Στην προσφυγική Καισαριανή, αλλά και στις άλλες ανατολικές συνοικίες δούλευαν επί κατοχής, μέρα και νύχτα, τέσσερα τυπογραφεία και αμέτρητοι πολύγραφοι, που τύπωναν τις χιλιάδες προκηρύξεις, τις παράνομες εφημερίδες του αγώνα και τα αμέτρητα ‘’τρικ’’ που ανύψωναν το ηθικό του λαού μας, τον ενθάρρυναν και συνέβαλλαν στην ολοένα και μεγαλύτερη διεύρυνση του αντιστασιακού κινήματος. Κάρφος η αντάρτισσα συνοικία στα μάτια των Γερμανών. Το αντιστασιακό αυτό κίνημα που συνεχώς αυξανόταν ανησυχούσε τους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Αυτός ήταν και ο λόγος που αυξήθηκαν οι στυγνές εκτελέσεις και η δημόσια προβολή αυτών, να τρομοκρατήσουν, δηλαδή, και να αναχαιτίσουν την εξάπλωση της Αντίστασης.
Οι κατακτητές οργίζονταν με το διαρκώς αυξανόμενο κύμα αντίστασης και με διάφορους τρόπους επεδίωκαν την αναχαίτισή του. Στις ενέργειες αυτές εντάσσεται και εκείνη στις 5 Απριλίου του 1944, όταν τα «τάγματα ασφαλείας» οργάνωσαν μπλόκα στις ανατολικές συνοικίες και συνέλαβαν πατριώτες- αγωνιστές. Πέντε κομμουνιστές τιμωρήθηκαν με απαγχονισμό στην πλατεία Παπαδιαμαντοπούλου των Ιλισίων, σε δημόσια θέα. Το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα κορύφωσε τη λαϊκή αγανάκτηση και ο λαός απαιτούσε την παραδειγματική τιμωρία των εγκληματιών. Το ΕΑΜ αποφάσισε να τιμωρηθούν οι εθνοπροδότες και την επόμενη κιόλας ημέρα εκδηλώθηκε επίθεση στον τόπο του εγκλήματος και οι ένοχοι πλήρωσαν με το ίδιο τίμημα το στυγερό έγκλημά τους. Η επίθεση του ΕΛΑΣ των Ανατολικών Συνοικιών στη πλατεία με τους πέντε κρεμασμένους, στις 5 του Απρίλη, ανησύχησε τους Γερμανούς και τα Τάγματα Ασφαλείας. Ο λαός αποκτούσε αυτοπεποίθηση, σήκωνε κεφάλι, η Αντίσταση μεγάλωνε, το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και η ΕΠΟΝ δυνάμωναν επικίνδυνα.


«Τη μέρα εκείνη ο Δήμαρχος της Καισαριανής, ο διορισμένος Θεμιστοκλής Καρακάσης, μας έστειλε το παρακάτω μήνυμα. “Μου είπαν να σας πω τα εξής: Την Κυριακή θα έρθουν και θα εγκατασταθούν στο σχολειό του Βενιζέλου δύο τάγματα ή δύο λόχοι (δε θυμάμαι καλά) τσολιάδων. Όσα έχετε κάνει μέχρι τώρα σας χαρίζονται. Από δω και πέρα όμως οι ένοπλες εμφανίσεις, οι περιπολίες, τα χωνιά, τα γραψίματα στους τοίχους κλπ θα τιμωρούνται με θάνατο επί τόπου”».
Σύμφωνα με τις πληροφορίες κινητικότητα είχε παρατηρηθεί τις προηγούμενες μέρες. Οι Καισαριανιώτες ήταν μάρτυρες μιας ασυνήθιστης για την εποχή επιχείρησης ευπρεπισμού του Σχολείου. Καθαριότητα, βαψίματα, επιδιορθώσεις και τέτοια τους παραξένευαν. Η πληροφορία για την εγκατάσταση των ταγματασφαλιτών εξηγούσε τα πράγματα. Ταυτόχρονα σήμανε συναγερμό στις τάξεις του ΕΛΑΣ. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, καθώς ο στρατωνισμός των γερμανοτσολιάδων στην καρδιά της Καισαριανής θα ήταν καίριο πλήγμα όχι μόνο για την αντιστασιακή Καισαριανή, αλλά και για τις υπόλοιπες συνοικίες της Ανατολικής Αθήνας.
