«Αύριο, αυτό το άλλοτε όμορφο ποτάμι… θα χτιστεί και θα γίνει καταραμένο σαν τις μάγισσες του Μεσαίωνα. Και σε αυτή την περίεργη, δύστυχη κοιλάδα… θα υψωθεί μια νέα συνοικία με ψηλά, απαίσια κτίρια», έγραφε η Le Figaro καθώς γλυκοχάραζε ο 20ος αιώνας.
Ο ποταμός δεν ήταν άλλος από τον Bièvre, που διέτρεχε για αιώνες το Παρίσι στο νότιο τμήμα του, κι εξέβαλλε στον Σηκουάνα. Αυτός που είχε υμνήσει ο αναγεννησιακός ποιητής François Rabelais γράφοντας πως βατραχάκια έστηναν χορό στις όχθες του. Αυτός που ατενίζοντάς τον ο Βίκτωρ Ουγκό έγραψε την Παναγία των Παρισίων – κι έβαλε τον Μάριο των «Αθλίων» του να ονειρεύεται την Τιτίκα σ’ ένα γεφυράκι του.
Όσο ειδυλλιακό όμως κι αν ήταν το τοπίο καθώς διασχίζονταν από το περίπου τρία μέτρα πλατύ ποτάμι στην εποχή του Ουγκώ, ήρθε η Βιομηχανική Επανάσταση με τα βυρσοδεψεία, τα βαφεία και τα καθαριστήρια που χτίστηκαν στις όχθες του, για να μετατρέψει τον Bièvre σε πηγή μόλυνσης: ένας τεράστιος όγκος λυμάτων και ακαθαρσιών κατέληγαν στα νερά του.
Κι έτσι, ελήφθη η απόφαση να θαφτεί. Το τελευταίο τμήμα του μέσα στο Παρίσι μπαζώθηκε το 1912.
Κι είναι τώρα, έναν ολόκληρο αιώνα μετά, που το δημοτικό συμβούλιο της Πόλης του Φωτός ασπάστηκε την πρόταση των Πρασίνων για «αναγέννηση του Bièvre». Ναι, στη Γαλλία αποφάσισαν να ξεθάψουν και να επαναφέρουν στη ροή του ένα ποτάμι μέσα σε μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες και ιστορικές πόλεις του κόσμου!
Το εγχείρημα ακούγεται σχεδόν ακατόρθωτο – και είναι σίγουρα πολυδάπανο. Κι άλλες καμπάνιες στο παρελθόν οραματίστηκαν να επαναφέρουν στη ζωή τον Bièvre. Γιατί αυτός, ο «χαμένος ποταμός», ήταν ανέκαθεν μέρος της «μυστικής ιστορίας» της πόλης, και συνάρπαζε τους Παριζιάνους. Σε αυτόν τον υδάτινο φιδίσιο δρόμο λέγεται πως η θεά Άρτεμις μεταμόρφωσε μια νύμφη προκειμένου να τη γλιτώσει από κάποιον στρατιώτη της Τροίας. Και ότι ένας δράκος τρομοκρατούσε κάποτε την περιοχή από εκεί, μέχρι που ένας επίσκοπος τον έδιωξε, τον 4ο μ.Χ. αιώνα.
Όλες οι προηγούμενες καμπάνιες ωστόσο απέτυχαν. Τώρα, όμως, ήδη εκπονείται μελέτη εφικτότητας. Και οι όροι έχουν αλλάξει. «Το εγχείρημα αποκτά νέα ορμή εν όψει της κλιματικής αλλαγής, των εντεινόμενων κυμάτων καύσωνα και της απειλούμενης βιοποικιλότητας», θα έλεγε ο αντιδήμαρχος του Παρισιού με χαρτοφυλάκιο το Περιβάλλον Dan Lert στο National Geographic. «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε όπως ξέραμε με την αστική ανάπτυξη… Οι κάτοικοι περιμένουν ότι θα προσαρμόσουμε την πόλη στις περιβαλλοντικές προκλήσεις», συμπλήρωνε.
