100 χρόνια προσφυγιάς – Η Μικρασιατική τραγωδία (Αφιέρωμα)

blonde lesbians very hot cam show.desi xxx brandi lyons teaches you the meaning of pain.
pornhun
hd porn

Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ ΚΑΙ Η ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ

Του Απόστολου Κ. Κοκόλια

Προϊστορία και συνθήκη των Σεβρών

Αναζητώντας κανείς διαχρονικά τις κρίσιμες στιγμές που σημάδεψαν την ελληνική ιστορία και καλλιέργησαν στο λαό την υπερφίαλη και ανέφικτη μεγάλη ιδέα, θα σταθεί υποχρεωτικά σε κάποιες καθοριστικές χρονολογίες:

Στους μαζικούς εποικισμούς των αρχαίων Ελλήνων στα παράλια της Μ. Ασίας και του Πόντου από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους μέχρι και τον 7ο αιώνα π.χ.

Στον 5ο π.χ. αιώνα με τη νίκη των Περσικών πολέμων, που έθεσε τις βάσεις για την επέκταση του ελληνικού πολιτισμού στα παράλια της Μικράς Ασίας.

Στον 4ο π.χ. αιώνα με την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου, που καλλιέργησε το απατηλό όνειρο ενός ελληνικού επεκτατισμού στην Ανατολή.

Στο 334μ.χ. με τη δημιουργία του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, που μετεξελίχθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι προγονόπληκτοι πίστεψαν αφελώς ότι επρόκειτο για μια βιώσιμη «ελληνική αυτοκρατορία».

Στο 1453 με την άλωση της Πόλης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή, που οδήγησε τον ελληνικό λαό σε μια σκλαβιά τεσσάρων αιώνων.

Στο 1821 με την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση, που έθεσε τις βάσεις του ελληνικού κράτους με την απελευθέρωση μικρού έστω μέρους του Ελληνισμού.

Στο 1919 με τη συνθήκη των Σεβρών, που με την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών φάνηκε προς στιγμή να δικαιώνει τη θεωρία του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και το «πάλι με χρόνια και καιρούς πάλι δικά μας θα’ ναι».

Στη θριαμβευτική απόβαση του ελληνικού στρατού με την προτροπή των συμμάχων το 1918 στην Κωνσταντινούπολη και το 1919 στη Σμύρνη, που φούντωσε στις καρδιές των Ελλήνων τη λαχτάρα της δικαίωσης της εθνικής ολοκλήρωσης. Και τέλος

Στην αδικαιολόγητη και τελικά καταστροφική συνέχιση της Μικρασιατικής εκστρατείας με στόχο την Άγκυρα, που οδήγησε στη μεγαλύτερη συρρίκνωση, αλλά και τελικά συσπείρωση, που γνώρισε μέχρι σήμερα αυτό που με περισσή αυταρέσκεια ονομάζουμε «Ελληνισμό», αποδίδοντας σ’ αυτόν τον όρο και στοιχεία όχι μόνο πολιτιστικής αλλά και φυλετικής ανωτερότητας.

Ως κορυφαίο απ’ όλα αυτά γεγονός για την επιδίωξη της εθνικής μας αυτογνωσίας θεωρώ την τραγική κατάληξη της Μικρασιατικής εκστρατείας, που σήμανε και τον οριστικό ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας.

Απ’ όλη αυτή τη μακραίωνη και πολυποίκιλη παρουσία και δραστηριότητα των Ελλήνων στο σημείο σύγκλισης των τριών ηπείρων, Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής εκείνο που μέχρι τις αρχές του 20ο αιώνα είχε απομείνει ακόμα σχετικά αλώβητο και ακμαίο, ήταν ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Κωνσταντινούπολης. Πολυάνθρωπος, συμπαγής και βαθιά ριζωμένος στον τόπο του από την εποχή ακόμα των ελληνικών αποικισμών, ήταν ασύγκριτα πιο προηγμένος κοινωνικά και πολιτιστικά από το υπόλοιπο κομμάτι του εθνικού κορμού, που είχε παρακμάσει στην κυρίως Ελλάδα, αφού είχε γνωρίσει και υποστεί τις συνέπειες της επώδυνης σκλαβιάς ζώντας το δικό του ελληνικό μεσαίωνα, όταν στην Ευρώπη άρχιζε η περίοδος της μεγάλης αναγέννησης των λαών.