Την σοβαρότητα της εξέλιξης αυτής δίνει και ο Ορέστης Μακρής ο οποίος εξηγεί τον τεράστιο αυτόν κίνδυνο: «Η είδηση είναι συγκλονιστική! Την τεράστια σημασία της αντιληφτήκαμε όλοι μας αμέσως. Αν πράγματι κατόρθωναν να εγκαταστήσουν αυτές τις δυνάμεις στο σχολείο μόνιμα, τότε θα ήταν πλέον αδύνατο να αναπτυχθεί ένοπλος και μαζικός αγώνας στη συνοικία. Με την πρώτη επίθεση των εχθρικών δυνάμεων μέσα κι έξω από την Καισαριανή, θα παρέλυε κάθε αντίστασή μας. Θα ήταν αδύνατο να ελιχθούν οι δυνάμεις μας μέσα στα στενά της συνοικίας και θα είμαστε υποχρεωμένοι, για ν’ αποφύγουμε τη συντριβή μας, ν’ απομακρυνθούμε από τη «φάκα», που μας έστηναν. Έτσι μ’ αυτό το «σύστημα» θα προχωρούσαν και στις άλλες συνοικίες με αποτέλεσμα να λυγίσουν «προσωρινά» την αντίσταση του λαού μας και του ΕΛΑΣ, με ανυπολόγιστα θύματα σε ομήρους, εκτελέσεις, συλλήψεις κλπ.»
Μόλις βράδιασε ο ΕΛΑΣ της Καισαριανής συγκεντρώθηκε με σκοπό να αντιμετωπίσει τη δύσκολη αυτή κατάσταση. Στη σύσκεψη αυτή προτάθηκε η ανατίναξη του σχολείου. Εξαιρετικά οδυνηρό γεγονός για ένα ιστορικό κτίριο, αλλά κρίθηκε ως αναγκαίο κακό. Ο Βαγγέλης Κουρμούλης περιγράφει: «Συγκεντρωθήκαμε μόλις βράδιαζε. Ελασίτες, κομματικοί και λοιποί συζητήσαμε τι πρέπει να κάνουμε. Ο στρατιωτικός του τάγματος Βασίλης ο επιτελής πρότεινε να ανατινάξουμε το σχολειό. Η πρόταση έγινε δεκτή με από όλους, παρά τις επιφυλάξεις για το Σχολείο. Τώρα χρειαζόταν δυναμίτης. Κάποιος σύντροφος ανάλαβε να βρει από κάποιους γνωστούς του που δούλευαν στα νταμάρια προς το Γουδί. Χρειαζόταν επίσης και έγκριση από τη στρατιωτική και κομματική πλευρά. Οι υπεύθυνοι θα προσπαθούσαν να αποκτήσουν επαφή την επόμενη μέρα αν και πράγμα δύσκολο. Δώσαμε ραντεβού για την άλλη μέρα το βραδάκι. Το άλλο βράδυ ξανασυναντηθήκαμε. Επαφή με την καθοδήγηση δεν μπόρεσε να γίνει ούτε από τη μια μεριά ούτε από την άλλη. Βάλαμε σε ψηφοφορία το ζήτημα και αποφασίσαμε να προχωρήσουμε. Το κακό ήταν αλλού. Ο δυναμίτης ήταν λίγος. Δυο τρία κιλά και το σχολειό μεγάλο και γεροκτισμένο. Αλλά τι να κάνουμε.»

Ταυτόχρονα η πληροφορία διαδίδεται στην Καισαριανή και τα χωνιά καλούν τον κόσμο να ξεσηκωθεί. Σε λίγες ώρες οργανώνεται μεγάλη διαδήλωση μπροστά στο Αστυνομικό Τμήμα, στην είσοδο της Καισαριανής. Ο λαός της συνοικίας διαμαρτύρεται, δεν θέλει τους γερμανοτσολιάδες στην περιοχή του και εκδηλώνει την απόφασή του να τους εμποδίσει.