Κατά κάποιο τρόπο, είναι σαν ο ποταμός να παίρνει την εκδίκησή του: η βιομηχανική ανάπτυξη που κυριολεκτικά τον έθαψε ζωντανό, οδήγησε στην κλιματική αλλαγή, η οποία επιτάσσει την άμεση απελευθέρωσή του! Άλλωστε, η μέση θερμοκρασία του Παρισιού είναι 2,3 βαθμούς υψηλότερη από την εποχή της Αναγέννησης. Μάλιστα, οι τοπικές αρχές υπολογίζουν πως στα μέσα του 21ου αιώνα το κλίμα του Παρισιού θα ομοιάζει με αυτό της Σεβίλλης, στη νότια Ισπανία.
Είναι βιωμένη εμπειρία, αλλά και τεκμηριωμένο επιστημονικά, ότι οι υδάτινοι όγκοι συμβάλλουν στην ελάττωση της θερμοκρασίας της περιοχής που διατρέχουν. Μετριάζουν επίσης τις συνέπειες μιας πλημμύρας, καθώς το νερό της βροχής βρίσκει κάπου διέξοδο. Και, φυσικά, ποιος τόπος χτισμένος στις όχθες ενός ποταμού ή μιας λίμνης δεν αναβαθμίζεται αισθητικά και δεν βελτιώνει την ποιότητα ζωής των κατοίκων;
Τα δύο πρώτα τμήματα του Bièvre εντός του Παρισιού αναμένεται να δουν το φως της μέρας στα τέλη του 2026, και να ενωθούν με κάποια τμήματά του που ξεθάφτηκαν με τον ίδιο τρόπο τα τελευταία χρόνια σε μικρότερες πόλεις, πάρκα και λιγότερο πυκνοδομημένες περιοχές.
Υπάρχει ένα εξαιρετικός όρος στα αγγλικά, για την απελευθέρωση των ποταμών, την επαναφορά τους δηλαδή στην επιφάνεια και την αποκατάσταση της ροής τους: «Daylighting» λέγεται – τα ποτάμια δηλαδή βλέπουν (ξανά) το φως της μέρας.
Και ο Bièvre δεν θα είναι ο πρώτος ούτε ο τελευταίος ποταμός που θα το ζήσει αυτό.
Ξεμπαζώνοντας ποτάμια «before it was cool»
Τη δεκαετία του 1980, όταν η κλιματική αλλαγή δεν υπήρχε καν ως όρος, η Ζυρίχη, η μεγαλύτερη πόλη της Ελβετίας, έτρεχε ήδη το «Bachkonzept» – το «Πρόγραμμα για τα Ποτάμια». Μάλιστα, έχει ψηφίσει σχετικό νομικό πλαίσιο για το πρόγραμμα. Η φοβερή Ζυρίχη, λοιπόν, έχει ξεθάψει μέχρι σήμερα τα περισσότερα ποτάμια, αποκαθιστώντας τη ροή τους μέσα στον αστικό ιστό και προσαρμόζοντάς τα στην αρχιτεκτονική του τοπίου. Θεωρούνται οι πλέον ειδήμονες στο θέμα.
Η συστηματική προσπάθεια των Ελβετών αποδίδεται αφενός στην επιθυμία τους για ανάκτηση του δημόσιου χώρου και βελτίωση της ποιότητας ζωής (το αντίθετο, δηλαδή, από αυτό που κάνουμε στην Ελλάδα). Ταυτόχρονα, επιτυγχάνουν οικονομικό όφελος: καθώς όταν το καθαρό νερό ρέει στα ποτάμια αντί στους υπόγειους αγωγούς (τους υπονόμους), αυτό σημαίνει ότι ρέει λιγότερο νερό στους αγωγούς λυμάτων, άρα μειώνονται τα κόστη επεξεργασίας των τελευταίων.