Επομένως η Μεγάλη Ιδέα, δεν ήταν παρά η φαντασίωση της αναβίωσης μιας νέας ελληνικής αυτοκρατορίας στα εδάφη όπου ακόμα ο ελληνισμός παρέμενε συμπαγής, ζωντανός και δημιουργικός. Με αντικριστούς φάρους, την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, ως χώρος υλοποίησης της εγκεφαλικής αυτής σύλληψης επιλέχθηκε η Μικρά Ασία.

Το εγχείρημα ως εδώ θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ίσως ως παράτολμο και ριψοκίνδυνο, αλλά δεν ήταν και οπωσδήποτε καταδικασμένο σε αποτυχία. Είχε κάποια στοιχεία εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος.

Εθνικό παραλήρημα

Κόκκινη Μηλιά ‒ Άγκυρα ‒ Σαγγάριος

Στα τέλη όμως του Οκτώβρη 1918, όταν ο ελληνικός στόλος με επικεφαλής το θωρηκτό «Αβέρωφ» κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη, η υποδοχή από τους εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες της Πόλης ήταν αδύνατο να περιγραφεί. Την ώρα της έπαρσης της ελληνικής σημαίας και της ανάκρουσης του ελληνικού Εθνικού Ύμνου οι ομογενείς κατέκλυσαν το χώρο γύρω από το Πατριαρχείο και την Αγιά Σοφιά, βέβαιοι ότι ήρθε η ώρα της εκπλήρωσης της Μεγάλης Ιδέας. Και όταν ο ελληνικός στρατός στις 2/5/1919 αποβιβάσθηκε στην προκυμαία της Σμύρνης, μια φρενίτιδα εθνικού παραληρήματος και εθνικιστικού παροξυσμού κατέλαβε ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού και στις δύο ακτές του Αιγαίου. Η εικόνα του μαρμαρωμένου βασιλιά θεωρήθηκε ότι αποκτά σάρκα και οστά. Άφρονες και ανερμάτιστοι πολιτικοί και στρατιωτικοί καλλιέργησαν στη συνείδηση του λαού την ιδέα της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την Ελλάδα των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Αυτό όμως προϋπέθετε κατάλυση του τουρκικού κράτους. Το όραμα της Κόκκινης Μηλιάς και η πορεία προς την Άγκυρα αλλοίωσαν τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα της εκστρατείας και τον μετέτρεψαν σε κατακτητικό. Οι ωμότητες του ελληνικού στρατού σε βάρος των μη χριστιανικών πληθυσμών της Μ. Ασίας αμαύρωσαν το ιδεολογικό υπόβαθρο της εκστρατείας. Και η μεταστροφή της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στις υπερφίαλες ελληνικές αξιώσεις οδήγησε από το απατηλό όνειρο της Μεγάλης Ιδέας στη Μικρασιατική τραγωδία. Έτσι, στις 10 Σεπτεμβρίου 1922 στην ίδια εκείνη προκυμαία της Σμύρνης είχαμε και την αντίθετη όψη του ίδιου νομίσματος. Το όνειρο κράτησε μόνο 39 μήνες και 25 ημέρες. Και στις 24/7/1923 ήρθε και η ληξιαρχική πράξη θανάτου της Μεγάλης Ιδέας, η Συνθήκη της Λωζάνης.

Η καταστροφή ‒ Λήθη ή λησμονιά;

 

            Μα τόσο δάκρυ, τόσο αίμα

            για την Ελλάδα τη Μεγάλη

            τόσοι καημοί για ένα ψέμα

            για την πατρίδα μας την άλλη;

 

Αργά το χάραμα ροδίζει

κι απ’ τη μεγάλη την ιδέα

πίσω η Σμύρνη που καπνίζει

ειν’ η ματιά η τελευταία.

 

Άμοιρη γη της Ιωνίας

μαζί με κείνα τα παιδιά σου

και τον καημό της νοσταλγίας

 πνίξε στα γαλανά νερά σου.

 

Και μεσ’ το κλάμα της οδύνης

στο σπαραγμό της προσφυγιάς

το φυλαχτό της Ρωμιοσύνης

κρύψε στα βάθη της καρδιάς.

                                                                       Απ. Κ. Κ.

