Γράφει ο Σπύρος Τζόκας*
Το επιχείρημα ότι η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων θα λειτουργήσει ανταγωνιστικά και θα υποχρεώσει τα δημόσια να αναβαθμιστούν, εκτός ότι εντάσσεται στη λογική της αγοράς, δεν πείθει. Η πάσχουσα δηλαδή Τριτοβάθμια Εκπαίδευση περιμένει την ιδιωτική για να ιαθεί;
«Το τέλος στο κρατικό μονοπώλιο της Ανώτατης Εκπαίδευσης» ήταν η διατύπωση του κ. Μητσοτάκη στις προγραμματικές θέσεις της κυβέρνησης. Στις ίδιες δηλώσεις εξήγγειλε και τη μεθόδευση για την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα, μέσω της αξιοποίησης του άρθρου 28 του Συντάγματος, για να ξεπεραστούν τα συνταγματικά εμπόδια του άρθρου 16, το οποίο βέβαια πρόκειται να αναθεωρήσει. Η επιδίωξη αυτή ανοίγει επικίνδυνους δρόμους που δεν αφορούν μόνο την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων, καθώς, μέσω διακρατικών συμφωνιών και με την επίκληση του «υπερσυνταγματικού» χαρακτήρα» της Συνθήκης της Ε.Ε. (Μάαστριχτ), μπορεί να προσπεραστεί το Σύνταγμα και για άλλα σημαντικά θέματα.
Το έδαφος στην κοινωνία έχει προετοιμαστεί για τέτοια εγχειρήματα και η μέθοδος είναι γνωστή: η δυσφήμηση του δημόσιου αγαθού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν το πανεπιστημιακό άσυλο και η πανεπιστημιακή αστυνομία. Από την άλλη, το κενό περιεχομένου επιχείρημα επανέρχεται διαρκώς από τους υποστηρικτές των ιδιωτικών ή στο πιο ευήκοο μη κρατικών Πανεπιστημίων: «Γιατί να πάει ο νέος στη Λεμεσό ή στη Σόφια, αντί να σπουδάσει στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη σε μια σχολή της αρεσκείας του;» Μια εξίσου πρόχειρη και πιο ισχυρή απάντηση είναι: «Ποιος εμποδίζει τους νέους να σπουδάσουν στον τόπο τους;» Και μια επίσης εύκολη απάντηση θα ήταν: «Οι ίδιοι που τους εμποδίζουν να δουλέψουν στον τόπο τους»
Ωστόσο, την αμηχανία αυτή της κοινωνίας και την αγωνία για την τύχη των παιδιών της εκμεταλλεύονται διαχρονικά κάποιοι επιτήδειοι, οι οποίοι παρουσιάζουν μελλοντικές καριέρες. Στον ελληνικό χώρο για παράδειγμα εμφανίστηκαν πριν από κάποια χρόνια σαν μανιτάρια διάφορα «Κέντρα ελευθέρων σπουδών». Υποστηρίζουν ότι συνεργάζονται με Πανεπιστήμια του εξωτερικού, τα οποία παρέχουν τους τίτλους πανεπιστημιακής μόρφωσης. Τα «Κέντρα ελευθέρων σπουδών» μετατράπηκαν σε κολέγια και το κράτος έσπευσε να εξισώσει αυτά με τα δημόσια Πανεπιστήμια. Ταυτόχρονα με την ΕΒΕ (Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής) εξασφάλισε και πελατεία στα κολέγια αυτά, αφού μείωσε δραματικά τον αριθμό εισακτέων στα ΑΕΙ.
Ας προσπαθήσουμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι και να διερευνήσουμε κάποια επιχειρήματα των υπέρμαχων της ιδιωτικής εκπαίδευσης στα Πανεπιστήμια. Ας αρχίσουμε με μια διαπίστωση που όλοι επικαλούνται, αλλά ελάχιστοι την εννοούν. Το εκπαιδευτικό αγαθό ανήκει στα αγαθά εκείνα που ονομάζουμε κοινωνικά. Ο προσδιορισμός αυτός σημαίνει ότι η εκπαίδευση εμπεριέχει κοινωνικές αξίες και η λειτουργία της συμβάλλει στη βελτίωση της κοινωνίας. Επομένως, δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των εμπορεύσιμων ειδών, δεν συμπεριλαμβάνεται στους νόμους της αγοράς, δεν είναι αγοραίο είδος, αλλά παρέχεται από την κοινωνία και από το κράτος στα μέλη της. Η εκπαίδευση δηλαδή δεν ανήκει, ή δεν πρέπει να ανήκει, στο πεδίο ευθύνης κάποιων ιδιωτών, αλλά συνολικά της κοινωνίας. Επίσης, δεν διέπεται από τους νόμους του κεφαλαίου, δεν αποσκοπεί στο υλικό κέρδος, αλλά στο κοινωνικό, στο ανθρώπινο. Είναι, με άλλα λόγια, μια επένδυση, της οποίας το κέρδος δεν είναι ποσοτικό, αλλά ποιοτικό.