Στην πρωτοπορία, και η πατρίδα του Ντίκενς
Κι αν στο Παρίσι θάφτηκαν ποτάμια γιατί μετατράπηκαν σε μολυσμένους χείμαρρους με τη βιομηχανική ανάπτυξη, δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί κάτι διαφορετικό στη μήτρα της Βιομηχανικής Επανάστασης, το Λονδίνο. Σήμερα, πασίγνωστες λεωφόροι όπως η Strand που στη συνέχεια γίνεται Fleet Street, «τρέχουν» επάνω από μπαζωμένα ποτάμια. Κι αν είναι μάλλον απίθανο να ξηλωθούν αυτοί οι δρόμοι, ωστόσο από το 2009 το Λονδίνο έχει ελευθερώσει περισσότερα από 17 χμ. ποταμών και ρεμάτων. Πιο γνωστός ίσως είναι ο καθαρισμός και η αποκατάσταση του Ποταμού Lea και του ιστορικού δικτύου των Ποταμών Bow Back για τους Ολυμπιακούς του Λονδίνου το 2012.
Το πιο πρόσφατο, όμως, τέτοιο εγχείρημα στη Γηραιά Αλβιώνα είναι σε μια πόλη του βορρά της, επίσης σημαντικό κέντρο της Βιομηχανικής Επανάστασης, το Σέφιλντ. Σε μια καλλιτεχνική γειτονιά της πόλης, ανάμεσα σε εγκαταλελειμμένα εργοστάσια και τα χαρακτηριστικά terrace houses με τα κόκκινα τούβλα, ξεπηδά ξαφνικά μια πράσινη όαση: πρόκειται για το Porter Brook, ένα μικρό αμφιθέατρο στις όχθες του ποταμού Porter, εκεί που άγριες πέστροφες γεννούν την άνοιξη και φοιτητές από το γειτονικό κολέγιο κάνουν πικνίκ και βαρκάδα. Μόνο που έως το 2015, αντί για ποτάμι βρισκόταν εκεί ένα πάρκινγκ.
Το Σέφιλντ πήρε το όνομά του από τον Sheaf, έναν από τους ποταμούς επάνω στους οποίους είναι χτισμένο – κάτι που δεν μπορείς να μαντέψεις επουδενί, αφού δεν βλέπεις σχεδόν πουθενά το νερό. Ωστόσο, κι εκεί τα ποτάμια μπαζώθηκαν τον 19ο αιώνα, γιατί είχαν μετατραπεί σε φορείς ακαθαρσιών.
Ήταν τόσο μεγάλη η επιτυχία του Porter Brook που το δημοτικό συμβούλιο του Σέφιλντ σχεδιάζει κι άλλα τέτοια πάρκα. Το πιο σπουδαίο: σκέφτονται να απελευθερώσουν –μετά από έναν αιώνα- τμήμα του Sheaf, κοντά στο πρώην μεσαιωνικό κάστρο. Δέντρα, λουλούδια και παγκάκια για τους διαβάτες αποτελούν μέρος του όλου σχεδιασμού.
Σε μια άλλη περίπτωση, μόλις τον Μάιο του 2021, το βιομηχανικό Μάντσεστερ ξέθαψε μετά από 50 χρόνια και αποκατέστησε τμήμα του Medlock, ενός από τους τρεις ποταμούς επάνω στους οποίους έχει χτιστεί. Ο ποταμός θα γίνει το κέντρο του Πάρκου Mayfield, με πλούσια βλάστηση στις όχθες του και αναβίωση της βιοποικιλότητας, στην καρδιά της πόλης.
130 εκατ. δολ. για την αποκατάσταση ενός ρέματος
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στο πρώτο τέτοιο εγχείρημα στις ΗΠΑ, το Yonkers της Νέας Υόρκης ξέθαψε μετά από έναν αιώνα τον ποταμό Saw Mill. Η αποκατάστασή του στοίχισε 19 εκατ. δολ – και στόχος είναι να επανέλθει εκεί και η θαλάσσια ζωή.
Τον περασμένο Δεκέμβριο δημοσιευόταν ότι τώρα η Νέα Υόρκη ετοιμάζεται να ρίξει το ιλιγγιώδες ποσό των 130 εκατ. δολαρίων για να ξεθάψει ένα μικρό ποτάμι που μπάζωσε πριν από έναν αιώνα. Πρόκειται για το Tibbetts Brook στη συνοικία του Μπρονξ, κι είναι ένα από τα πιο φιλόδοξα σχέδια βελτίωσης των πράσινων υποδομών της πόλης.