 

Πολύ σωστά το αποτέλεσμα χαρακτηρίσθηκε ως εθνική συμφορά. Από τα τρία περίπου εκατομμύρια των Ελλήνων της Μ. Ασίας, της Ανατολικής Θράκης και του Πόντου κοντά στο 1½ εκ. εξοντώθηκαν κατά διάφορες χρονικές περιόδους με ποικίλους τρόπους και περίπου 1½ εκ. κατόρθωσε να διαπεραιωθεί κάτω από άθλιες συνθήκες στα νησιά και στις απέναντι ακτές του Αιγαίου ζητώντας προστασία στην αγκαλιά της μητέρας πατρίδας. Δηλαδή εφαρμόστηκε πιστά το σχέδιο της από 15/12/1916 διαταγής της τουρκικής στρατιωτικής ηγεσίας: «άμεση εξόντωση μόνο των ανδρών των πόλεων από 14-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικόπαιδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξοντώσεως».

Αυτή η εθνική συμφορά στη συνείδηση του ελληνικού λαού έχει χαραχθεί με ανεξίτηλα γράμματα. Ήταν τέτοια η ταπείνωση που ένιωσαν τότε οι Έλληνες, ώστε ακόμα και μέχρι σήμερα δεν μπορούν να εξαλειφθούν από τη μνήμη τους οι θλιβερές εκείνες εικόνες της σφαγής των πατέρων και των παππούδων τους και οι θηριωδίες των στρατευμάτων του Κεμάλ. Και ήταν όντως αναπόφευκτο να καλλιεργηθεί στη συνείδησή τους το μίσος απέναντι στον «προαιώνιο εχθρό» και η λαχτάρα της αντεκδίκησης. Ο τουρκικός λαός, στο σύνολό του σχεδόν, θεωρήθηκε ως ο κύριος υπεύθυνος για όλη αυτή τη φρίκη. Ενώ οι ψύχραιμες και αντικειμενικές προσεγγίσεις, που αναγνώριζαν ότι ο προαιώνιος εχθρός δεν ήταν η φύση του τουρκικού λαού, αλλά η εκάστοτε ιθύνουσα τάξη της Τουρκίας, που τον φανάτιζε κάθε φορά, ήταν τότε ελάχιστες.

Ύστερα από εννέα περίπου δεκαετίες, σήμερα, οι δύο λαοί βρίσκονται ακόμα σε σύγχυση. Αν εξαιρέσει κανείς τους φανατικούς εθνικιστές και από τις δύο πλευρές, τους «Ελληναράδες» από δω και τους «Γκρίζους Λύκους» από κει, η μεγάλη πλειονότητα των απλών ανθρώπων ταλαντεύεται ανάμεσα σε τρεις επιλογές. Η μία είναι η λήθη. Με την έννοια ότι δεν ωφελεί πια να ανατρέχει διαρκώς κανείς στο παρελθόν και σε όσα κατά καιρούς χώρισαν και έφεραν αντιμέτωπους τους δύο λαούς. Δεν τα ξεχνάμε βέβαια, αλλά και δεν τα αναμοχλεύουμε. Και προσπαθούμε να δημιουργήσουμε νέες πια συνθήκες ειρηνικής συνύπαρξης. Η άλλη επιλογή είναι η λησμονιά. Να ξεχάσουμε αυτό που έγινε και να επιδιώξουμε να γίνουμε δύο καλοί φίλοι. Και η τρίτη επιλογή είναι η παραχάραξη και διαστρέβλωση της ιστορίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει ποτέ τα παιδιά μας να μάθουν την αλήθεια. Εκφράζεται η λογική αυτή με τον επιπόλαιο ισχυρισμό σε σχολικό βιβλίο ότι «εκείνες τις μέρες στο λιμάνι της Σμύρνης υπήρξε συνωστισμός». Εκτός κι αν με αυτό υπονοείται η αλήθεια που περιγράφει ο Παύλος Καρολίδης στη «Σύγχρονη Ιστορία των Ελλήνων»: «Επί αρκετόν μήκος εκατοντάδες πτωμάτων είχον πληρώσει την θάλασσαν, ώστε να δύναται τις να βαδίση επ’ αυτών και τους επιπλέοντες δια της θαλάσσης απετελείουν οι Τούρκοι δια μαχαιρών και ξύλων».

Είναι, σίγουρα, δύσκολη η απάντηση για τον ελληνικό λαό. Γιατί έχει επιπλέον να συνεκτιμήσει και νεότερα ιστορικά γεγονότα, που είναι αδύνατο να τα αγνοήσει. Μετά τη σφαγή του 1920-28 στη Μικρασία και τον Πόντο ακολούθησαν νέοι διωγμοί με τα θλιβερά γεγονότα και τους  βανδαλισμούς του 1955 στην Κων/λη και η εισβολή στην Κύπρο το 1974, που οδήγησε σε νέα θύματα και νέους πρόσφυγες και κατέληξε στην κατοχή μεγάλου μέρους της μεγαλονήσου από τουρκικά στρατεύματα, έστω κι αν σ’ αυτό υπήρξαν και σοβαρές ελληνικές ευθύνες.

