Του Αντώνη Μακρή
Δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος που πίστευε σε προφητείες ή σε παράξενες θεωρίες. Δούλευα σε τεχνικά πρότζεκτ, με σχεδιαγράμματα και τσιμέντο, με καλώδια και υδραυλικά. Όταν μας έστειλαν στο Πρότζεκτ: “Σκιά της Γης”, ήξερα ότι θα ήταν κάτι δύσκολο, απαιτητικό, ίσως επικίνδυνο, αλλά όχι ότι θα άλλαζε την ίδια την αντίληψη που είχα για την πραγματικότητα.
Η πρώτη φορά που είδα τη σκοτεινή ουσία ήταν από το ελικόπτερο. Μάς είχε βρει κάτι αναπάντεχο ως είδος. Μια αόρατη δύναμη είχε αρχίσει να καταπίνει κτίρια, δέντρα, δρόμους, σαν κάποιος να τραβούσε αόρατες κλωστές μέσα από τη γη και να εξαφανίζει τα πάντα με απόλυτη γεωμετρική ακρίβεια. Οι επιστήμονες δεν ήξεραν από πού προερχόταν. Οι κυβερνήσεις δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, πέρα από να παρατηρούν και να καταγράφουν.
Οι πρώτες ημέρες στην τοποθεσία ήταν σουρεαλιστικές. Ο τόπος είχε κενότητες, σαν κάποιος να είχε βγάλει κομμάτια από τη γη, αλλά δεν υπήρχαν χαλάσματα, ούτε κρατήρες, ούτε τίποτα που να θυμίζει φυσική καταστροφή. Απλώς κενά, γεωμετρικά τέλεια, ακατανόητα. Προσπαθήσαμε να μετρήσουμε, να χαράξουμε χάρτες, να σχεδιάσουμε θεμέλια, αλλά τα όργανά μας χτυπούσαν σαν να μετρούσαμε κάτι που δεν υπήρχε.
Η Ισαμπέλα Ρόουζ, μια μυστηριώδης γυναίκα που εμφανίστηκε ξαφνικά από το πουθενά ως η ύστατη λύση, ήταν η αρχιτέκτονας και στρατηγός του Πρότζεκτ: «Η Σκιά της γής», και η δουλειά ήταν η κατασκευή κάποιων ενεργειακών-Στρατηγικών μνημείων, ένα έργο που θα συνδύαζε στρατηγική και τέχνη.
Λένε ότι οι γλύπτες βλέπουν τον κόσμο διαφορετικά, και αυτή η αλήθεια είναι το κλειδί. Κάθε μνημείο δεν ήταν απλά μια κατασκευή. Ήταν ένα ενεργειακό σύμπαν, σχεδιασμένο με ακρίβεια που όμοιά της δεν είχα ξαναδεί. Τα σχέδια ήταν γεωμετρικές φόρμες που δεν καταλάβαινα με την πρώτη ματιά. Κύκλοι μέσα σε κύκλους, σπειροειδείς διαδρομές, αιχμηρές γωνίες που φαινόταν να ακουμπούν τον αέρα και να τον σχίζουν σε δυνάμεις. Μας εξήγησε ότι κάθε μνημείο έπρεπε να “τραβήξει” τη σκοτεινή ουσία με τρόπο που να αντιδράσει σαν υλικό, όχι σαν απειλή. Ήταν ένας συνδυασμός γλυπτικής, αρχιτεκτονικής και στρατηγικής. Κάθε τοίχος, κάθε πλάκα, κάθε γωνία είχε έναν λόγο ύπαρξης. Η Ισαμπέλα μας έλεγε ότι δεν χτίζουμε για εμάς, αλλά για κάτι που δεν καταλαβαίνουμε πλήρως. «Ο σκοπός», είπε, «είναι να ακολουθείς τα μοτίβα, να γίνεσαι μέρος της γεωμετρίας». Δεν ήταν απλώς οικοδόμηση. ήταν ένα τελετουργικό σε κλίμακα χιλιομέτρων.
