Αυτό είναι το οικόπεδο της Νεράιδας, στη γωνία Τσαλδάρη και Χρυσοθέμιδος. Αν υπάρχει άλλη εικόνα που να εικονογραφεί τον δήμο μας καλύτερα, να μου τη δείξετε – θα ήθελα πολύ να τη δω.
«Χώρος πρασίνου» καυχιέται η πινακίδα, χωρίς να αντιλαμβάνεται την ειρωνία. Το «πράσινο» είναι λίγα αγριόχορτα, σε μια αλάνα όλο μπάζα και σκουπίδια. Τριγύρω, τα τσιμεντένια κουτιά της αντιπαροχής κι ένα κομφούζιο από κάδους, παρκαρισμένα αυτοκίνητα και μηχανάκια. Δίπλα, άλλοι διπλοπαρκάρουν κι άλλοι περπατούν στο δρόμο. Το καφενείο έχει κλείσει το πεζοδρόμιο με τραπεζάκια. Ο φούρνος εκτελεί χρέη στάσης, γιατί κάποιος ιθύνων έδωσε εντολή να ξηλωθεί η στάση και το παγκάκι. Και, λίγο πριν τις εκλογές, μια εντυπωσιακή τοιχογραφία σκέπασε τον έναν από τους δύο τοίχους της αλάνας.
Τι προσπαθεί να μας πει αυτός που μίσθωσε τον καλλιτέχνη; Πως όλα μας τα προβλήματα θα λυθούν με μια ζωγραφιά; Ή μήπως πως όλα μας τα προβλήματα έχουν ήδη λυθεί, καιρός τώρα να βάλουμε και χρώμα στους τοίχους;
Η Νεράιδα είναι μια μικρογραφία του Βύρωνα. Την κατάντησαν έτσι υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν και ευκαιρίες που χάθηκαν. Είναι γεμάτη τσιμέντο και σκουπίδια, χωρίς πράσινο, πάρκα ή χώρους για να παίζουν τα παιδιά. Είναι ένα κυκλοφοριακό κομφούζιο, με δρόμους που δε χωράνε τους οδηγούς, πεζοδρόμια που δεν χωράνε τους πεζούς και παρκαρισμένα σε κάθε δυνατό σημείο. Αποφάσεις όπως η αφαίρεση της στάσης, δυσκολεύουν τη ζωή των πολιτών, χωρίς κανένα όφελος. Και, το κερασάκι στην τούρτα, δαπάνες βιτρίνας που δεν βελτιώνουν σε τίποτα την καθημερινότητα των κατοίκων.
Σίγουρα, η τοιχογραφία είναι καλύτερη από τον γυμνό τοίχο. Σίγουρα μας δίνει κάτι όμορφο να ξεκουράσουμε τα μάτια μας από την ασχήμια ολόγυρα. Δεν μπορεί όμως να την εξαφανίσει. Ούτε καν να την κρύψει. Και δεν μπορεί να λειτουργήσει ως άλλοθι, για να αγνοήσουμε (ή να συγχωρήσουμε) το ότι ο Βύρωνας είναι μια πόλη με πολλά προβλήματα. Όταν το χέρι είναι σπασμένο, χρειάζεται γύψο, όχι βερνίκι νυχιών. Γιατί, στην περίπτωση του Βύρωνα, προκρίθηκε το βερνίκι; Από ποιον; Ρωτήθηκαν οι κάτοικοι;
