…και τι χάθηκε στην πορεία.
Tο φθινόπωρο του 2019, ο αριθμός των επιστημόνων που μελετούσαν τη COVID‑19 ήταν μηδενικός, επειδή κανείς δεν ήξερε ότι υπήρχε η ασθένεια. Ο κορωνοϊός που τον προκαλεί, το SARS‑CoV‑2 δηλαδή, είχε μόλις πρόσφατα περάσει στους ανθρώπους και δεν είχε αναγνωριστεί ούτε κατονομαστεί. Μέχρι τα τέλη Μαρτίου 2020 όμως, είχε καταφέρει να εξαπλωθεί σε περισσότερες από 170 χώρες, επηρεάζοντας περισσότερους από 750.000 ανθρώπους. Χιλιάδες ερευνητές παράτησαν ό, τι έκαναν μέχρι τότε και άρχισαν να εργάζονται για την πανδημία. Σε λίγους μόνο μήνες, η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα ασχολιόταν σχεδόν αποκλειστικά με την COVID‑19 .
Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, η βιοϊατρική βιβλιοθήκη PubMed απαριθμούσε περισσότερες από 74.000 επιστημονικές δημοσιεύσεις που σχετίζονταν με την COVID – δύο φορές περισσότερες από ό,τι υπάρχουν για την πολιομυελίτιδα, την ιλαρά, τη χολέρα, τον δάγκειο ή άλλες ασθένειες που μαστίζουν την ανθρωπότητα για αιώνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως μόνο 9.700 μελέτες που σχετίζονται με τον Έμπολα έχουν δημοσιευτεί από την ανακάλυψή του το 1976 μέχρι τώρα. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2020, το διάσημο περιοδικό New England Journal of Medicine είχε λάβει 30.000 υποβολές μελετών – 16.000 περισσότερες δηλαδή από όσες είχε ολόκληρο το 2019. «Όλη αυτή η διαφορά στα νούμερα έχει να κάνει με την COVID‑19», λέει ο Eric Rubin, αρχισυντάκτης του NEJM. Ο Francis Collins, διευθυντής των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ, λέει πως: «Ο τρόπος με τον οποίο η πανδημία οδήγησε στην αλλαγή επιστημονικών προτεραιοτήτων ήταν άνευ προηγουμένου».
Οι επιδημίες συγκεντρώνουν τις ενέργειες μεγάλων ομάδων επιστημόνων. Στις ΗΠΑ, η πανδημία της γρίπης του 1918, η απειλή της ελονοσίας στα τροπικά πεδία μάχης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η άνοδος της πολιομυελίτιδας στα μεταπολεμικά χρόνια προκάλεσαν μεγάλες αλλαγές στην επιστημονική κοινότητα. Οι πρόσφατες επιδημίες του Έμπολα και της Ζίκα προκάλεσαν μια προσωρινή έκρηξη χρηματοδότησης και δημοσιεύσεων. Αλλά «τίποτα στην ιστορία δεν ήταν καν κοντά στο επίπεδο μεταστροφής ενδιαφέροντος των επιστημόνων που συμβαίνει αυτή τη στιγμή», δηλώνει ο επιδημιολόγος Madhukar Pai του Πανεπιστημίου McGill.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι υπάρχουν πια περισσότεροι επιστήμονες: Από το 1960 έως το 2010, ο αριθμός των βιολογικών ή ιατρικών ερευνητών στις ΗΠΑ αυξήθηκε επτά φορές. Αλλά ο SARS-CoV-2 έχει επίσης εξαπλωθεί μακρύτερα και ταχύτερα από οποιονδήποτε νέο ιό τον τελευταίο αιώνα. Για τους δυτικούς επιστήμονες, δεν ήταν μια μακρινή απειλή όπως ο Έμπολα. «Μας χτύπησε την πόρτα», δηλώνει ο Πάι.
