Οἱ ρίζες τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα βρίσκονται στὴν Ἰουδαϊκὴ παράδοση καὶ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Ὁ ἐνιαύσιος ἀμνὸς τῆς Ἐξόδου προτυπώνει τὸν ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ πού θυσιάζεται γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ στὸ μυστικὸ Δεῖπνο γίνεται πασχάλιος βρώση καὶ πόση τῶν πιστών. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ ἀληθινὸ Πάσχα καὶ ἡ σχετικὴ βιβλικὴ ἑορτή συνδυάζει πλέον «καινὸν καί παλαιόν… φθαρτὸν καὶ ἄφθαρτον… παλαιὸν μὲν κατὰ τὸν νόμον, καινὸν δὲ κατὰ τὸν λόγον… φθαρτὸν διὰ τὴν τοῦ προβάτου σφαγήν, ἄφθαρτον διὰ τὴν τοῦ Κυρίου ζωὴν».
Τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ Πάσχα, οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ τὸ ἑόρταζαν κάθε φορά πού τελοῦσαν τὴ θεία Εὐχαριστία, τὴ μία τῶν σαββὰτων, τὴν Κυριακὴ δηλαδή, ὡς ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου. Γιὰ τὴν ἐτήσια ἀνάμνηση τοῦ Πάσχα ἀρχικὰ ὑπῆρχε ἕνας προβληματισμὸς ἂν θὰ πρέπει νὰ ἑορτάζεται. Σύμφωνα μὲ ἕνα ἀπόκρυφο κείμενο τοῦ δεύτερου αἰώνα, τὴν «Ἐπιστολὴ τῶν ‘Ἀποστόλων», ἔργο Μικρασιατικῆς προέλευσης, τὸ Πάσχα αὐτήν τὴν ἐποχή προσέλαβε τὸ χαρακτήρα τῆς ἐτήσιας ἑορτῆς ταυτιζόμενο ὅμως μὲ τὸ πάθος καὶ τὸ θάνατο τοῦ Κυρίου.
Κατὰ τὰ Ἰουδαϊκὰ πρότυπα οἱ πιστοί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ ἑόρταζαν τὴν 14η τοῦ μηνὸς Νισσάν, γι’ αὐτό καὶ ἔλαβαν τὴν προσωνυμία τεσσαρεσκαιδεκατίτες. Ἀντιθέτως οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες, Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου, πού πρῶτος διέκρινε τὸ Χριστιανικὸ Πάσχα ἀπὸ τὸ Νομικό, συνέδεσαν τὸ Πάσχα ὄχι μόνο μὲ τὸ πάθος ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Προτίμησαν δὲ τὸν ἐτήσιο ἑορτασμὸ του μετὰ τὴν 14η τοῦ μηνὸς Νισσάν, γιὰ νὰ μὴν θυμίζει τὰ ἰουδαϊκὰ ἔθιμα.
Ἡ πρώτη Κυριακὴ «μετὰ τὴν πανσὲληνον τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας» ἐπελέγη ὡς ἡ πλέον πρόσφορος γιὰ τὴν ἐν λόγω ἑορτή. Στὴν ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτό εἰρήνευση τῶν Ἐκκλησιῶν συνέβαλαν ἀρχικὰ οἱ Πολύκαρπος Σμύρνης καὶ Εἰρηναῖος Λυώνος. Τὴν τελικὴ λύση τὴν ἔδωσε ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (325), ἡ ὁποία μὲ βάση τὸ Ἀλεξανδρινὸ ἡμερολόγιο, καθόρισε νὰ ἑορτάζεται τὸ Πάσχα «τὴν Κυριακὴν ἥτις ἕπεται τῆς πρώτης πανσελήνου τοῦ ἔαρος». Κριτήριο γιὰ τὴν ἐπιλογὴ αὐτή ἦταν ἡ ἀποσύνδεση τοῦ χριστιανικοῦ Πάσχα ἀπὸ τὸ Ἰουδαϊκό.