Μα, η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη που περιβάλλεται από νερό – τον ανοιχτό ωκεανό, παραλίες, ποτάμια. Γιατί ρίχνει τόσο χρήμα για να φέρει στην επιφάνεια ένα ρέμα;
Το Tibbetts Brook είναι ένα από τα εκατοντάδες ρυάκια, πηγές, ρέματα που έχει καταπλακώσει η μητρόπολη καθώς υπάκουε στην αλαζονεία των ουρανοξυστών της. Η κλιματική αλλαγή ήταν κι εδώ καθοριστικός παράγοντας για την τελική απόφαση, αφού το θάψιμο του ρέματος έχει επιδεινώσει τα πλημμυρικά φαινόμενα στην πόλη. Το Tibbetts Brook –επισημαίνουν οι New York Times- διοχετεύει περί τα 8,33 δισεκατομμύρια λίτρα γλυκού νερού τον χρόνο στους ίδιους υπόγειους αγωγούς που μεταφέρουν οικιακά λύματα και βρόχινο νερό σε εργοστάσια επεξεργασίας λυμάτων. Έτσι, καταλαμβάνει σημαντικό όγκο στο παλαιό σύστημα υπονόμων και συντελεί σε υπερχειλίσεις που καταλήγουν σε γειτονικά ρέματα.
«Οπότε, όταν τα απομεινάρια του Τυφώνα Ida υπερχείλισαν τους αγωγούς τον Σεπτέμβριο, το ρέμα έπρεπε έτσι κι αλλιώς να συνεχίσει τη ροή του. Και τη συνέχισε – αναβλύζοντας στη στεριά, προκαλώντας κάποια από τα χειρότερα πλημμυρικά φαινόμενα της πόλης και βγαίνοντας στη λεωφόρο… όπου παγίδευσε δεκάδες αυτοκίνητα, λεωφορεία και φορτηγά ενώ η στάθμη των υδάτων ανέβαινε», έγραφαν οι New York Times.
«Γίναμε το διεθνές σύμβολο για το τι συμβαίνει όταν η πόλη δεν έχει προετοιμαστεί για πλημμύρες», θα έλεγε ο Ρόμπερτ Φανούτσι, πρόεδρος της οργάνωσης πολιτών Bronx Council for Environmental Quality.
«Το νερό δεν προορίζεται να μπαίνει σε αγωγούς και να θάβεται»
Στη Νέα Σκωτία του Καναδά, την άνοιξη του 2017 ελευθέρωσαν 300 μέτρα του ποταμού Sawmill μετά από πέντε μήνες αδιάκοπης εργασίας. Ο ποταμός είχε θαφτεί τη δεκαετία του ’70 μετά από μια καταστροφική πλημμύρα. Μισό αιώνα αργότερα, είχε έρθει η ώρα για τον αγωγό διαμέτρου 2,5 μέτρων (μέσα από τον οποίο περνούσε το ποτάμι) να αντικατασταθεί, καθώς οι ειδικοί έκριναν πως δεν θα άντεχε άλλον ένα τυφώνα. Τελικά, αντί να τον αντικαταστήσουν, αποφάσισαν να ελευθερώσουν το ποτάμι. Οι αγωγοί μπορούν να συγκρατήσουν μόνο μια ορισμένη ποσότητα νερού προτού υπερχειλίσουν ή «σκάσουν», ενώ τα ποτάμια με τις πορώδεις όχθες τους είναι πολύ πιο αποτελεσματικά στην «απορρόφηση» του νερού από τις καταιγίδες. Κι αυτό έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία εν όψει κλιματικής αλλαγής.
«Το νερό δεν είναι για να μπαίνει σε σωλήνες και να θάβεται. Είναι τόσο τεχνητός αυτός ο τρόπος διαχείρισης», θα πει ένας ειδικός στο CBC. Το εγχείρημα έχει εμπόδια έναν μεγάλο δρόμο κι ένα κυβερνητικό κτίριο που έχουν χτιστεί επάνω από το θαμμένο ποτάμι. Το κόστος είναι μεγάλο -γύρω στα 9 εκατ. δολ. δόθηκαν μόνο για την πρώτη φάση- όμως οι ειδικοί είναι πεπεισμένοι πως τα οφέλη θα είναι μεγαλύτερα.