Σε μια έρευνα 2.500 ερευνητών στις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Ευρώπη, ο Kyle Myers, καθηγητής τεχνολογίας στο Χάρβαρντ και η ομάδα του διαπίστωσαν ότι το 32% των επιστημόνων είχε επικεντρωθεί στην πανδημία. Οι νευροεπιστήμονες που μελετούν την αίσθηση της οσμής άρχισαν να διερευνούν γιατί οι ασθενείς με COVID‑19 τείνουν να την χάνουν. Οι φυσικοί που είχαν προηγουμένως βιώσει μολυσματικές ασθένειες μόνο όταν αρρώσταιναν από αυτές, βρέθηκαν ξαφνικά να δημιουργούν μοντέλα για την ενημέρωση των υπευθύνων χάραξης πολιτικής. Ο Michael D. L. Johnson, επίκουρος καθηγητής ανοσοβιολογίας και επιστημόνων στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα, μελετά συνήθως τις τοξικές επιδράσεις του χαλκού στα βακτήρια, αλλά όταν έμαθε ότι το SARS‑CoV‑2 παραμένει για λιγότερο χρόνο στις επιφάνειες χαλκού από ό, τι σε άλλα υλικά, εστίασε μερικώς σε αυτό για να δει πώς ο ιός μπορεί να είναι ευάλωτος στο μέταλλο. Καμία άλλη ασθένεια δεν έχει εξεταστεί τόσο πολύ, από τόσο συνδυασμένη διάνοια, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Αυτές οι προσπάθειες έχουν ήδη αποδώσει. Νέες διαγνωστικές εξετάσεις μπορούν να ανιχνεύσουν τον ιό μέσα σε λίγα λεπτά. Πλήθος δεδομένων έχουν αποδώσει την πιο λεπτομερή εικόνα της εξέλιξης μιας νέας ασθένειας. Τα εμβόλια αναπτύσσονται με ταχύτητα ρεκόρ. Το SARS‑CoV‑2 θα εμβαθύνει την κατανόησή μας για άλλους ιούς, αφήνοντας τον κόσμο καλύτερα προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει την επόμενη πανδημία.
Η COVID‑19 όμως αποκάλυψε και τις ανθρώπινες αδυναμίες της επιστήμης. Λανθασμένες έρευνες έκαναν την πανδημία πιο συγκεχυμένη, οδηγώντας σε εσφαλμένες πολιτικές. Οι γιατροί σπατάλησαν εκατομμύρια δολάρια σε δοκιμές που αποδείχτηκαν αμμελείς και άσκοπες. Επιστήμονες με υπερβολική αυτοπεποίθηση δημοσίευσαν παραπλανητικές εργασίες για θέματα στα οποία δεν είχαν εμπειρία. Οι φυλετικές ανισότητες και οι ανισότητες μεταξύ των φύλων στο επιστημονικό πεδίο διευρύνθηκαν.
Όσο διανύουμε έναν μακρύ χειμώνα ασθένειας, είναι δύσκολο να μην επικεντρωθούμε στις πολιτικές αποτυχίες που μας οδήγησαν σε μια τρίτη αύξηση. Αλλά όταν οι άνθρωποι θα κοιτάζουν πίσω σε αυτήν την περίοδο, δεκαετίες από τώρα, θα διηγούνται επίσης ιστορίες, τόσο καλές όσο και κακές, για το πόσο εξαιρετική ήταν αυτή η στιγμή για την επιστήμη. Στην καλύτερη περίπτωση, η επιστήμη είναι μια αυτοδιορθωτική «πορεία» προς μεγαλύτερη γνώση για τη βελτίωση της ανθρωπότητας. Στη χειρότερη περίπτωση, είναι μια προσωπική επιδίωξη μεγαλύτερου κύρους με κόστος την αλήθεια. Η πανδημία έφερε στο προσκήνιο και τις δύο πτυχές. Η ίδια η επιστήμη θα πάει μπροστά, αν μάθει από αυτή την εμπειρία.