Η τεχνική ήταν μοναδική. Κάθε μνημείο χτιζόταν από ένα μείγμα υλικών που εμποδίζει τη διάχυση, αλλά η μαγεία ήταν στη φόρμα. Ακολουθούσαμε πρότυπα που θυμίζουν αρχαίες πυραμίδες και μυστικά σύμβολα, αλλά με έναν τρόπο που δεν είχε ξαναγίνει. Τα μοτίβα ήταν επαναλαμβανόμενα, αλλά όχι μονότονα. Κάθε επανάληψη είχε μια μικρή παραλλαγή, ώστε η σκοτεινή ουσία να «πιάνει» την ενέργεια και να σταματά.
Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να «ενσωματώσουμε» την κίνηση της γης στο σχέδιο. Η σκοτεινή ουσία δεν ήταν στατική. Ανέπνεε και έρεε υπογείως. Έπρεπε να δημιουργήσουμε μονοπάτια, κοιλότητες και επίπεδα που να κατευθύνουν τη ροή της μέσα από τα μνημεία. Η Ισαμπέλα και το επιτελείο της σχεδίαζαν, εμείς ακολουθούσαμε, αλλά κάθε βράδυ ερχόταν με νέες προσαρμογές. Μερικές φορές έγραφε σημειώσεις σαν ποιήματα: «Ο κύκλος ακολουθεί το σκοτάδι, αλλά η αιχμή του γλυπτού σταθεροποιεί την αναπνοή». Τότε καταλάβαινα ότι δεν ήταν απλώς αρχιτέκτονας• ήταν στρατηγός που πολεμάει με τη μορφή της τέχνης. Παρακολουθούσε τα πάντα με μια αυστηρή ηρεμία. Η παρουσία της έδινε νόημα σε ό,τι φαινόταν παράλογο. «Δεν χτίζουμε μόνο για να σταματήσουμε την ουσία», μας έλεγε, «χτίζουμε για να διδαχτούμε τον τρόπο που η γη υπερασπίζεται τον εαυτό της».
Θυμάμαι τις πρώτες νύχτες όταν η σκοτεινή ουσία πλησίαζε την τοποθεσία. Δεν είχε χρώμα, δεν είχε ήχο αλλά ήταν εκεί. Ο αέρας ήταν διαφορετικός, οι αισθήσεις μας υπερφόρτιζαν με λεπτομέρειες που συνήθως περνούσαν απαρατήρητες. Οι μηχανικοί πανικοβλήθηκαν. Εγώ, όμως, παρατηρούσα τους όγκους που ανεγείραμε. Ένιωσα για πρώτη φορά κάτι παράξενα γαλήνιο. Σαν οι σκιές να σταματούσαν όταν οι πλάκες τοποθετούνταν σωστά, σαν οι γραμμές των γλυπτών να τραβούν τη σκοτεινή ουσία και να την κάνουν ακίνητη.
Μέρος του σχεδίου ήταν να εργαζόμαστε σε ομάδες, με απόλυτο συντονισμό. Κάθε εργάτης έπρεπε να κινείται με ακρίβεια. Ένα λάθος, και η ισορροπία χαλάρωνε. Στην αρχή, αυτό φαινόταν τρελό, εργαζόμασταν σαν να παίζαμε μουσική, με κινήσεις που έμοιαζαν με χορό γλυπτικής. Σιγά-σιγά, συνειδητοποιήσαμε ότι η ενέργεια της ομάδας συνδέεται με την σταθερότητα της ουσίας. Οι στρατιώτες-καλλιτέχνες, όπως τους ονομάζαμε πια, λειτουργούσαν σαν ζωντανά σημεία ισορροπίας, σαν να ήταν μέρος των μνημείων.
Μερικές νύχτες, όταν η σκοτεινή ουσία πλησίαζε, η ροή της φαίνονταν να ακολουθεί τις γραμμές των κατασκευών μας σαν να οδηγούνταν μέσα σε αόρατα κανάλια. Σαν να χτίζαμε έναν χάρτη για κάτι που δεν είχε υλική υπόσταση. Άλλες φορές ξυπνούσαμε με την αίσθηση ότι τα μνημεία μας είχαν αλλάξει θέση ή μορφή, σαν να είχαν ζωντανέψει τη νύχτα. Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει τα φαινόμενα, αλλά όλοι το δεχτήκαμε. Ήταν σαν να αναγνώριζαν οι κατασκευές μας τη δύναμη που προσπαθούσαμε να περιορίσουμε.
