Αναρωτιέσαι γιατί δεν ξημερώνει μια καινούρια μέρα… γιατί η μιζέρια κι η δυστοπική πραγματικότητα παγιώνονται κι ευδοκιμούν… Αναρωτιέσαι.
Η απάντηση είναι πολύ απλή. Αρκεί να κοιτάξεις στον καθρέφτη σου. Κατά κανόνα θα δεις έναν άνθρωπο που έπαψε να ανησυχεί, να ερευνά, να ανατρέπει. Να παίρνει δηλαδή την ευθύνη της ζωής του.
Θα δεις έναν κατ’ επίφαση άνθρωπο, που έχει παραδώσει τα κλειδιά του εαυτού του σε διαχειριστές και εξουσίες, που στην πραγματικότητα ουδόλως τους ενδιαφέρει η κοινωνία των Ανθρώπων, παρά μόνον στο μέτρο που αυτή υπηρετεί την Λουδοβίκεια αντίληψή τους για το γίγνεσθαι. Οπότε, αν εσύ έχεις αναθέσει στον κάθε Λουδοβίκο να πράττει για σένα εν λευκώ, το να αναρωτιέσαι, είναι απλώς: Να ’χαμε, να λέγαμε…
Αυτό ακριβώς κάνει ο ραγιάς. Αποποιείται την ευθύνη έναντι του εαυτού του, τρώει με βουλιμία κι ευχαρίστηση τα ψίχουλα που πέφτουν απ’ το πλούσιο τραπέζι του Λουδοβίκου κι αναρωτιέται δήθεν για τα κακώς κείμενα, καταριέται την μοίρα του, κι ύστερα πάει για ύπνο ήσυχος και σίγουρος πως έπραξε το βαθύ ιστορικό του χρέος κυρίως έναντι του εαυτού του.
Να ’χαμε, να λέγαμε…