Η μελέτη των θανατηφόρων ιών είναι δύσκολη ακόμα και όταν η εποχές μοιάζουν ιδανικές, πόσο μάλλον τη προηγούμενη χρονιά που τίποτα δεν έμοιαζε ιδανικό. Για να χειριστούν το SARS‑ CoV‑2, οι επιστήμονες πρέπει να εργαστούν σε εργαστήρια «βιοασφάλειας επιπέδου 3», εξοπλισμένα με ειδικά συστήματα ροής αέρα και άλλα ακραία μέτρα. Παρόλο που ο πραγματικός αριθμός δεν είναι γνωστός, εκτιμάται ότι υπάρχουν 200 τέτοιες εγκαταστάσεις στις ΗΠΑ. Οι ερευνητές συχνά δοκιμάζουν νέα φάρμακα και εμβόλια σε πιθήκους, προτού προχωρήσουν σε δοκιμές σε ανθρώπους, αλλά οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν έλλειψη σε πιθήκους, αφού η Κίνα σταμάτησε να εξάγει τα ζώα, πιθανώς επειδή τους χρειαζόταν για έρευνα. Και οι δυσκολίες δεν σταματούν εκεί. «Συνήθως δουλεύαμε σε μεγάλες ομάδες, αλλά με την COVID, δουλεύομε σε βάρδιες λιγότερων ατόμων», λέει ο Akiko Iwasaki, ανοσολόγος του Yale. «Οι άνθρωποι έρχονται να δουλέψουν σε γελοίες ώρες» για να προστατευθούν από τον ίδιο τον ιό που προσπαθούν να μελετήσουν.
Οι εμπειρογνώμονες για τις αναδυόμενες ασθένειες είναι λιγοστοί: Αυτές οι απειλές παραμελούνται από το κοινό στις «διακοπές» μεταξύ των επιδημιών. «Μόλις πριν από ένα χρόνο έπρεπε να εξηγήσω στους ανθρώπους γιατί μελετούσα κορωνοϊούς», λέει η Lisa Gralinski του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας στο Chapel Hill. «Αυτό μάλλον δεν πρόκειται να συμβεί ξανά». Αγχωμένη και κουρασμένη και αυτή, όπως και άλλοι ερευνητές αναδυόμενων ασθενειών, στρατολογήθηκαν επίσης σε άγνωστους ρόλους. Λειτουργούν ως αυτοσχέδιοι σύμβουλοι επιχειρήσεων, σχολείων και τοπικών κυβερνήσεων. Δημοσιογράφοι τους ζητούν συνέχεια συνεντεύξεις. Εξηγούν την πολυπλοκότητα της πανδημίας στο Twitter, σε τεράστιους αριθμούς νέων ακολούθοων. «Το ίδιο άτομο που βοηθά την κυβέρνηση της Ναμίμπια να διαχειριστεί τα κρούσματα ελονοσίας, τώρα καλείται να βοηθήσει τη πολιτεία του Μέριλαντ να διαχειριστεί τη COVID‑19», λέει η Lauren Gardner.
Το νέο παγκόσμιο ενδιαφέρον για τους ιούς, σημαίνει επίσης ότι «υπάρχουν πολύ περισσότερα άτομα με τα οποία θα συνεργαστείς για να επιλύσεις κάποιο πρόβλημα», τονίζει ο Pardis Sabeti, γενετιστής στο Broad Institute of MIT και του Χάρβαρντ. Πράγματι, οι δημοσιεύσεις για την COVID‑19 είναι πια πιθανό να έχουν συγγραφείς που δεν είχαν δημοσιεύσει άλλη μελέτη μαζί, σύμφωνα με μια ομάδα με επικεφαλής τον Ying Ding, ο οποίος εργάζεται στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν.