Συνεπώς είναι προφανές, ότι η επιθετική πολιτική των στρατοκρατών της Άγκυρας συνεχίζεται. Και έχει σταθερά την ανοχή ή και την ενθάρρυνση του διεθνούς παράγοντα. Ενώ από ελληνικής πλευράς υπάρχει μια συνεχής υποχωρητικότητα. Γιατί βέβαια τα διεθνή συμφέροντα δεν αφήνουν και μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας για τον ελληνικό λαό. Και για δικούς τους λόγους οι στρατοκράτες της Άγκυρας συνεχίζουν να διατηρούν σε κατάσταση εθνικιστικού και θρησκευτικού φανατισμού όσο τμήμα του τουρκικού λαού μπορούν ακόμα να ελέγχουν.

Παρά ταύτα η επιλογή σήμερα του ελληνικού λαού δεν μπορεί να είναι παρά μόνο μία: Ναι στη λήθη, όχι στη λησμονιά και σίγουρα όχι στην παραχάραξη της ιστορίας.

Από μια κόρη τρυφερή

στα κύματα λουσμένη

μιαν Αφροδίτη δροσερή

τι τώρα απομένει;

 

Μένει ο ίσκιος της ελιάς

στου κάμπου το λιοπύρι

και το κλαδί της προσφυγιάς

πλάι στο παραθύρι

            Απ. Κ. Κοκόλιας

Οι ταγοί του Ελληνισμού της Μ. Ασίας

Μητροπολίτης Χρυσόστομος ‒ Ύπατος Αρμοστής Αριστ. Στεργιάδης

Οι κορυφαίες ηγετικές προσωπικότητες του Ελληνισμού της Μ. Ασίας ήταν δύο. Ο Μικρασιάτης Ιεράρχης και ο Κρητικός Ύπατος Αρμοστής.

Την ώρα που οι Τούρκοι ντελήδες έμπαιναν στη Σμύρνη με γυμνά τα σπαθιά τους, πολλοί συμβούλευσαν τον ποιμενάρχη να φύγει. Η απάντηση ήταν: «το καθήκον μου είναι να μείνω με το ποίμνιό μου». Λίγες ώρες αργότερα κατακρεουργήθηκε από το μαινόμενο πλήθος. Είχε βέβαια πολλές ευθύνες για την προηγούμενη κακή συμπεριφορά του προς το Μουσουλμανικό στοιχείο της Σμύρνης, οπωσδήποτε όμως δειλός δεν υπήρξε.

Την ίδια ώρα ο πολιτικός και διοικητικός ηγέτης του Ελληνισμού Αριστείδης Στεργιάδης εγκατέλειψε τη Σμύρνη στη σφαγή και στις φλόγες, επιβιβάστηκε κρυφά σ’ ένα εγγλέζικο πολεμικό και διέφυγε στην Ευρώπη. Δεν τόλμησε να ξαναγυρίσει ποτέ στην Ελλάδα. Το μίσος του Στεργιάδη για τους Μικρασιάτες ήταν πασίγνωστο. Στην Ήπειρο, όπου είχε υπηρετήσει ως Γενικός Διοικητής, του έδωσαν το παρατσούκλι «Αλή Πασάς». Οι πρόσφυγες θα συγκρατήσουν τη συνηθισμένη του φράση: «Θα σας κυβερνήσω με το βούρδουλα». Οι Χρ. Θεοδωρίδης ‒ Σωκ. Κλαδάς στο βιβλίο τους «Πρόσφυγες φοιτητές» τον χαρακτηρίζουν «απαίσιον τον χαρακτήρα και την ψυχήν». Και ο τότε υπουργός Εσωτερικών Γεώργιος Παπανδρέου, που τον επισκέφθηκε στη Σμύρνη λίγες μέρες πριν την καταστροφή θυμάται: «Μου είπε ότι βλέπει να έρχεται η κατάρρευση. Τον ρώτησα: Και γιατί δεν ειδοποιείς τον κόσμο να φύγει; Και πήρα την απάντηση: Καλύτερα να μείνουν εδώ, να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα» (Γρηγόρης Δαφνής «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων»).

