Οι δημόσιοι θεσμοί δυσκολεύονται να μιλήσουν στους νέους και αυτό φάνηκε στην πανδημία.
Του Κωστή Παπαϊωάννου*
Οι δημόσιοι θεσμοί δυσκολεύονται να μιλήσουν στους νέους με απλό, φυσικό τρόπο για απλά πράγματα. Φάνηκε στην πανδημία. Σποτάκια για μέτρα προστασίας, τηλεοπτικά ρεπορτάζ και πατερναλιστικά διαγγέλματα έδειξαν μια εικονική θεσμική και μιντιακή πρόσληψη των νέων, μια στεγανή αυτοεπιβεβαιούμενη εικόνα τους.
Δείτε τα περισσότερα σποτάκια δημόσιων φορέων: φωτεινά σπίτια με κήπους, όμορφα καθαρά πρόσωπα, χαμόγελα και οδοντοστοιχίες. Αμερικάνικο όνειρο σε διαφήμιση δημητριακών! Σελφ τεστ, μάσκες και εμβόλια για ευκατάστατες οικογένειες με ευρύχωρα σπίτια και σταθερό εισόδημα, με επιλογές κοινωνικότητας σε ελεγχόμενους χώρους. Εκεί που το ιδιωτικό είναι ευρύχωρο, το δημόσιο περισσεύει. Το κράτος δεν βλέπει μικροαστική ή εργατική οικογένεια, μετανάστες, ντελιβεράδες, τεχνίτες, ταμίες στα σούπερ μάρκετ. Ούτε σπίτια στα στενά, πολυκατοικίες του 70 και 80, κλειστά μαγαζάκια, μικρομεσαίους, παιδιά σε τσιμεντένια γηπεδάκια.
Πού είναι οι μετέφηβοι μικροί ενήλικες που δουλεύουν σε γραφεία, μαγαζιά και αποθήκες, στις γαλέρες των call centers, στα φτηνά ρουχάδικα; Πού είναι οι νέοι με εναλλασσόμενα ωράρια σε κινητές τηλεφωνίες; Οι νέοι που πηγαινοέρχονται στα γεμάτα λεωφορεία, ένα μήνα με δουλειά δυο χωρίς; Που ψάχνουν στις αγγελίες θέσεις customer assistants και sales representatives; Με μερική απασχόληση, ευέλικτη απασχόληση, λίγες ώρες, λίγες μέρες, καθόλου μέρες; Που σπουδάζουν Φιλοσοφική ή Πάντειο, αισθητική ή μαγειρική, που θέλουν να γίνουν ψυκτικοί, γραφίστες, προγραμματιστές και σεφ; Που παίζουν μουσικές, είναι στα σόσιαλ, φτιάχνουν βίντεο και πόντκαστ, βγάζουν σέλφι για το instagram, ερωτεύονται, λιώνουν στη γυμναστική;
Οι δημόσιοι θεσμοί θυμίζουν τον μπάρμπα στο γλέντι που πάει στο τραπέζι των παιδιών λέγοντας «Θα κάτσω με τη νεολαία». Εκείνον που λέει στους πιτσιρικάδες «κουφάθηκα δικέ μου» νομίζοντας ότι έτσι χρησιμοποιεί τους δικούς τους κώδικες. Αυτά τα παιδιά απουσιάζουν από τον κυρίαρχο λόγο. Δεν αναγνωρίζουν εκεί τον εαυτό τους. Δεν τον ακούνε καν αυτόν τον λόγο. Αλλά, φυσικά, συνεχίζουν να ζουν. Σιγά μην κλάψουν, σιγά μη φοβηθούν.
Με την κόβιντ βρέθηκε στο στόχαστρο συνολικά η νεανική δραστηριότητα και παρουσία στον δημόσιο χώρο. Δαιμονοποιήθηκε η κυκλοφορία σε πάρκα και πλατείες. Ρεπόρτερ μιλούσαν για τη μπίρα στο πεζούλι σαν να περιέγραφαν κακουργήματα. Προβλήθηκαν σοβαροφανείς ερμηνείες της «κουλτούρας της ανευθυνότητας» μόνο και μόνο για να γίνουν «μουσικό χαλί» στον ήπιο διδακτισμό του «πατερούλη πρωθυπουργού». Δυο αμήχανα χεράκια κι ένα fake χαμόγελο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν άνευ ουδεμιάς φυσικής νεότητας.
