Του Αντώνη Μακρή
Στο Σουδάν, οι μέρες περνούν χωρίς ονόματα. Χωρίς ημερολόγιο. Χωρίς εφημερίδες. Μονάχα ήχος από σφαίρες και ξεραμένα χόρτα.
Το ρολόι σταμάτησε όταν οι πρώτες οβίδες έσκισαν τον ουρανό της Χαρτούμ.
Οι δρόμοι είναι έρημοι. Οι τοίχοι τραγουδούν πολεμικά τραγούδια. Στην Ομντουρμάν, ένα παιδί σέρνει ένα κουτί κονσέρβας και το φωνάζει “αδελφέ”. Η μάνα του έχει να φάει δύο εβδομάδες. Το πρόσωπό της είναι μάσκα από δέρμα και σκόνη.
Ο Στρατηγός Αλ-Μπουρχάν φοράει τη στολή του και καμαρώνει στον καθρέφτη.
Ο Στρατηγός Χεμεντί μιλάει με τον χρυσό που κρύβεται στο έδαφος.
Κανείς δεν θυμάται ποιος πολεμάει ποιον, μονάχα ότι δεν υπάρχει νερό.
Οι δυο τους ήταν συνεργάτες. Τώρα είναι εχθροί. Και οι δυο αγαπούν τις φωτογραφίες τους. Στις φωτογραφίες δεν φαίνονται οι νεκροί.
Στήν Ελ Φασέρ η Αμίνα στέκει ακίνητη. Κρατάει το χέρι του μικρού της, του Νταούντ. Το παιδί έχει πεθάνει από προχθές. Αλλά η Αμίνα δεν το ξέρει. Το σώμα του είναι ελαφρύ σαν φτερό. Κι εκείνη νομίζει πως κοιμάται.
Η πείνα στο Σουδάν δεν κάνει φασαρία. Δεν φωνάζει. Δεν παριστάνει τη δραματική ηρωίδα. Απλώς μπαίνει στα σπλάχνα σου σαν φίδι. Καταπίνει τα παιδιά, ύπουλα.
Στον καταυλισμό Ζαμζάμ, η πείνα φοράει μαντήλα και μυρίζει χώμα. Οι άνθρωποι τρώνε φύλλα, τα καταπίνουν με νερό λάσπης και ελπίζουν πως θα ξυπνήσουν.
Ο δάσκαλος Μοχάμεντ κρατάει τον κατάλογο: Άχμεντ – νεκρός Λεϊλά – αγνοείται. Μουστάφα – στο Τσαντ Ραχίμα – στο χώμα. Κανείς δεν έμεινε. Μονάχα ο πίνακας. Εκεί γράφει ακόμα με κιμωλία: “Ειρήνη»! Οι σφαγές της Νταρφούρ δεν λέγονται. Δεν φωτογραφίζονται. Δεν μεταδίδονται. Αλλά συμβαίνουν.
Γυναίκες κρεμασμένες σε δέντρα. Άντρες καμένοι σε στάβλους. Και τα βρέφη – τα βρέφη σιωπούν για πάντα.
Το νοσοκομείο της Ελ Ομπέιντ ήταν κάποτε γεμάτο φωνές. Τώρα είναι στάχτη. Οι νοσοκόμες έτρεχαν, έραβαν με σύρμα, κουβαλούσαν παιδιά σαν φύλλα. Μετά ήρθε η RSF. Τους έδεσαν. Τους πυροβόλησαν. Τους άφησαν στο πάτωμα σαν σκισμένα παλιόρουχα. Στην Γκεζίρα, ο μικρός Αμπντού σχεδιάζει ένα σπίτι. Ένα δέντρο. Μια μάνα που μαγειρεύει. Δεν τα έχει δει. Τα φαντάζεται.
Στα σύνορα με το Τσαντ, στέκονται χιλιάδες. Άνθρωποι με χαρτόνια, με ουρλιαχτά, με λάσπη στα πόδια. Τα σύνορα δεν τους θέλουν. Η γραφειοκρατία δεν τους γνωρίζει. Το σύστημα τους φοβάται. Τα χαρτιά τους είναι μισοφαγωμένα. Οι κοιλιές τους επίσης. Κάθε βράδυ, οι σκιές πληθαίνουν. Οι γυναίκες φοβούνται. Οι άντρες κρύβονται. Οι σκιές έχουν όπλα, ονόματα και εντολές. Οι πρεσβείες έφυγαν. Οι δημοσιογράφοι βαρέθηκαν. Οι πολιτικοί στέλνουν λέξεις και σφραγίδες. “Καταδικάζουμε”. “Ανησυχούμε”. “Αναμένουμε”.
Το Σουδάν δεν αναμένει τίποτα πια. Οι φωνές από τη Γενεύη σβήνουν στην έρημο. Το κονβόι με τα τρόφιμα χάθηκε. Λένε πως τους σταμάτησαν σε ένα φυλάκιο, τους έδεσαν και τους έκαψαν. Κανείς δεν πήγε να τους ψάξει.
Το Σουδάν έχει χρυσό. Πολύ χρυσό. Οι στρατηγοί τον πουλάνε στη Ρωσία, στα Εμιράτα, στην Κίνα. Ο χρυσός περνάει με φορτηγά μέσα από χωριά δίχως φαγητό. Και συνεχίζει… πάντα λάμπει! Ακόμα και πάνω σε κόκαλα. Αυτό το σφαγείο, προς το παρόν, δεν έχει hashtags. Δεν έχει σημαίες. Το Σουδάν δεν “πουλάει”. Δεν κερδίζει βραβεία. Δεν έχει influencers. Έχει μονάχα το αίμα του.
Ο χρόνος είναι κύκλος. Γυρίζει πίσω. Μια σφαίρα, ένα δάκρυ, ένας τάφος, μια ομίχλη. Όσοι έχουν φωνή, την κρατάνε για να ζητήσουν φαγητό. Όσοι έχουν μάτια, τα χρησιμοποιούν για να μετρούν πόσοι έμειναν. Μερικοί ελπίζουν ακόμη. Όχι πολλοί. Αρκετοί για να γράψουμε αυτή τη λέξη. Την τελευταία λέξη κάποιος την ψιθυρίζει: “Επιβίωση”. Ακούγεται σαν προσευχή, σαν σφυγμός. Ανάμεσα στα ερείπια, κάτι ακόμα ανασαίνει.
Σουδάν.
Xιλιάδες νεκροί, εκατομμύρια εκτοπισμένοι και χωρίς φαγητό. Ποιος το θυμάται; Μόνο αυτοί που δεν μπορούν να το ξεχάσουν, επειδή ζουν ακόμα εκεί. Ή πεθαίνουν.