Οι ταχέως διαμορφωμένες «συμμαχίες» θα μπορούσαν να λειτουργήσουν με πρωτοφανή ταχύτητα, επειδή πολλοί ερευνητές είχαν περάσει τις τελευταίες δεκαετίες μετατρέποντας την επιστήμη από μια σκληρή, μυστηριώδη προσπάθεια σε κάτι πιο γρήγορο και διαφανές. Παραδοσιακά, ένας επιστήμονας υποβάλλει την μελέτη του σε ένα περιοδικό, το οποίο την στέλνει σε μια (εκπληκτικά μικρή) ομάδα ειδικών για αρκετούς γύρους (συνήθως ανώνυμων) σχολίων. Εάν η μελέτη περάσει αυτό το ομότιμο κριτήριο (κάτι που μπορεί να κρατήσει πολλούς μήνες), δημοσιεύεται. Αυτό το σύστημα όμως, είναι ακατάλληλο για μια πανδημία που εξελίσσεται τόσο γρήγορα. Όμως, οι βιοϊατρικοί επιστήμονες μπορούν τώρα να ανεβάσουν προκαταρκτικές εκδόσεις των μελετών τους, ή «προεκτυπώσεις», σε ελεύθερα προσβάσιμες ιστοσελίδες, επιτρέποντας σε άλλους να «τεμαχίσουν» αμέσως και να αξιοποιήσουν τα αποτελέσματά τους. Αυτή η πρακτική είχε αρχίσει να κερδίζει σε δημοτικότητα και πριν από το 2020, αλλά αποδείχθηκε τόσο ζωτικής σημασίας για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την COVID‑19, που πιθανότατα θα καταστεί βασικό στοιχείο επικοινωνίας της σύγχρονης βιοϊατρικής έρευνας. Τα προτυπώματα επιταχύνουν την επιστήμη και η πανδημία επιτάχυνε τη χρήση προτυπωμάτων.
Ανοιχτά δεδομένα και νέα εξελιγμένα εργαλεία για τον χειρισμό τους έχουν επίσης κάνει τους ερευνητές πιο ευέλικτους. Το γονιδίωμα του SARS‑CoV‑2 αποκωδικοποιήθηκε και κοινοποιήθηκε από Κινέζους επιστήμονες μόλις 10 ημέρες μετά την αναφορά των πρώτων περιπτώσεων. Μέχρι τον Νοέμβριο, περισσότερα από 197.000 γονιδιώματα SARS‑CoV‑2 είχαν υποβληθεί σε αλληλουχία. Πριν από περίπου 90 χρόνια, κανείς δεν είχε δει καν έναν μεμονωμένο ιό. Σήμερα, οι επιστήμονες έχουν ανακατασκευάσει πλήρως το σχήμα του SARS‑ CoV‑2.
Μέχρι το Μάρτιο του 2020, οι πιθανότητες γρήγορης εξάλειψης του νέου κορωνοϊού φαίνονταν μικρές. Ένα εμβόλιο έμοιαζε ως η πιο πιθανή λύση για την πανδημία και ο αγώνας για τη δημιουργία του αποδείχτηκε εξαιρετικά επιτυχημένος. Η διαδικασία αυτή συνήθως διαρκεί χρόνια, αλλά μέχρι τον Δεκέμβρη του 2020, 54 διαφορετικά εμβόλια δοκιμάζονταν για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα τους, ενώ 12 από αυτά έχουν εισέλθει σε κλινικές δοκιμές Φάσης 3 – το τελικό σημείο ελέγχου δηλαδή. Οι Pfizer/BioNTech και Moderna ανακοίνωσαν ότι, με βάση τα προκαταρκτικά αποτελέσματα αυτών των δοκιμών, τα εμβόλια τους είναι περίπου 95% αποτελεσματικά στην πρόληψη της COVID‑19.