Ευλόγως τα τηλεοπτικά μέσα επέλεξαν να στιγματίζουν τον ανεύθυνο νέο στην πλατεία αντί του ανέμελου πρωθυπουργού στα βουνά και στα λαγκάδια. Αυτή η επιλογή προϋποθέτει σειρά αποσιωπήσεων που αφορούν τα ίδια τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των νέων, ειδικά των νέων που αγνοεί ο επίσημος λόγος. Αποσιωπάται ότι οι νέοι κυκλοφορούν, έχουν χρόνο λόγω κόβιντ, ζουν σε πατρικά που δεν τους χωράνε, όπου η συνάντηση με φίλους δυσκόλεψε λόγω πανδημίας. Τα παγκάκια γίνονται επίκεντρο της καθημερινότητάς τους όχι από βίτσιο αλλά γιατί έτσι είναι λογικό να συμβεί. Ιδίως όταν μπαίνει για τα καλά μια μεθυστική άνοιξη.
Η ρευστή κοινωνία του αόρατου φόβου πέρασε το 2020 ταχύτατα σε κατάσταση εστιασμένου φόβου και αυξημένης ευαλωτότητας. Την κουλτούρα ελεύθερης κίνησης και «αυτοδιάθεσης» σε χώρους «μέγκα-κατανάλωσης» διαδέχτηκε ο περιορισμός και η ανάθεση ρόλου προστάτη στο κράτος: έκτακτες αρμοδιότητες, έξτρα εξουσίες. Οι νέοι δεν ακολούθησαν, για προφανείς λόγους, με τον ίδιο ρυθμό και στην ίδια ένταση. Δεν υπαινίσσομαι ότι οι βραδινές συνάξεις στις πλατείες ήταν αντιεξουσιαστικής στόφας. Φυσικά όχι. Οι νεότεροι αναζήτησαν στη συνάντηση με άλλους νέους τη διέξοδο.
Είχε αυτό διακινδύνευση; Φυσικά. Αστοχασιά; Ναι. Καμιά διάθεση δεν έχουμε για κολακείες, για ύμνους στην “αιώνια λιακάδα ενός νεανικού μυαλού”. Όποτε οι νέοι φέρονται βαρέως αντικοινωνικά, να το στιγματίζουμε χωρίς υπεκφυγές. Αλλά είναι κραυγαλέα η υπερπροβολή αυτής της νεανικής διακινδύνευσης ξεκομμένης από τις κοινωνικές και γενεακές συνθήκες που τη γεννούν, ως αποτέλεσμα τάχα εγκληματικής αντικοινωνικής ανευθυνότητας και μόνο. Ιδίως όταν ταυτόχρονα αποσιωπώνται πολύ μεγαλύτερες διακινδυνεύσεις που ήταν αποτέλεσμα οικονομικών συμφερόντων ή ιδεοληπτικών πολιτικών επιλογών.
Κι ύστερα ήρθε η βία. Η συγκρουσιακή συνθήκη μεταξύ νέων και ΕΛΑΣ υπερέβη κατά πολύ τους συνήθεις υπόπτους, εκτάθηκε σε μεγάλο μέρος των νέων. Ακόμα και νέων που δεν έχουν καμιά εξεγερσιακή τάση. Η καχυποψία ή και εχθρότητα προς τις ειδικές μονάδες της αστυνομίας αγγίζει πλέον τις συντηρητικές αστικές οικογένειες. Κι αυτό είναι σημαντική αλλαγή.
Κατάλαβαν όλοι ότι η αστυνομική βία δεν είναι φυσικό φαινόμενο, δεν είναι σαν τη βροχή ή τον άνεμο. Το τελευταίο διάστημα οι έλεγχοι και η αυθαιρεσία περιορίστηκαν γιατί αυτές είναι οι πολιτικές και επιχειρησιακές εντολές. Όπως πριν ήταν άλλες. Συνέβαλε κι αυτό στην διεύρυνση του χάσματος μεταξύ θεσμών και νέων. Όταν μια Κυριακή πιτσιρικάδες δέρνονται γιατί κάθονται στα παγκάκια και την άλλη Κυριακή η κυβέρνηση βγάζει τον κόσμο έξω για να υπάρξει αποσυμπίεση εσωτερικών χώρων, έχουμε σοβαρό πρόβλημα στοιχειώδους εμπιστοσύνης.
Μέρος της νεολαίας αδιαφορεί συνειδητά για την επίσηµη φραστική εκδοχή του κοινού συµφέροντος. Τα πομπώδη κοινότοπα “ενωµένοι θα νικήσουµε” δε φτάνουν στις πλατείες και τα παγκάκια. Οι νέοι δεν αποτελούν target group / κοινό-στόχο της κυβερνητικής ρητορικής. Αποτελούν σκέτο στόχο.
*Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και πρώην Γ.Γ. Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Πηγή: news24.gr