Το επιχείρημα ότι η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων θα λειτουργήσει ανταγωνιστικά και θα υποχρεώσει τα δημόσια να αναβαθμιστούν, εκτός ότι εντάσσεται στη λογική της αγοράς, δεν πείθει. Η πάσχουσα δηλαδή Τριτοβάθμια Εκπαίδευση περιμένει την ιδιωτική για να ιαθεί; Ή το κράτος τότε θα αυξήσει τις δαπάνες για την παιδεία και θα λύσει όλα τα προβλήματα που την μαραζώνουν; Εξάλλου, ο ανταγωνισμός των Πανεπιστημίων, αν είναι επιθυμητός, μπορεί να λειτουργήσει και μεταξύ των δημοσίων ΑΕΙ.
Ας υποθέσουμε όμως ότι προχωρούσε η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Τι πιστεύουμε ότι θα γινόταν; Η ίδρυση και η πλήρης συγκρότηση ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος με σύγχρονες προδιαγραφές και απαιτήσεις κοστίζει. Για σκεφτείτε το κόστος μιας Ιατρικής Σχολής. Συνεπώς, πρόκειται για μια αξιοσημείωτη επένδυση και μάλιστα με μακροπρόθεσμο κέρδος. Τέτοιου είδους επενδύσεις όμως έχουν γίνει ελάχιστες, αν όχι μηδενικές, στο ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του. Τα χαρακτηριστικά των επενδύσεων στην Ελλάδα είναι το βραχυπρόθεσμο κέρδος και η εξάλειψη κάθε «ρίσκου» των χρημάτων. Ποιοι λοιπόν θα επενδύσουν στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια και πώς; Η πραγματικότητα των επενδύσεων που παρακολουθεί το ελληνικό κράτος θα αλλάξει; Ποιες είναι οι πιθανότητες και οι προοπτικές;
Μάλλον όχι. Σύμφωνα με την ελληνική οικονομική εμπειρία, οι επενδυτές θα αποβλέπουν στο ελάχιστο δυνατό κόστος και στο μέγιστο δυνατό βραχυπρόθεσμο κέρδος. Αυτό θα το πετύχουν κάνοντας επιφανειακή δουλειά. Στην πραγματικότητα, όμως, θα οικοδομήσουν ακατάλληλα κτίρια για εκπαιδευτήρια, με υποτυπώδη εργαστήρια και θα προσλάβουν φτηνό εκπαιδευτικό προσωπικό. Για λόγους «prestige» θα συμπεριλάβουν στους καθηγητικούς καταλόγους και κάποια τρανταχτά ονόματα του ελληνικού και διεθνούς επιστημονικού χώρου, οι οποίοι θα πληρώνονται κυρίως για διαφημιστικούς λόγους και όχι για παροχή επιστημονικού έργου. Ετσι, θα συγκροτηθεί ένας κατ’ επίφαση πανεπιστημιακός χώρος, όπως, για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, όπου υπάρχουν τέτοιοι σε πλήρη ανυποληψία. Αυτές λοιπόν οι επιχειρήσεις θα παραπλανούν, θα πουλάνε ελπίδες με μορφή πτυχίων σε ακριβή τιμή, θα διαμορφώνουν ήθος, αξίες και πρότυπα. Ούτε στους εφιάλτες μας δεν βλέπουμε έτσι την αναβάθμιση της παιδείας.
Επειδή όμως κινδυνεύουμε να φανούμε μονομερείς θα εξετάσουμε και την άλλη –μάλλον απίθανη– εκδοχή. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι κάποιοι υπερβαίνουν την ελληνική πραγματικότητα και ιδρύουν πανεπιστημιακές σχολές υψηλών προδιαγραφών. Οι σχολές αυτές θα καλύπτουν ολοκληρωμένη και εξειδικευμένη πανεπιστημιακή μόρφωση και θα παράγουν πτυχιούχους ικανούς να αντεπεξέλθουν στις σύγχρονες απαιτήσεις. Οι επιχειρήσεις όμως αυτές θα διεκδικούν αρχικά την απόσβεση της επένδυσης και στη συνέχεια το κέρδος. Επομένως, το προϊόν θα πουλιέται πανάκριβα, καθώς ο πελάτης θα πρέπει να καλύψει τις δαπάνες και να δώσει το κέρδος. Με άλλα λόγια, τα δίδακτρα ενός τέτοιου ανώτατου ιδρύματος θα είναι υπέρογκα και θα αφορούν μόνο τις ανώτερες οικονομικά τάξεις. Θα είναι ένα Πανεπιστήμιο για τους λίγους και εκλεκτούς, ένα Πανεπιστήμιο κατασκευασμένο για να αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες.
Ποια είναι λοιπόν η λύση; Προφανώς, η αναβάθμισή της και όχι η αντικατάστασή της, μερική ή ολική, με την ιδιωτική.
*Πανεπιστημιακός, συγγραφέας
Αναδημοσίευση από efsyn.gr