Είναι πλέον φανερό ότι η τουρκική πολιτική γίνεται όλο και πιο επιθετική και επικίνδυνη απέναντι στην Ελλάδα. Δεν είναι μόνο το Κυπριακό ή η «τουρκική μειονότητα» στη Θράκη. Είναι και τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου και η φιλοδοξία της Αγκυρας να κυριαρχήσει στην Ανατολική Μεσόγειο. Η μοναδική επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης είναι να αντικρούσει αποφασιστικά τα έωλα επιχειρήματα της τουρκικής πλευράς, στηριζόμενη στο διεθνές δίκαιο σε συνδυασμό με τις διατάξεις των συμφωνιών που υπέγραψε κατά το παρελθόν, τις οποίες συχνά με τρόπο πρόχειρο και υπερφίαλο επικαλείται η Αγκυρα.
Σχετικά με τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, η Λήμνος και η Σαμοθράκη (όπως η Ιμβρος και η Τένεδος) συνδέθηκαν με το καθεστώς πλήρους ουδετεροποιήσεως της περιοχής των Στενών (άρθρο 4 της Συνθήκης της Λωζάννης για τα Στενά), αλλά αυτή καταργήθηκε από τη Σύμβαση του Μοντρέ του 1936. Το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης επικυρώνει την ελληνική κυριαρχία «επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου… ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας». Η τουρκική κυριαρχία περιορίζεται σε νησιά που βρίσκονται σε μικρότερη απόσταση των τριών μιλίων από την ασιατική ακτή. Επίσης με το άρθρο 16 η Τουρκία δήλωνε ότι παραιτείται «παντός τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών ή εν σχέσει προς τα εδάφη άτινα κείνται πέραν των προβλεπομένων υπό της παρούσης Συνθήκης ορίων, ως και επί των νήσων». Και με το άρθρο 14 θα παρείχε «πάσαν εγγύησιν εις τον μη μουσουλμανικόν ιθαγενή πληθυσμόν» της Ιμβρου και της Τενέδου για τη διοικητική του αυτονομία και την «προστασία των προσώπων και των περιουσιών», κάτι που ποτέ δεν έγινε.
Σχετικά με το καθεστώς των νησιών Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας η ελληνική κυβέρνηση πράγματι ανέλαβε την υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 13 της Συνθήκης της Λωζάννης, να μην εγκαταστήσει εκεί ναυτικές βάσεις ή οχυρωματικά έργα, αλλά μόνο να διατηρεί δυνάμεις χωροφυλακής και αστυνομίας και «καλουμένους διά την στρατιωτικήν υπηρεσίαν». Η Ελλάδα βρισκόταν σε αδύναμη θέση μετά τη μικρασιατική καταστροφή και ανέλαβε αυτή την υποχρέωση για να περισώσει ό,τι μπορούσε. Ομως, από τη δεκαετία του 1950 οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επιδεινώθηκαν και το 1974 η Τουρκία εισέβαλε σε μια ουσιαστικά ανυπεράσπιστη Κύπρο. Σήμερα διατηρεί απέναντι στα ελληνικά νησιά τη Στρατιά του Αιγαίου, τον μεγαλύτερο αποβατικό στόλο της Μεσογείου. Μάλιστα, έχει εκδώσει απειλή πολέμου κατά της Ελλάδας, σε περίπτωση που ασκήσει ένα νόμιμο και κυριαρχικό δικαίωμα που της παρέχει το διεθνές δίκαιο, το δικαίωμα της επέκτασης των χωρικών της υδάτων.
Τέλος, το καθεστώς των Δωδεκανήσων διέπεται από τη Σύμβαση Ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ Ιταλίας και Συμμάχων τον Απρίλιο του 1947, που προβλέπει την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων αυτών, αίτημα της Σοβιετικής Ενωσης στο ξεκίνημα του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος σ’ αυτή τη συνθήκη, και γι’ αυτό αποτελεί «res inter alios acta» για αυτή, δηλαδή ζήτημα που αφορά άλλα κράτη. Ανεξάρτητα από τις παραπάνω συμφωνίες που έχει υπογράψει η Ελλάδα, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να απεμπολήσει το δικαίωμά της σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (άρθρο 51) για άμυνα σε περίπτωση απειλής στρεφόμενης κατά των νησιών της ή οποιουδήποτε άλλου μέρους της επικράτειάς της. Επομένως η παρουσία και η περαιτέρω ενίσχυση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου είναι απολύτως νόμιμη και αναγκαία.
* Ο κ. Γιάννης Σακκάς είναι καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και μέλος του Ευρωπαϊκού Κολεγίου Ασφάλειας και Αμυνας στις Βρυξέλλες.
Πηγή: Καθημερινή