Και στα δύο ήταν όντως προφητικός. Άλλωστε, με δική του εισήγηση η ελληνική κυβέρνηση από τον Ιούλιο του 1922 απαγόρευσε την είσοδο στην Ελλάδα Ελλήνων από τη Μικρά Ασία.

Το δράμα της προσφυγιάς

Αμέσως την επομένη της καταστροφής η εξουθενωμένη από τους μακροχρόνιους πολέμους ελληνική πολιτεία βρέθηκε ανέτοιμη και ανίκανη να αντιμετωπίσει τις τεράστιες συνέπειες αυτής της πρωτόγνωρης εθνικής συμφοράς. Το ίδιο ανώριμη και αμήχανη βρέθηκε και ολόκληρη η ελληνική κοινωνία.

Όμως για να γίνει καλύτερα κατανοητό το μέγεθος του προβλήματος χρειάζεται να καταφύγουμε και σε κάποια στατιστικά στοιχεία. Ο επαναπατρισμός Ελλήνων από τη Μ. Ασία τον Πόντο και την Ανατ. Θράκη άρχισε από το 1914 περίπου κορυφώθηκε το 1922-23 και ολοκληρώθηκε το 1928. Στο μεταξύ υπήρξε και η ανταλλαγή των πληθυσμών. Ήδη, πριν τη Μικρασιατική καταστροφή 775.000 χριστιανοί της Μ. Ασίας την είχαν εγκαταλείψει (Ευστ. Ζαμπαθάς ‒ «Οι εκ Μ. Ασίας Ελληνοπόντιοι πρόσφυγες»). Το 1920 ο πληθυσμός της χώρας ήταν περίπου 4.900.000 κάτοικοι. Το 1928 ανήλθε σε 6.205.000 κατοίκους. Χωρίς βέβαια να αυξηθούν τα τ.μ. του εδάφους της ελληνικής επικράτειας, δηλαδή αυξήθηκε κατά 1.305.000 ανθρώπους και το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν γυναικόπαιδα. Αν μάλιστα στα 4.900.000 των κατοίκων της χώρας του 1920 υπολογίσει κανείς και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκους, που επέστρεψαν στην Τουρκία με την ανταλλαγή πληθυσμών, προκύπτει ότι η αύξηση των ελληνικής καταγωγής κατοίκων της Ελλάδος σε απόλυτο αριθμό φθάνει το 1,5 εκ. Το λεκανοπέδιο της Αττικής το 1920 είχε 490 χιλ. κατοίκους και το 1928 805 χιλ. Γράφει χαρακτηριστικά ο Αμερικανός Γκάιλς Μίλτον: «Η έξοδος από τη Μ. Ασία είχε λάβει βιβλικές διαστάσεις και επρόκειτο να συνεχισθεί για πολλούς μήνες. Ήταν η μεγαλύτερη αναγκαστική αποδημία στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Σχεδόν 2 εκατομμύρια άνθρωποι έπεσαν θύματα μιας τρομοκρατικής σε βιαιότητα και έκταση καταστροφής». Ο Ηλίας Βενέζης γράφει: «Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε. Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη, που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα.»

Αυτή η νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα έφερε κυριολεκτικά αναστάτωση όχι μόνο στα πληθυσμιακά δεδομένα του νεοσύστατου ουσιαστικά ελληνικού κράτους, αλλά και στην υπάρχουσα μέχρι τότε κοινωνική δομή, συνοχή και διαστρωμάτωση, στο χαρακτήρα και στο ρυθμό της κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας, στις κοινωνικές αντιλήψεις του λεγόμενου παλιοελλαδίτικου πληθυσμού, στις ταξικές αντιθέσεις, στα πολιτικά πράγματα, στα κοινωνικά ήθη, στο διαιτολόγιο, στις ερωτικές σχέσεις, στη μουσική, στο τραγούδι, στο χορό, στην τέχνη και στον πολιτισμό, στον αθλητισμό και γενικά σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής των κατοίκων, ακόμα και στην εθνική μας γλώσσα.