Ποιος ξέρει τον δήμο καλύτερα από τους κατοίκους του, που τον ζουν καθημερινά; Ποιος ζει, κάθε μέρα, τα προβλήματα και τις δυσκολίες του; Καθένας από εμάς μπορεί να σκεφτεί τουλάχιστον 10 πράγματα που μας κάνουν τη ζωή δύσκολη κι άλλες τόσες ιδέες για το πώς θα θέλαμε ν’ αλλάξουν. Όμως δεν βλέπουμε τις δημοτικές αρχές να εκμεταλλεύονται αυτόν τον θησαυρό της συλλογικής μας γνώσης και εμπειρίας. Αντίθετα, οι δημότες, άνθρωποι ενήλικοι με σπουδές και πείρα, παραμερίζονται και απαξιώνονται. Αφού ψηφίσουν, λες και μεταπίπτουν σε καθεστώς ανηλίκου: οι αρχές αποφασίζουν γι αυτούς, χωρίς ποτέ να τους ρωτήσουν. Θυμάστε ποτέ να ζητήθηκε η γνώμη σας για οτιδήποτε; Θυμάστε να έγινε στον δήμο μας καμιά δημοσκόπηση; Μια οποιαδήποτε έρευνα για το ποια είναι τα σημαντικότερα προβλήματα που απασχολούν τους δημότες;
Στη χώρα της δημοκρατίας, οι τοπικές και κρατικές αρχές εξακολουθούν να μιμούνται τον Όθωνα, που ήθελε να είναι «ελέω Θεού» μονάρχης. Οι Έλληνες του έδωσαν τα παπούτσια στο χέρι, αλλά ακόμη, ούτε άρχοντες, ούτε αρχόμενοι, έχουν καταλάβει τι ακριβώς σημαίνει δημοκρατία.
Ίσως –μεγάλο ίσως– οι Βυρωνιώτες να δέχονταν μια «ελέω Θεού» τοπική αυτοδιοίκηση, αν απολάμβαναν αποτελέσματα. Όμως, Ρογκάκος, Χαρδαλιάς και Κατωπόδης δεν κατάφεραν να φτιάξουν τον δήμο όπως θα τον ήθελαν οι δημότες του. Και γι αυτό πήραν τα παπούτσια στο χέρι. Μετά από εννιά χρόνια και μια δεύτερη ευκαιρία, οι πολίτες του Βύρωνα τιμώρησαν τον δήμαρχο που παράγγειλε τοιχογραφίες αντί π.χ. να μπαλώσει λακκούβες. Που έστειλε συνεργεία να ζωγραφίσουν τα σχολεία, χωρίς να φτιάξει τους σοβάδες που πέφτουν. Που από το πολύ κλάδεμα κατάφερε να μην έχει μείνει ίσκιος στις πλατείες.
Είμαι σίγουρη πως, αν ο απερχόμενος δήμαρχος είχε αφουγκραστεί τις ανάγκες των πολιτών, και ο δήμος μας θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση, και ο ίδιος θα ετοιμαζόταν για τρίτη θητεία. Δυστυχώς, και για τις δύο πλευρές, η φωνή των δημοτών δεν εισακούστηκε.
Σήμερα, περιμένοντας τον νέο δήμαρχο, όλοι είμαστε περίεργοι να δούμε τι θα κάνει. Θα ακολουθήσει το παράδειγμα των προκατόχων του, αποφασίζοντας για εμάς χωρίς εμάς; Ή θα καταδεχτεί να κατέβει λίγο από τον δημαρχικό θώκο και να ρωτήσει τους δημότες για το ποια ζητήματα τους καίνε και πώς ονειρεύονται την πόλη τους;
Θα διαχειριστεί τον δήμο παραδίδοντάς τον λίγο-πολύ όπως τον παρέλαβε, ή θα σχεδιάσει μια νέα πόλη, με όραμα; Και ποιος θα εμπνεύσει το όραμα αυτό; Ο ίδιος ο δήμαρχος; Κάποιος τεχνοκράτης; Ή μήπως η νέα δημοτική αρχή θα τολμήσει κάτι ρηξικέλευθο στα ελληνικά χρονικά: να εμπλέξει τον λαό στις αποφάσεις, με ανοιχτές, συμμετοχικές διαδικασίες;
Αυτό είναι το στοίχημα που τί-
θεται για τη νέα δημοτική αρχή.
Το γάντι έχει πέσει.
Θα το σηκώσετε κ. Σωτηρόπουλε;