Η λεωφόρος που έγινε ποτάμι
Να φέρεις έναν ποταμό στην επιφάνεια δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά, καθώς πολλές πόλεις είναι χτισμένες επάνω σε δίκτυα αγωγών και υπονόμων εκεί όπου άλλοτε υπήρχαν ρυάκια και ποτάμια. «Σε κάποιες περιπτώσεις, θα αποδειχθεί αδύνατον», λέει η υδρολόγος Claire Oswald στο CBC. «Θα πρέπει να γκρεμίσεις σπίτια, δρόμους και τέτοια για να το επαναφέρεις στη φυσική του ροή».
Ωστόσο, η ανθρωπότητα σιγά σιγά συνειδητοποιεί ότι το να θάβεις τα ποτάμια δεν είναι ιδιαίτερα καλή ιδέα. Οπότε, όπου είναι εφικτό, γιατί να μην τα αποκαταστήσεις;
Δεν στέφονται, βέβαια, όλες οι απόπειρες daylighting με επιτυχία. Όταν, για παράδειγμα ξεμπαζώθηκε το 2013 το ποτάμι Moselle στο Βόρειο Λονδίνο, σύντομα διαπιστώθηκε ότι ήταν μολυσμένο με οικιακά λύματα εξαιτίας λανθασμένων συνδέσεων με γειτονικούς αγωγούς σπιτιών – και άρα αποτελούσε απειλή για τη δημόσια υγεία. Το μάθημα λοιπόν ήταν ότι «εάν σκοπεύεις να ξοδέψεις πολλά χρήματα για να ξεθάψεις ένα ποτάμι, πρέπει ταυτόχρονα να ελέγξεις την ποιότητα του νερού», όπως θα έλεγε στον Guardian ο Αdam Broadhead, που τρέχει την ιστοσελίδα daylighting.org.uk.
Για παράδειγμα, ο Bièvre στο Παρίσι μπορεί να αναγεννηθεί γιατί βελτιώθηκε η ποιότητα του νερού του: την τελευταία εικοσαετία: η εταιρεία ύδρευσης της περιοχής εργάστηκε συστηματικά για να επιδιορθώσει προβληματικούς αγωγούς που έριχναν λύματα στον Bièvre, ενώ έλεγχε τακτικά σπίτια και επιχειρήσεις που βρίσκονται κατά μήκος του. Γι’ αυτό ήδη αρκετά τμήματά του εκτός Παρισιού έχουν ξεμπαζωθεί κι αποκατασταθεί.
Και μια άλλη περίπτωση, που παρουσιάζεται κιόλας ως υπόδειγμα επιτυχίας αποκατάστασης ποταμού, έχει τα μελανά της σημεία. Πρόκειται για το Ρέμα Cheonggyecheon στη Σεούλ, που τον Σεπτέμβριο του 2005 αντικατέστησε μια ολόκληρη πολύβουη λεωφόρο στο κέντρο μιας πόλης 25 εκατομμυρίων κατοίκων, παρέχοντας μια όαση ελεύθερου δημόσιου χώρου, βλάστησης και δροσιάς.
Ωστόσο, το Cheonggyecheon δεν ήταν περίπτωση ξεμπαζώματος, καθώς δημιουργήθηκε τεχνητά στη θέση του αυθεντικού ρέματος – λειτουργεί δηλαδή σαν συντριβάνι. Πέρα από τα αμφισβητούμενα κίνητρα των οραματιστών του, που έχουν κατηγορηθεί για πολιτικές σκοπιμότητες, ατασθαλίες και άρνηση διαλόγου με την τοπική κοινωνία, το Cheonggyecheon μάλλον δεν αποτελεί οικολογικό πρότυπο. Φυσικά, μείωσε τη θερμοκρασία των τριγύρω επιφανειών και βοήθησε στην αύξηση της βιοποικιλότητας. Όμως, «επειδή ο πάτος του ρέματος είναι από τσιμέντο, εξ ου και είναι σχεδόν αδύνατον να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε λειτουργία καθαρισμού, μπορεί λογικά να υποθέσει κάποιος ότι σταδιακά θα “βρωμίσει”», έγραφε ήδη το 2010 ο Eunseon Park, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Yonsei για την Αστική Βιωσιμότητα και επικεφαλής της ακτιβιστικής κίνησης Listen to the City. Για τον ίδιο λόγο, προσέθετε, η επιδείνωση του προβλήματος των φυκιών, σημαίνει ότι το κόστος συντήρησης αυξάνεται κατά 30% ετησίως.
