεγάλης εμφάνισης με τα «κάλαντα του Λαζάρου», ιστορικά η δεύτερη στη ζωή του, που έμελλε να είναι και η τελευταία! Για ποιο λόγο; Τώρα θα σας πω το λόγο, που στεναχωρεί και τσαντίζει τον Δημητράκη μέχρι και σήμερα, σχεδόν εξήντα χρόνια μετά!
Παρασκευή λοιπόν απόγευμα, το καλάθι έτοιμο, η τελευταία πρόβα του τραγουδιού έγινε με τη γιαγιά, τα ρούχα διαλεγμένα, τα παπούτσια επίσης. Το μόνο που έμενε να γίνει ήταν η τοποθέτηση των κρίνων στο «χέρι» του καλαθιού, αλλά αυτό θα το έκανε το πρωί του Σαββάτου για νάναι τα κρίνα φρέσκα και ζωντανά. Μέχρι σήμερα του αρέσουν του Δημητράκη τα κρίνα!
Σουρούπωνε και βγήκε στην αυλή του σπιτιού τους για να επιθεωρήσει τα δυο κρίνα που θάβαζε στο καλάθι του. Τα κοίταζε και χαμογελούσε ικανοποιημένος και χαρούμενος.
- Φίλε, ακούει μια φωνή, να σου πω.
Γυρίζει και βλέπει ένα αγόρι, μεγαλύτερο απ’ αυτόν, γύρω στα 11-12, κουρεμένο με την ψιλή να στέκει στην εξώπορτα της αυλής. Τι να θέλει ο βλάχος, σκέφτηκε. - Τι θες, ρώτησε.
- Θα μου δώσεις δυο κρίνα να βάλω στο καλάθι μου για να πω το Λάζαρο αύριο;
- Όχι.
- Γιατί;
- Γιατί θα τα βάλω εγώ στο δικό μου το καλάθι. Θα πω κι εγώ το Λάζαρο αύριο.
- Έλα ρε φίλε, δώσε μου δυο κρίνα.
- Δεν γίνεται, φύγε.
Άει παράτα μας, σκέφτηκε από μέσα του o Δημητράκης. Τέτοια κρίνα μόνο εγώ θα έχω αύριο! - Ρε φίλε, μπορεί η μάνα σου να μού ’δινε, δεν πας να τη ρωτήσεις;
- Καλά, περίμενε.
Και μπαίνει στο σπίτι να ρωτήσει τη μάνα του. Μετά από λίγο βγαίνει στην αυλή για να πει στον βλαχάκο ότι κι η μάνα του λέει όχι.
Ο βλάχος όμως δεν ήταν εκεί, είχε φύγει. Ξεφύσηξε ικανοποιημένος ο Δημητράκης, εντάξει σκέφτηκε, ξεμπερδέψαμε και γύρισε προς τα αγαπημένα του κρίνα.
Τα κρίνα όμως έλειπαν!
Πονηρός ο βλάχος! Μπήκε όσο ο Δημητράκης ρώταγε τη μάνα του, έκοψε τα κρίνα κι έφυγε τρέχοντας. Και μην τον είδατε…
Ο Δημητράκης κοίταζε σαν μαρμαρωμένος τον άδειο από κρίνα θάμνο. Συνειδητοποιώντας ότι τον κορόιδεψε ο κλέφτης των κρίνων, αισθάνθηκε ένα μηδενικό κι έτρεξε κλαίγοντας στη γιαγιά του. Μετά από ώρα, όταν κατάφερε να της εξηγήσει τι είχε συμβεί, η γιαγιά θέλοντας να τον ηρεμήσει τούπε ότι θα πάει να του φέρει κρίνα απ’ τη θεια Βέργω. Αυτός όμως με τίποτα δεν ήθελε πια να πάει να πει το Λάζαρο την άλλη μέρα. Αισθανόταν χαμένος, βλάκας, ηλίθιος, ένα μηδενικό που τον κορόιδεψε ο νεαρός βλαχάκος. Δεν ήταν τόσο τα κρίνα, όσο το κορόιδεμα που υπέστη. Ένιωθε βλάκας!
Το βράδυ πέρασε κακήν κακώς. Το πρωί τον ξύπνησε η γιαγιά του, αλλά αυτός δεν ήθελε να πάει να πει το Λάζαρο. Με τα πολλά και για να μην κακοκαρδίσει τη γιαγιά του, την οποία υπεραγαπούσε, ντύθηκε, πήρε το καλάθι του χωρίς τα κρίνα του και πήγε με βαριά καρδιά και είπε τα «κάλαντα του Λαζάρου», σύμφωνα με το εκπονημένο πρόγραμμα, η κυρά Κατερίνα με τ’ αυγό τελευταία.
«Αυτό ήταν», μου λέει ο Δημητράκης, «δεν ξαναπήγα να πω τον Λάζαρο! Μέχρι και σήμερα, σχεδόν εξήντα χρόνια μετά, δεν τόχω ξεπεράσει! Όσο το σκέφτομαι με πιάνει μια τσαντίλα, δεν μπορώ να χωνέψω ακόμα το πώς και πόσο κορόιδο πιάστηκα τότε».