Τα περισσότερα εμβόλια περιλαμβάνουν νεκρά, εξασθενημένα ή κατακερματισμένα παθογόνα και πρέπει να δημιουργούνται από το μηδέν κάθε φορά που προκύπτει μια νέα απειλή. Αλλά την τελευταία δεκαετία, οι ΗΠΑ και άλλες χώρες έχουν απομακρυνθεί από αυτήν την αργή προσέγγιση του «ένας ιός, ένα φάρμακο». Αντ ‘αυτού, έχουν επενδύσει σε λεγόμενες τεχνολογίες πλατφόρμας, στις οποίες ένα τυπικό πλαίσιο μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί με διαφορετικά ωφέλιμα φορτία που στοχεύουν νέους ιούς. Για παράδειγμα, τα εμβόλια της Pfizer/BioNTech και της Moderna αποτελούνται και από νανοσωματίδια που περιέχουν κομμάτια του γενετικού υλικού του SARS‑CoV‑2. Το mRNA του δηλαδή. Όταν οι εθελοντές εγχέονται με αυτά τα σωματίδια, τα κύτταρα τους χρησιμοποιούν το mRNA για την ανακατασκευή ενός μη μολυσματικού θραύσματος του ιού, επιτρέποντας στο ανοσοποιητικό τους σύστημα να προετοιμάσει αντισώματα που τον εξουδετερώνουν. Καμία εταιρεία δεν έχει φέρει ποτέ εμβόλιο mRNA στην αγορά, αλλά επειδή η βασική πλατφόρμα είχε ήδη βελτιωθεί, οι ερευνητές μπόρεσαν να το επαναχρησιμοποιήσουν γρήγορα με το mRNA του SARS‑CoV‑2. Η Moderna εισήγαγε το εμβόλιό της σε κλινικές δοκιμές Φάσης 1 στις 16 Μαρτίου, μόλις 66 ημέρες μετά την πρώτη μεταφόρτωση του γονιδιώματος του ιού – πολύ πιο γρήγορα από οποιοδήποτε εμβόλιο πριν την πανδημία.
Τα εμβόλια δεν θα βάλουν αμέσως τέλος στην πανδημία. Εκατομμύρια δόσεις θα πρέπει να παρασκευαστούν, να διατεθούν και να διανεμηθούν. Μεγάλος αριθμός ανθρώπων μπορεί να αρνηθεί το εμβόλιο, ενώ είναι ακόμα ασαφές πόσο διαρκεί η ανοσία. Στο πιο εντυπωσιακό σενάριο, τα εμβόλια της Pfizer/BioNTech και της Moderna εγκρίνονται και θα κυκλοφορούν ομαλά τους επόμενους 12 μήνες.
Και την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί ένα μυστήριο παθογόνο, οι επιστήμονες ελπίζουν να τοποθετήσουν γρήγορα το γενετικό υλικό του σε αποτελεσματικές πλατφόρμες και να κυκλοφορήσουν τα προκύπτοντα εμβόλια μέσω των ίδιων ταχείων αγωγών που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της πανδημίας. «Δεν πιστεύω ότι ο κόσμος της ανάπτυξης εμβολίων θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος», λέει η Nicole Lurie του Coalition for Epidemic Preparedness Innovations.
Όσο γρήγορη κι αν ήταν τελικά η διαδικασία ανάπτυξης των εμβολίων, δεν σημαίνει πως δεν θα μπορούσε να ήταν γρηγορότερη. Ορισμένες φαρμακευτικές εταιρείες με σχετική τεχνογνωσία επέλεξαν να μην συμμετάσχουν στον αγώνα, αποθαρρυνμένες ίσως από τον έντονο ανταγωνισμό. Αντιθέτως, από τον Φεβρουάριο έως τον Μάιο του 2020, η φαρμακοβιομηχανίες περίπου τριπλασιάσαν τις προσπάθειές του για την ανάπτυξη φαρμάκων για τη θεραπεία της COVID‑19, σύμφωνα με τον Kevin Bryan, οικονομολόγο στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο. Παρόλο που πολλά φάρμακα βοήθησαν τους ασθενείς, τα περισσότερα αποδείχθηκαν δυστυχώς ανεπαρκή. Οι εργαζόμενοι στην υγειονομική περίθαλψη μπόρεσαν να σώσουν τους ασθενείς, όχι τόσο εξαιτίας των φαρμάκων, αλλά λόγων των βελτιώσεων στην βασική νοσοκομειακή περίθαλψη – ένα προβλέψιμο αποτέλεσμα, επειδή τα αντιιικά φάρμακα τείνουν να προσφέρουν μόνο μέτρια οφέλη.