Σιγὰ-σιγά, καὶ κυρίως μετὰ τὴν ἐπὶλυση τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα, διαμορφώνεται καὶ τὸ λειτουργικὸ πλαίσιο τῆς ἑορτῆς. Ἡ πασχάλιος Ἀκολουθία ἀρχικὰ περιλάμβανε αὐτοσχέδιους ὕμνους, ἀναγνώσματα, προσευχὲς καὶ φυσικὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἀπὸ τὸν 2ο αἰώνα μαρτυρεῖται καὶ ἡ σύνδεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος μὲ τὴν ἑορτή τοῦ Πάσχα. Τὴ σχετικὴ πληροφορία ἔχουμε ἀπὸ τὸν Τερτυλιανό, ὁ ὁποῖος μᾶς δίδει στοιχεῖα καὶ γιὰ τὴν ὁλονυκτία τοῦ Πάσχα, τὸν ἀσπασμό πού διδόταν τὴν ἡμέρα αὐτή καὶ τὴ διήμερη νηστεία πού προηγεῖτο τῆς ἑορτῆς. Ἡ νηστεία αὐτή στὰ μέσα τοῦ 3ου αἰώνα ἔγινε μία ἑβδομάδα, ἐνῶ αὐξήθηκε σὲ σαράντα ἡμέρες στὶς ἀρχές τοῦ τέταρτου αἰώνα.
Πληρέστερη εἰκόνα γιὰ τὴν παννυχίδα τοῦ Πάσχα καὶ τὴν τάξη τοῦ Βαπτίσματος στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς ἑορτῆς, ἡ νύκτα τῆς ὁποίας περιγράφεται ὡς «φωτὸς πεπληρωμένη» καὶ «κάστραπης φαεινοτέρα», μᾶς δίδουν κείμενα τοῦ 4ου κυρίως αἰώνα, ὅπως εἶναι οἱ Διαταγὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τὸ Ὁδοιπορικό τῆς Αἰθερίας. Τὸ πρῶτο κείμενο κάνει λόγο γιὰ τὴν προπασχάλια ἑβδομαδιαία νηστεία «ἀπὸ Δευτέραν μέχρι τῆς Παρασκευῆς καὶ Σαββάτου». Στὴν παννυχίδα τοῦ Πάσχα, πού διαρκοῦσε μέχρι «ἀλεκτρυόνων κλαγγῆς», μνημονεύει ἀναγνώσματά του ἀπὸ τὸ Νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες καὶ κάνει λόγο γιὰ ψαλμοὺς χωρὶς βεβαίως νὰ τοὺς προσδιορίζει. Ἀναφέρεται ἀκολούθως στὸ Βάπτισμα τῶν κατηχουμένων, τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὸ κήρυγμα πρὸς τὸν λαὸ διὰ «τὰ πρὸς σωτηρίαν». Τὶς πρωινὲς ὧρες τῆς Κυριακῆς ἐτελεῖτο ἡ θεία Εὐχαριστία, στὴν ὁποία συμμετεῖχαν οἱ νεοφώτιστοι καὶ ὅλοι οἱ πιστοί ἔτσι ἀπονήστευαν «εὐφραινόμενοι καὶ ἑορτάζοντες, ὅτι ἀρραβών τῆς ἀναστάσεως ὑμῶν Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν». Οἱ Διαταγὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀναφέρονται καὶ στὴν μεταπασχάλια περίοδο καὶ δὴ καὶ στὴν μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ἑορτή τοῦ Θωμᾶ, ἀλλά καὶ στὴν ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως μετὰ ἀπὸ σαράντα μέρες.
Ἀνάλογα λειτουργικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν ἑορτή τοῦ Πάσχα μᾶς δίδει καὶ τὸ Ὁδοιπορικό τῆς Αἰθερίας πού σὲ ὁρισμένα σημεῖα εἶναι ἀναλυτικότερο. Ἔτσι π.χ. ἔχουμε περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὴ βάπτιση τῶν κατηχουμένων, γιὰ τὸ ὀρθρινὸ ἀναστάσιμο Εὐαγγέλιο, γνωστὸ ὡς Ἑωθινό, γιὰ τὴν τέλεση δύο Λειτουργιῶν κατὰ τὴν ἴδια λειτουργικὴ ἡμέρα, ἀλλά σὲ διαφορετικὸ Ναό, γιὰ τὸν Ἑσπερινό τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, τὸν λεγόμενο σήμερα τῆς Ἀγάπης, κατὰ τὸν ὁποῖον διαβάζεται ἀπὸ τότε ἡ ἴδια εὐαγγελικὴ περικοπή· «οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρα ἐκείνη…».