Μετά από μήνες, τα πρώτα μνημεία ολοκληρώθηκαν.
Όταν η σκοτεινή ουσία πλησίασε την περιοχή, κάτι παράξενο συνέβη. Αντί να καταπιεί τα πάντα, η ουσία άρχισε να σταματά, σαν να είχε αναγνωρίσει τις μορφές που χτίσαμε. Τα κενά γύρω από τα μνημεία παρέμειναν, αλλά δεν μεγάλωναν. Σταδιακά, η γη γύρω μας επανήλθε σε σταθερή μορφή. Κάθε νέο μνημείο που χτίζαμε έφερνε διαφορετική αντίδραση. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να συνεχίσουμε, να χτίζουμε, να προσαρμοζόμαστε, να παρατηρούμε. Κάποιοι από εμάς άρχισαν να γράφουν σημειώσεις, ημερολόγια, ακόμα και ποιήματα για την εμπειρία.
Σιγά-σιγά, η ομάδα έγινε όχι μόνο ομάδα εργασίας, αλλά κοινότητα παρατήρησης και κατανόησης. Μοιραζόμασταν παρατηρήσεις για τη ροή της ουσίας, για τις αντιδράσεις των μνημείων, για τις νύχτες που έμοιαζαν με παράξενες τελετές. Κάθε μνημείο αποκτούσε ιστορία, χαρακτήρα, προσωπικότητα και μυστήριο, σαν ζωντανό ον, και όλα αλληλεπιδρούσαν με την ουσία με διαφορετικό τρόπο. Οι μηχανικοί μετρούσαν δονήσεις, η φυσική παρατηρούσε ροές ενέργειας, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν αρκούσε αν η φόρμα δεν είχε την κατάλληλη «ψυχή».
Τώρα, όταν κοιτάζω τα μνημεία από μακριά, βλέπω περισσότερα από δομές. Βλέπω στρατηγικές και μουσικές, βλέπω χορό και τελετουργικό, βλέπω ανθρώπους που έγιναν μέρος ενός υπερβατικού σχεδίου. Κάθε σκιώδης γωνία, κάθε σπειροειδής διαδρομή, κάθε επίπεδο αντανακλά την προσπάθεια να ελέγξουμε το αόρατο.
Η εμπειρία με έχει αλλάξει δεν κοιτάζω πλέον τη γη και τον ουρανό με τον ίδιο τρόπο. Κοιτάζω τις μορφές, τις σχέσεις τους, τις δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν. Και ξέρω ότι, όσο περίεργο κι αν φαίνεται, αυτά τα μνημεία είναι η ελπίδα μας, η στρατηγική μας, η τέχνη μας και η άμυνά μας ενάντια σε κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί. Δεν υπάρχει εγγύηση ότι θα σταματήσει την ουσία για πάντα, αλλά η αίσθηση είναι ότι έχουμε δημιουργήσει έναν τρόπο επικοινωνίας. Οι γλυπτές μορφές δεν είναι απλώς κατασκευές• αλλά σύμβολα, στρατηγικές, ενεργειακά φίλτρα. Και εμείς είμαστε μέρος τους.
Καθώς ολοκληρώνουμε το τελευταίο μνημείο, αισθάνομαι ένα είδος ταπεινότητας που δεν είχα ποτέ πριν. Δεν χτίζουμε για εμάς. Χτίζουμε για έναν κόσμο που δεν καταλαβαίνουμε πλήρως. Χτίζουμε για κάτι που ίσως να μην βλέπουμε ποτέ με τα μάτια μας, αλλά που αισθανόμαστε με την ψυχή μας. Και αυτή η αίσθηση, παρά τον φόβο και την αβεβαιότητα, είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή που έχω βιώσει ποτέ.