Σπύρος Τζόκας*
«Βαρίδια γίναμε, αγόρι μου. Φύρα. Φτάσαμε να ντρεπόμαστε γιατί ζούμε ακόμα. Εξάλλου σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν. Εντάξει, το προσπάθησαν… χημικά, κορονοϊούς, μνημόνια… Και είναι και το άλλο. Η σύνταξη!!! Δεν είναι και λίγο. 500 ευρώ. Εντάξει, δούλεψα 40 και κάτι χρόνια, αλλά… Νέοι άνθρωποι είναι άνεργοι. Νέα ζευγάρια δεν έχουν χρήματα ούτε για τα αναγκαία… Κι εσύ πλησιάζεις τα 90. Πιάνεις και χώρο. Τι σημασία έχει αν είναι ένα μικρό σπιτάκι που πάλευες όλη σου τη ζωή να το ξεχρεώσεις; Κάποιοι άλλοι είναι στους δρόμους. Και εσύ μετράς τα σπαράγματά σου για να προμηθευτείς τα χάπια της πίεσης. Λαχτάρησα, αγόρι μου, ένα καλό φαγητό. Δεν έχω παράπονο όμως. Ίσως θα έπρεπε να πάω σε κάποιο γηροκομείο. Είναι καλά εκεί μου λένε. Έχεις παρέα. Όμως εγώ εδώ μεγάλωσα. Στη γειτονιά αυτή. Εδώ έχασα τη σύντροφό μου. Να, εδώ ήταν το αγαπημένο μέρος του σπιτιού που τα λέγαμε. Τη σκέφτομαι κάθε μέρα και συνομιλώ μαζί της. Είναι δικό μας το σπίτι, Αγγελική, της λέω. Το ξεπληρώσαμε το δάνειο. Θα είμαστε καλύτερα τώρα. Θα κάνουμε και περιττά έξοδα. Θα μπορούμε να αγοράσουμε λίγο κρασάκι, καφέ και κάτι για μεζέ. Δεν μου απαντάει. Ίσως και εκείνη ντρέπεται για μένα που συνεχίζω να υπάρχω και να καταναλώνω ρεύμα, νερά, τηλέφωνο. Είναι σαν να μου λέει: “Δεν έχεις παρέα, γέρο. Οι φίλοι σου έφυγαν. Τα παιδιά σου έχουν τα δικά τους προβλήματα. Μόνον εγώ σου απέμεινα. Έλα λοιπόν, σε περιμένω. Δεν θέλω να σε προσβάλλουν ο χασάπης, ο φούρναρης, ο μπακάλης. Πάντα αξιοπρεπής ήσουν. Κάποια μεσημέρια έβγαινες από το σπίτι με την οδοντογλυφίδα για να δείξεις ότι έχεις φάει. Δεν είμαι και κοντά σου να σε προστατεύσω”. Τώρα δεν καταλαβαίνω καλά και τις ειδήσεις. Και η όρασή μου δεν είναι καλή. Κάτι λένε για τις συντάξεις, αλλά δεν βλέπω κάτι χειροπιαστό. Η υγεία μου; Τι σημασία έχει; Αλλά μου λείπουν. Δεν βγαίνω και πολύ έξω τώρα. Από το παράθυρο βλέπω και θυμάμαι. Τότε που χαιρόμουν το σύνθημα “περήφανα γηρατειά”. Τότε νόμιζα ότι ισχύει αυτό. Τότε όμως δεν ήμουν γέρος. Ποιος το έλεγε αυτό το σύνθημα δεν θυμάμαι καλά καλά. Τώρα κλαίω κρυφά. Δακρύζω εύκολα. Και είναι και αυτή η εφορία, ο ΕΝΦΙΑ. “Δεν έχω καλά νέα” μου είπε ο γιατρός. Ε και; Τελευταία δεν ακούω καλά νέα. “Ούτε καφέ, γιατρέ;” Σιγά να μην τον ακούσω. Τον καφέ και το τσιπουράκι τα έχω κρυμμένα και είναι συντροφιά μου. Να σου πω και ένα μυστικό: έχω και ένα πακέτο τσιγάρα και καπνίζω πού και πού. Κάποιες φορές δεν παίρνω και τα φάρμακά μου. Καλά είμαι, δεν έχω παράπονο. Αν δεν χρώσταγα κιόλας… Έτσι δεν είναι, Αγγελική μου; Αγόρι μου, έχει δίκιο η Αγγελική μου. Βαρίδι είμαι. Παρασιτικά ζω. Πρέπει να πάω κοντά της. Τι στο διάολο. Πάλι δάκρυσα».
*πανεπιστημιακός – συγγραφέας
Πηγή: efsyn.gr