Η αναζήτηση θεραπείας για την COVID‑19 επιβραδύνθηκε από μια σειρά «ύποπτων« μελετών, τα αποτελέσματα των οποίων ήταν στην καλύτερη περίπτωση χωρίς νόημα και στη χειρότερη παραπλανητικά. Πολλές από τις χιλιάδες κλινικές δοκιμές που ξεκίνησαν ήταν πολύ μικρές για να αποδώσουν στατιστικά στερεά αποτελέσματα. Μερικοί δεν είχαν ομάδα ελέγχου – ένα σύνολο συγκρίσιμων ασθενών που να έλαβαν εικονικό φάρμακο και οι οποίοι μπορούσαν να παρέχουν μια βάση σύμφωνα με την οποία θα μπορούσαν να κριθούν τα αποτελέσματα ενός φαρμάκου. Τουλάχιστον 227 δοκιμές αφορούσαν την υδροξυχλωροκίνη – το αντιμαλιαίο φάρμακο που ο Ντόναλντ Τραμπ προωθούσε για μήνες. Μερικές μεγάλες δοκιμές επιβεβαίωσαν τελικά ότι η υδροξυχλωροκίνη δεν κάνει τίποτα για ασθενείς με COVID‑19, αλλά όχι πριν από την πρόσληψη εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων σε άσκοπες μικρές μελέτες. Περισσότεροι από 100.000 Αμερικανοί έλαβαν επίσης αναρρωτικό πλάσμα – μια άλλη θεραπεία που ενθουσίασε τον Τραμπ. Αλλά επειδή οι περισσότεροι δεν είχαν εγγραφεί σε αυστηρές δοκιμές, «ακόμα δεν γνωρίζουμε αν λειτουργεί – και πιθανότατα δεν λειτουργεί», λέει η Luciana Borio, πρώην διευθύντρια για την ετοιμότητα ιατρικής και βιολογικής άμυνας στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ. «Τι χάσιμο χρόνου και πόρων».
Παρόμοιοι θρίαμβοι σημειώθηκαν πέρυσι σε πολλές χώρες. Τον Μάρτιο, εκμεταλλευόμενοι το εθνικοποιημένο σύστημα υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου, Βρετανοί ερευνητές ξεκίνησαν μια μελέτη στην επικράτεια που ονομάζεται Recovery, η οποία έκτοτε έχει εγγράψει περισσότερους από 17.600 ασθενείς της COVID‑19. Η ανάρρωση τους προσέφερε οριστικές απαντήσεις σχετικά με τη δεξαμεθαζόνη και την υδροξυχλωροκίνη και αναμένεται να σταθμίσει πολλές άλλες θεραπείες. Καμία άλλη μελέτη δεν έχει κάνει περισσότερα για να διαμορφώσει τη θεραπεία της COVID‑19. Οι ΗΠΑ πλησιάζουν. Τον Απρίλιο του 2020, το Εθνικό Ινστιτούτο Υγεία των ΗΠΑ ξεκίνησε μια συνεργασία με την ονομασία ACTIV, στην οποία ακαδημαϊκοί και επιστήμονες έδωσαν προτεραιότητα στα πιο πολλά υποσχόμενα φάρμακα και συντόνισαν δοκιμές σε ολόκληρη τη χώρα. Από τον Αύγουστο, έχουν ξεκινήσει πολλές τέτοιες δοκιμές. Αυτό το μοντέλο ήταν καθυστερημένο αλλά είναι πιθανό να ξεπεράσει την ίδια την πανδημία, επιτρέποντας στους μελλοντικούς ερευνητές να ξεχωρίζουν γρήγορα «το ιατρικό σιτάρι από τον φαρμακευτικό φλοιό». «Δεν μπορώ να φανταστώ ότι στο μέλλον θα κάνουμε κλινική έρευνα με τον ίδιο τρόπο που κάναμε στο παρελθόν», δήλωσε ο Francis Collins των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ.
Ακόμα και μετά την πανδημία, οι καρποί αυτή της μεταστροφής του ενδιαφέροντος των επιστημόνων θα μας αφήσουν καλύτερα εξοπλισμένους για τον μακρύ και εντατικό πόλεμο μας ενάντια σε επιβλαβείς ιούς. Την τελευταία φορά που ένας ιός προκάλεσε τόσο μεγάλη καταστροφή (η πανδημία της γρίπης το 1918) οι επιστήμονες είχαν μόλις αρχίσει να μαθαίνουν για τους ιούς. Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Πηγή: popaganda.gr