Ἀπὸ πηγὲς τῆς ἴδιας περιόδου ἀντλοῦμε ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες καὶ γιὰ ἄλλα λειτουργικὰ στοιχεῖα τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Στὸ Τυπικὸ τῶν Ἀρμενίων π.χ. (5ος αἰ.) γίνεται λόγος τόσο γιὰ τὰ πολλὰ ἀναγνώσματα πού διαβάζονται στὸν Ἑσπερινὸ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, πρίν, μετὰ ἤ καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Βαπτίσματος, ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀφή τοῦ ἁγίου Φωτός. Τὴν παλαιότερη πάντως μαρτυρία γιὰ τὸ δεύτερο θέμα τὴν ἔχουμε ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἱερώνυμο τὸ ἔτος 384 μ.Χ.. Μεταγενέστερα ἐπίσης λειτουργικὰ κείμενα περιγράφουν ἀναλυτικότερα τὴν ἀφή τοῦ ἁγίου Φωτός, ὅπως ἐπίσης μᾶς ὁμιλοῦν καὶ γιὰ τὸ ὑμνογραφικὸ στοιχεῖο τοῦ Πάσχα. Στὸ Ἱεροσολυμιτικό Κανονάριο (Τυπικὸ) π.χ. τοῦ 7ου αἰ. μνημονεύεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν» μετὰ
τὴν ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας, ὅπως καὶ κάποια τροπάρια τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ Ὄρθρου τοῦ Πάσχα. Στὸ Τυπικό τῆς Ἀναστάσεως (12ου αἰ.) ἐπὶσης μνημονεύονται περισσότερα στιχηρὰ ἀναστάσιμα καὶ ἀπόστιχα στὸν Ἑσπερινό, στιχηρὰ τροπάρια ἀντὶ χερουβικοῦ στὴ θεία Λειτουργία, ὁ κανόνας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ «Ἀναστάσεως ἡμέρα…» στὸν Ὄρθρο καὶ ἡ ἀνάγνωση τοῦ κατηχητικοῦ λόγου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὸ τέλος τοῦ Ὄρθρου.
Τὸ σχετικὸ μὲ τὴν ἑορτή τοῦ Πάσχα λειτουργικὸ ὑλικό τῆς Ἱεροσολυμιτικῆς παράδοσης ἐπηρέασε ἀναμφίβολα καὶ τὴ λατρευτικὴ πράξη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Πλήρης εἰκόνα τῆς παννυχίδος τοῦ Πάσχα δίδεται στὸ ἀσματικὸ Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας (10ος αἰ.). Ἔτσι τὸ Ἑσπέρας ὁ Πατριάρχης στὸ μέγα βαπτιστήριον «ποιεῖ κατὰ τὴν τάξιν ἐκεῖ τὰ τῆς βαπτίσεως φωτίσματα». Ἀκολουθοῦν τὰ 15 ἀναγνώσματα, ἡ χρίση τῶν νεοφωτίστων μὲ μύρο, τὸ «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε…» ἀπὸ τὸν πρῶτο ἐκ τῶν ψαλτῶν πριμικήριο καὶ ἡ εἰσόδευση τοῦ Πατριάρχου στὸ Ναὸ «μετὰ τῶν νεοφωτίστων τοῦ εἰσελθεῖν εἰς τὴν β’ εἴσοδον». Ἐν συνεχεία γίνεται ἡ εἴσοδος στὸ θυσιαστήριο μὲ δώδεκα ἀρχιερεῖς «μετὰ τῶν ὠμοφορίων αὐτῶν, οἵτινες αὐτά καὶ εἰς καθέδραν συνανέρχονται. οἱ δὲ λοιποὶ προσκαλοῦνται μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ ὁ μὲν πατριάρχης διὰ τῆς εἰσόδου εἰσέρχεται, οἱ δὲ ιβ’ διὰ τῆς πλαγίας», προκειμένου νὰ συνεχισθεῖ ἡ θεία Λειτουργία.
Στὴ μοναχικὴ παράδοση σύμφωνα μὲ ἕνα παλαιὸ καὶ πολὺ σημαντικὸ τυπικό, αὐτό τῆς Εὐεργέτιδος (12ος αἰ.), ἡ παννυχίδα ἀρχίζει τὴν ἑνδεκάτην τῆς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου, πέντε τὸ ἀπόγευμα, ὁπότε καὶ «σημαίνει τὸ λυχνικόν, καὶ δὴ καὶ ἀλλαξάντων πλειόνων ἱερέων στολάς λευκάς, τελεῖται ἡ ἀκολουθία». Ἡ τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως, τὸ μεσονυκτικὸ δηλαδή, ἀρχίζει τὴν ὀγδόη τῆς νυκτός, δύο περίπου τὰ μεσάνυκτα, μὲ τὴν ἀφὴ τοῦ ἁγίου Φωτὸς κατὰ τὴν ἀρχαία τάξη, ὄχι στὴν Ὡραία Πύλη μὲ τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς…», ἀλλὰ στὸν Νάρθηκα.
