Όλα ξεκίνησαν μ’ ένα βωλαράκι. Έψαξα λιγάκι στο δίκτυο για να βρω τι εξετάσεις έπρεπε να κάνω. Δεν το είπα σε κανέναν, γιατί δεν ήθελα να ανησυχήσουν άδικα – τους το είπα μόνο όταν ήξερα ακριβώς τι είναι. Αυτό έγινε πριν από 7 χρόνια και το πρόβλημα θεραπεύτηκε.
Μια φίλη δεν ήταν τόσο τυχερή. Τις προάλλες έκανε μια αναζήτηση και, την επόμενη, ο οικογενειακός υπολογιστής είχε γεμίσει ιατρικές διαφημίσεις. Ο σύζυγος παραξενεύτηκε και η φίλη αναγκάστηκε να ομολογήσει, όσο κι αν δεν ήταν έτοιμη. Ακόμη δεν έχει λάβει τελική διάγνωση και εύχομαι να μην είναι αυτό που φοβάται.
Το ζήτημα είναι το εξής:
Δεν είναι αυτό παραβίαση προσωπικών δεδομένων; Ποιος τους έδωσε το δικαίωμα να ψάχνουν στην προσωπική ζωή της φίλης μου, τη δική μου, τη δική σας; Με ποιο δικαίωμα μας παρακολουθούν για να μάθουν αν έχουμε οικογένεια ή όχι, αν μας αρέσει η πίτσα ή το ποδόσφαιρο και τι θα κάνουμε στις διακοπές;
Καταλαβαίνω ότι οι ιστοσελίδες βασίζονται στη διαφήμιση για να καλύπτουν τα έξοδά τους και το δέχομαι. Μου αρέσει που μπορώ με μια αναζήτηση να βρω τα πάντα και, αν το τίμημα πρέπει να είναι να δω μερικές διαφημίσεις, δεν έχω θέμα. Αλλά να ξεψαχνίζουν τη κάθε μου κίνηση ώσπου να ξέρουν τα πάντα για μένα;
Είναι τρελό, αλλά γίνεται. Και το πιο τρελό είναι πως γίνεται αδίστακτα, αδιάκοπα, με σκοπό το κέρδος. Οι διαφημιστές θέλουν να μειώσουν το κόστος των διαφημίσεων, αλλά ν’ αυξήσουν τα κέρδη. Αντί λοιπόν να πληρώνουν για 100 διαφημίσεις πάνας για να ανταποκριθεί ένας πελάτης, ψάχνουν να βρουν ποιοι πελάτες απέκτησαν πρόσφατα μωρό ώστε να δείξουν σε αυτούς τις διαφημίσεις πάνας, με την ελπίδα ότι θα ανταποκριθεί ένας στους δέκα. Η προσωπική μας ζωή είναι απλά μια παράπλευρη απώλεια, μια θυσία που δεν έχουν πρόβλημα να κάνουν, προκειμένου να μειώσουν τα έξοδά τους.
Τον παλιό καιρό, οι διαφημίσεις ήταν απλά αφίσες στο δρόμο. Tις έβλεπαν όλοι κι από αυτούς, κάποιοι ενδιαφέρονταν κι άλλοι όχι. Στον θαυμαστό καινούριο κόσμο του διαδικτύου, οι αφίσες αλλάζουν ανάλογα με το ποιος τις βλέπει. Για να τις αλλάξουν όμως, πρέπει να ξέρουν τα γούστα αυτού που κοιτάζει και δε θα διστάσουν να χρησιμοποιήσουν κάθε τεχνολογικό τερτίπι για να τα μάθουν. Θα χώσουν τη μύτη τους στις αναζητήσεις σας, θα ψάξουν τις παραγγελίες σας, θα κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να μάθουν αν είστε εργένης ή όχι, αν έχετε παιδιά ή κατοικίδια, τι παραγγέλνετε όταν πεινάτε, αν παίρνετε φάρμακα, αν ψάχνετε για δουλειά, γιατρό, πτήση, ξενοδοχείο.
Κι έτσι καταφέρνουν να ξέρουν για ’σας περισσότερα από όσα ξέρουν η οικογένεια και οι φίλοι σας. Μπορεί να ξέρουν ακόμη και πράγματα που θα προτιμούσατε να μην τους αποκαλύψετε, όπως οι ιατρικές ανησυχίες της φιλενάδας μου.
Πώς φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο; Πότε αποφασίσαμε πως δεν υπάρχει ιερό και όσιο; Πότε δώσαμε την προσωπική μας ζωή για εκμετάλλευση, σε απρόσωπες εταιρείες; Γιατί το αποδεχόμαστε;
Ξέρω πως το φαινόμενο δεν είναι καινούριο. Ξέρω πως δεν λέω τίποτα πρωτότυπο. Αλλά ξέρω πως πρέπει να κάνουμε κάτι και γρήγορα, γιατί η κατάσταση έχει ήδη ξεφύγει.