Αργά το βράδυ της Κυριακής των εκλογών κάπου στην πάνω Καισαριανή……..
«Καλώς τον….έλα πέρασε.» Μια αδυνατισμένη φωνή ενός απόμαχου της ζωής.
Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή και ο Ριζοσπάστης στο τραπέζι.
«Μια καλή κοπελίτσα μου το φέρνει κάθε Σάββατο…..αλλά δεν βλέπω καλά.»
Ο μπάρμπα Μήτσος γεννήθηκε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Λίγα χρόνια πριν από τον μεγάλο πόλεμο, όπως τότε τον έλεγαν. Οι γονείς του, ο Φώτης και η Βαγγελιώ ήταν μικρασιάτες, από τα Βουρλά. Πρόσφυγες στην Καισαριανή, στις παράγκες αρχικά και στη συνέχεια στα πλινθόκτιστα. Επιβιώσανε με τον καθημερινό τους μόχθο και άρχισαν πάλι να ελπίζουν, να ζουν. Συνδέθηκε με τον πατέρα του, που τον έχασε στον εμφύλιο πόλεμο. Με τις καλύτερες στιγμές τους. Ήταν σαν τις καλά φυλαγμένες φωτογραφίες μέσα σε κουτάκια στα συρτάρια, που ανατρέχουν στις δύσκολες στιγμές μας. Αυτές τις φωτογραφίες που κάνουν πιο ζωντανές τις αναμνήσεις και φουντώνουν το συναίσθημα. Σαν τις φωτογραφίες των μικρών παιδιών στους τοίχους των δωματίων τους.
«Καλά πήγαμε μπάρμπα Μήτσο. Ανεβήκαμε και εδώ στην Καισαριανή»
«Θα φύγω από τη ζωή ευχαριστημένος, δικαιωμένος…»
«Μην τα λες αυτά..θα ζήσεις και άλλες χαρές..»
Δεν φάνηκε να συμμερίζεται την δική μου αισιοδοξία..
«Βαρίδια γίναμε Σπυράκο. Φύρα. Φτάσαμε να ντρεπόμαστε γιατί ζούμε ακόμα. Εξάλλου σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν. Εντάξει το προσπάθησαν…. χημικά, κορονοϊούς, μνημόνια…….Και είναι και το άλλο. Η Σύνταξη!!! Δεν είναι και λίγο. 500 ευρώ. Εντάξει δούλεψα 40 και κάτι χρόνια, αλλά…. Νέοι άνθρωποι είναι άνεργοι. Νέα ζευγάρια δεν έχουν χρήματα ούτε για τα αναγκαία…..Και συ πλησιάζεις τα 90. Πιάνεις και χώρο. Τι σημασία έχει αν είναι ένα μικρό σπιτάκι που πάλευες όλη σου τη ζωή να το ξεχρεώσεις; Κάποιοι άλλοι είναι στους δρόμους. Και εσύ μετράς τα σπαράγματα σου για να προμηθευτείς τα χάπια της πίεσης. Λαχτάρισα Σπύρο μου ένα καλό φαγητό. Δεν έχω παράπονο όμως. Ίσως θα έπρεπε να πάω σε κάποιο γηροκομείο. Είναι καλά εκεί μου λένε. Έχεις παρέα. Όμως εγώ εδώ μεγάλωσα. Στη γειτονιά αυτή. Εδώ έχασα τη σύντροφο μου. Να εδώ ήταν το αγαπημένο μέρος του σπιτιού που τα λέγαμε. Τη σκέφτομαι κάθε μέρα και συνομιλώ μαζί της. Είναι δικό μας το σπίτι Αγγελική της λέω. Το ξεπληρώσαμε το δάνειο. Θα είμαστε καλύτερα τώρα. Θα κάνουμε και περιττά έξοδα. Θα μπορούμε να αγοράσουμε λίγο κρασάκι, καφέ και κάτι για μεζέ. Δεν μου απαντάει. Ίσως και εκείνη ντρέπεται για μένα που συνεχίζω να υπάρχω και να καταναλώνω ρεύμα, νερά, τηλέφωνο. Είναι σαν να μου λέει: “δεν έχεις παρέα γέρο. Οι φίλοι σου έφυγαν. Τα παιδιά σου έχουν τα δικά τους προβλήματα. Μόνον εγώ σου απέμεινα. Έλα λοιπόν σε περιμένω. Δεν θέλω να σε προσβάλουν ο χασάπης, ο φούρναρης, ο μπακάλης. Πάντα αξιοπρεπής ήσουν. Κάποια μεσημέρια έβγαινες από το σπίτι με την οδοντογλυφίδα για να δείξεις ότι έχεις φάει. Δεν είμαι και κοντά σου να σε προστατεύσω.” Τώρα δεν καταλαβαίνω καλά και τις ειδήσεις. Και η όραση μου δεν είναι καλή. Δεν βγαίνω και πολύ έξω τώρα. Από το παράθυρο βλέπω και θυμάμαι. Τότε που χαιρόμουν το σύνθημα «περήφανα γηρατειά». Τότε νόμιζα ότι ισχύει αυτό. Τότε όμως δεν ήμουν γέρος. Ποιος το έλεγε αυτό το σύνθημα δεν θυμάμαι καλά – καλά. Τώρα κλαίω κρυφά. Δακρύζω εύκολα. Και είναι και αυτή η εφορία, ο ΕΝΦΙΑ. «Δεν έχω καλά νέα» μου είπε ο γιατρός. Ε και. Τελευταία δεν ακούω καλά νέα. «Ούτε καφέ γιατρέ;» Σιγά να μην τον ακούσω. Τον καφέ και το τσιπουράκι τα έχω κρυμμένα και είναι συντροφιά μου. Να σου πω και ένα μυστικό: έχω και ένα πακέτο τσιγάρα και καπνίζω που και που. Κάποιες φορές δεν παίρνω και τα φάρμακα μου. Καλά είμαι, δεν έχω παράπονο. Αν δεν χρώσταγα κιόλας…… Έτσι δεν είναι Αγγελική μου. Σπύρο μου έχει δίκιο η Αγγελική μου. Βαρίδι είμαι. Παρασιτικά ζω. Πρέπει να πάω κοντά της. Τι στο διάολο. Πάλι δάκρυσα.»
Στράφηκε σε μένα …
Τι κάθεσαι ρε και με βλέπεις…Βάλε κανένα τσιπουράκι να το γιορτάσουμε… έλα τι με κοιτάς. Δεν θα κάνουμε συνεδρίαση. Εκεί το έχω.
Το ήπιε μονορούφι και άρχισε το τραγούδι σαν μουρμουρητό…
«Ήρωες, άπαρτα βουνά…. ήρωες..»