Παρά τις όποιες αποτυχίες, η τάση καταγράφεται πλέον ξεκάθαρα: ελευθερώστε τα ποτάμια, αποκαταστήστε το φυσικό περιβάλλον, μειώστε τη θερμοκρασία, κάντε τον πλανήτη βιώσιμο. Δεν έχουμε άλλον.
Αθήνα: Η μόνη ευρωπαϊκή πόλη χωρίς ποτάμι
Ήταν ένα πρωινό πριν από πολλά χρόνια, όταν περνώντας με το λεωφορείο μπροστά από το ξενοδοχείο Κάραβελ, άκουσα μια γιαγιά στην μπροστινή θέση να λέει: «Εδώ κάποτε ήταν ένα μεγάλο ποτάμι». Γούρλωσα τα μάτια, κι έγινα συνειδητά λαθρακουστής, για να μάθω λεπτομέρειες. Δεν γνώριζα. Έκτοτε, αυτό το σημείο δεν θα ήταν ποτέ πια ακριβώς δρόμος για μένα, αλλά ένας αδίστακτος τσιμεντένιος βόας που είχε καταπιεί ολόκληρο τον παράδεισο, μαζί με τα λουλούδια και τα πουλιά του.
Ο ποταμός ήταν ο Ιλισός. Η Αθήνα είναι η μοναδική πόλη της Ευρώπης που δεν έχει αφήσει ποτάμι για ποτάμι αμπάζωτο τη στιγμή που ακόμα και οι πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις του κόσμου ανέθεσαν σοφά στα ποτάμια να σμιλέψουν και να ορίσουν το αστικό τους τοπίο – ένα τοπίο που τώρα κουρνιάζει στις όχθες τους κι αναδεικνύεται από αυτές. Τα άλλα δύο μεγάλα θαμμένα ποτάμια της Αθήνας είναι ο Ηριδανός και ο Κηφισός. Είναι συγκλονιστικό ότι στα τέλη του 19ου αιώνα την πόλη μας διέρρεαν συνολικά 700 χείμαρροι, ποτάμια και ρυάκια.
Κι ενώ η παγκόσμια τάση, ειδικά την τελευταία δεκαετία, είναι να ξεθάβονται και να αποκαθιστώνται ποτάμια και ρέματα, η Αθήνα για μια ακόμα φορά «πρωτοτυπεί»: γιατί μπαζώματα δεν έγιναν μόνο στα παλαιότερα χρόνια, αλλά και πρόσφατα, εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004! Όπως έγραφε η «Καθημερινή» το 2005, «κόβονταν» τότε έργα αντιπλημμυρικά ελέω «βιτρίνας»: «Τεράστια έργα κατέλαβαν την Αττική γη, κόβοντας την πορεία των ρεμάτων, δημιουργώντας εκτάσεις ασφαλτοστρωμένες και τσιμεντοποιημένες, μειώνοντας την υδροαπορροφητικότητα του χώρου και μεγεθύνοντας τα προβλήματα. Ποιος ήταν ο σχεδιασμός της πολιτείας; Στις καλύτερες των περιπτώσεων εξασφαλιζόταν η ασφάλεια της συγκεκριμένης εγκατάστασης ή, άντε και του περιβάλλοντος χώρου. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα επικρατούσε το χάος».
Από τότε που εκδιώξαμε βάρβαρα τις νύμφες που λούζονταν στις όχθες του Ιλισού, ποτάμια και ρέματα που νομίζουμε πως τιθασεύσαμε με την παραμικρή βροχή φουσκώνουν και μας πνίγουν.
Μήπως ήρθε η ώρα, αντί για Rafale, να ζητήσουμε από τους Γάλλους τεχνογνωσία για το περιβάλλον ή θα παραμείνουμε εσαεί μοιραίοι θύτες του και θύματα της κλιματικής κρίσης;
Πηγή: m.popaganda.gr