Ἐκεῖ, μετὰ τὴ θυμίαση τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ὅλου τοῦ Ναοῦ, ὁ ἐκκλησιάρχης διανέμει τὰ κεριὰ καὶ «ἄπτουσι πάντες τοὺς κηροὺς αὐτῶν, ὁμοίως καὶ ἔσωθεν οἱ παρεκκλησιάρχαι πασῶν τῶν εἰκόνων ἄπτουσι τὰ κηρία». Τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη…» ψάλλεται μπροστὰ στὶς βασιλικὲς λεγόμενες πύλες, πού χωρίζουν τὸ νάρθηκα ἀπὸ τὸν κυρίως Ναό, μετὰ τὴν διὰ τοῦ «δόξα τῇ ἁγίᾳ καὶ ὁμοουσίῳ καὶ ζωοποιῷ Τριάδι» ἔναρξη τοῦ Ὄρθρου. Στὸ τέλος αὐτῆς τῆς Ἀκολουθίας καὶ κατὰ τὸν ἀσπασμὸ «ἱσταμένου μέσον τοῦ ἀναλογίου, εἰσέρχεται ὁ προεστώς καὶ ἀναγινώσκει λόγον τοῦ Χρυσοστόμου», τὸν γνωστὸ ὡς Κατηχητικὸ Λόγο. Μετὰ τὴν Ἐκτενή καὶ τὴν ἀπόλυση τοῦ Ὄρθρου ἀρχίζει ἡ Λειτουργία τῆς μεγάλης Κυριακής.
Ἡ ὡς ἄνω μοναχικὴ τάξη, ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἑορτή τοῦ Πάσχα, λίγο πολὺ κρατήθηκε σταθερὴ καὶ ἀργότερα, ὅπως φαίνεται καὶ στὴν ἔντυπη μορφὴ τοῦ ἀναθεωρημένου «Τυπικοῦ» τοῦ Ἁγίου Σάββα (πρώτη ἐκτύπωση 1545). Στὴν ἐνοριακὴ ὅμως πράξη παρατηροῦνται σημαντικὲς ἀλλαγές, προσαρμογές, συντμήσεις ἤ προσθῆκες. Ἔτσι βλέπουμε τὴν παννυχίδα τοῦ Πάσχα νὰ εἶναι διεσπασμένη. Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μὲ τὸν Ἑσπερινὸ γίνεται τὸ πρωί. Ἀπὸ τὰ δεκαπέντε Ἀναγνώσματα ἔμειναν μόνο τρία ἐφόσον πλέον δὲν γίνονται βαπτίσεις κατὰ τὴν ἑορτή αὐτή. Μεταξὺ Μεσονυκτικοῦ καὶ Ὄρθρου ἀναπτύχθηκε μία νέα τελετὴ πού ξεκινᾶ μὲ τὴν ἀφή τοῦ φωτὸς στὴν Ὡραία Πύλη καὶ ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἐκτὸς Ναοῦ ἀνάγνωση τῆς σχετικῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, παλαιότερα τοῦ Εὐαγγελίου «Ὀψὲ Σαββάτων..» καὶ μεταγενέστερα μέχρι σήμερα τῆς περικοπῆς «Διαγενομένου τοῦ σαββάτου…».
Παρὰ τὴν μακραίωνη ἱστορικὴ ἐξέλιξη τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα καὶ τὶς λειτουργικὲς ὁμοιότητες ἤ παραλλαγὲς τῶν διαφόρων Τυπικῶν, τὸ θεολογικὸ μήνυμα τῆς ἑορτῆς εἶναι διαχρονικὰ τὸ ἴδιο. Ὁ Χριστὸς μὲ τὸ θάνατό Του πάτησε, νίκησε τὸ θάνατο, χαρίζοντάς μας ζωὴν ἀληθινὴν καὶ αἰώνιον. Τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης φωτίζει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Τὰ πάντα, ὁ οὐρανός, ἡ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια γεμίζουν φῶςκαὶ χαρὰ «τῆς Ἀναστάσεως τὴν πεῖραν εἰληφότα». Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀνακαινίσθηκε καὶ τὸ θνητὸν ἐνδύθηκε τὴν εὐπρέπεια τῆς ἀφθαρσίας. Ὅλοι σὲ καθημερινὴ βάση καλούμαστε νὰ πολιτευόμαστε ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, περιπτυσσόμενοι ἀλλήλους καὶ συγχωροῦντες «πάντα τῇ Ἀναστὰσει». Ἀπὸ τὴ λαμπρὴ καὶ μεγάλη αὐτή πανήγυρη νὰ παίρνουμε δύναμη γιὰ τὴν πορεία μας πρὸς τὴν ἀνέσπερον ἡμέραν τῆς βασιλείας.
Πηγή: imaik.gr