Οι αποφάσεις όμως έχουν ληφθεί. Το απόγευμα της 18ης Απριλίου επιθεωρούν το σχολείο αξιωματούχοι των Γερμανών και των ταγμάτων ασφαλείας με σκοπό την άμεση εγκατάσταση, όπως ακριβώς είχε σχεδιασθεί.
Ο ΕΛΑΣ, συνεπώς, έπρεπε να αντιδράσει άμεσα. Επιλέγεται μια ομάδα από ΕΛΑΣίτες η οποία ανέλαβε την επιχείρηση, ώστε να ακυρώσουν στην πράξη τον σχεδιασμό των Γερμανών και των συνεργατών τους. Το επιχειρησιακό κέντρο και το ορμητήριο ήταν πάντα το καφενείο του Κιορπέ, όπου άτυπα ήταν ο σταθμός διοίκησης του 3ου Τάγματος του ΕΛΑΣ. Στην ομάδα των ΕΛΑΣιτών μετείχαν οι Σπύρος Μήλας, Στέλιος Διαμαντόπουλος, Νίκος Μαραμπότας και Βαγγέλης Κουρμούλης που περιγράφει και το γεγονός. Μαζί τους ο φοιτητής Ντέρης μαζί με την Ξένη Βαρδάκη περιφρουρούν την επιχείρηση απ’ έξω.

“Άκουσε, εμείς τώρα θα ανατινάξουμε το σχολειό. Αύριο που θα σε ρωτάν θα πεις πως καμιά πενηνταριά αντάρτες με γένια, ντουφέκια, φυσεκλίκια κατέβηκαν από τον Υμηττό και τίναξαν το σχολειό. Σύμφωνοι;”
“Μάλιστα συναγωνιστές. Ό,τι, μου πείτε.”
Το δυναμίτη το βάλαμε κάτω από τη σκάλα που ενώνει το ισόγειο με το πρώτο πάτωμα. Βάλαμε πάνω του όσες πέτρες βρήκαμε για αντίσταση. Οι σκοποί στις θέσεις τους. Περιπολία στους τριγύρω δρόμους. Η συγκοινωνία σταματούσε στις έντεκα. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε παντού. Στις δώδεκα η ώρα ακριβώς βάλαμε φωτιά στο φυτίλι. Ο κρότος της έκρηξης που πολλαπλασιαζόταν από το γεγονός πως το σχολειό ήταν άδειο, ήταν μεγάλος. Ακούστηκε ως κάτω στην Αθήνα. Μισογκρεμίστηκε η σκάλα όλα τα τζάμια του σχολειού έγιναν θρύψαλα. Μεγαλύτερες ζημιές δεν μπορούσαν να γίνουν.»

“Τα άκουσες του είπαν;”
“Τι πράγμα;”
“Κατεβήκαν τη νύχτα καμιά πενηνταριά αντάρτες από τον Υμηττό και τίναξαν το σχολειό της Καισαριανής.”
“Αλήθεια; Βρε τους μπαγάσηδες”
Οι ταγματασφαλίτες και ο Πλυτζανόπουλος πληροφορήθηκαν την έκρηξη αμέσως. Ο φόβος ότι ο ΕΛΑΣ είχε υπονομεύσει με εκρηκτικά ολόκληρο το σχολείο, τους οδήγησε να ματαιώσουν τα σχέδιά τους για εγκατάσταση λόχου των Ταγμάτων Ασφαλείας, εκείνη τη νύχτα, στην καρδιά της Καισαριανής. Το σχέδιο τους ματαιώθηκε στη γέννηση του.
Η ανατίναξη της σκάλας του σχολείου επέδρασε καθοριστικά στην εξέλιξη της Αντίστασης στην Καισαριανή, αλλά και στις ανατολικές συνοικίες. Ματαιώθηκε οριστικά η εγκατάσταση των ταγματασφαλιτών στο κέντρο της πόλης με τα δυσάρεστα επακόλουθα.
Το σχολείο παρέμεινε άδειο μέχρι την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα και η Καισαριανή ξεπέρασε έναν θανάσιμο κίνδυνο.
Το κείμενο επιμελήθηκε ο πανεπιστημιακός και συγγραφέας Σπύρος Τζόκας
Πηγή: 902.gr