Το 1926 γράφει σχετικά ο γνωστός παλιοελλαδίτης χρονογράφος Α. Χριστοδούλου στο «Πανόραμα»: «Οι άνθρωποι αυτοί υπήρξαν λίπασμα χημικόν δια μίαν χώραν μοιρολατρείας και πολιτικολογίας». Και συνεχίζει αναφερόμενος ειδικά στους πρόσφυγες του Βύρωνα: «Κέντρα δε και εστιατόρια άφθονα και περιποιημένα, ανθρώπινα, με διακοσμήσεις με κοκεταρίαν». Και παρακάτω: «Η ψυχή του Σμυρνιού είναι η λεπτή και ζωηρή ψυχή το Ίωνος. Εις ζωηράν αντίθεσιν με την ψυχήν των γηγενών, βαρείαν και δωρικήν και αλύγιστον και ολίγον τι αποκρουστικήν ψυχήν. Όταν είναι Κυριακή τα κέντρα και οι δρόμοι του Βύρωνα κοχλάζουν από κορίτσια, γυναίκες και μεσόκοπες, ανακατευμένες με τους άνδρες, συγγενείς, φίλοι και γνωστοί, κουτσοπίνουν, διασκεδάζουν, ακούν μανδολίνα και κιθάρας, σμυρνιώτικους αμανέδες, μελωδίες πάθους και νοσταλγίας. Κάποια φυσαρμόνικα μελωδεί συναρπαστικόν ζεϊμπέκικον, χωρίς υπονοούμενα και αποσιωπητικά. Μόνον κουσέλι και καλαμπούρι και πνεύμα. Πλήρης δε και απόλυτος τάξις. Εάν το ίδιον ποσόν του οινοπνεύματος και εις το ίδιον χρονικόν διάστημα έπιναν Ρωμιοί εκ της παλαιάς Ελλάδος, αδύνατον να μη εμαχαιρώνοντο και να μη εκουμπουριάζοντο από παρεξήγησιν και στραβοκοίταγμα και φιλοτιμίαν και ξεχείλισμα τιμής».

Στην ιστορία του ο Σπ. Μαρκεζίνης σχολιάζει: «Το 1922 και όχι το 1832 εδημιουργήθη η Νέα Ελλάς και οι πρόσφυγες υπήρξαν το νέο αίμα της». Και η Ιφιγένεια Χρυσοχόου δίνει ένα ευρηματικό και πρωτότυπο στοιχείο για την πολιτιστική υπεροχή των προσφύγων από την εφημερίδα ΕΘΝΟΣ της 9/10/22: «Δεσποινίς πρόσφυξ εκ Σμύρνης πιανίστρια ελληνομαθής, αγγλομαθής, γαλλομαθής, παραδίδει δωρεάν μαθήματα πιάνου, φιλολογίας και ξένων γλωσσών, μόνον έναντι στέγης» και βεβαιώνει ότι τέτοιες αγγελίες δημοσιεύθηκαν εκατοντάδες.

Δικαιολογημένη, λοιπόν, η αρχική αμηχανία σ’ αυτή τη γενική ανατροπή, που δεν άργησε να μετατραπεί σε εχθρότητα. Οι Έλληνες είχαν δει πολλές φορές μέχρι τότε να κατακλύζεται ο τόπος τους από ξένους ειρηνικούς μετανάστες ή και πολεμικούς εισβολείς, αλλά ήταν η πρώτη φορά που είδανε την Ελλάδα να πλημμυρίζει από ξένους, που όμως δεν ήταν ξένοι. Από Έλληνες που κατέφευγαν στη μητέρα πατρίδα όχι για να τη λεηλατήσουν και να φύγουν, αλλά ούτε και να τη σκλαβώσουν. Αυτοί οι «εισβολείς» ήταν κάτι διαφορετικό. Ζητούσαν μόνο αγάπη και προστασία. Ζητούσαν αυτό που μόνο μια μάνα μπορεί να δώσει στα παιδιά της. Και ήταν έτοιμοι να της δώσου τη δική τους ψυχή.

Στέγαση ‒ Το μεγάλο πρόβλημα

Το κατεπείγον από τα σοβαρά αυτά και πρωτόγνωρα προβλήματα και συνεπώς το πιο πιεστικό απ’ όλα ήταν εκείνο της στέγασης όλων αυτών των ανθρώπων.

Τις μέρες εκείνες η εικόνα που παρουσίαζαν οι μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις και τα νησιά του Αιγαίου, ήταν κυριολεκτικά θλιβερή. Χιλιάδες οικογένειες, αλλά και μεμονωμένοι άνθρωποι, κυρίως παιδιά, χαμένοι μέσα σ’ αυτό το πλήθος, που πριν λίγα 24ωρα είχαν τα σπίτια τους, τις δουλειές τους, τα εισοδήματά τους, την περιουσία τους, τα σχολεία τους, την κοινωνική τους θέση και την ιδιαίτερη πολιτιστική τους ταυτότητα, βρέθηκαν ξαφνικά σ’ έναν άγνωστο τόπο, ανέστιοι, ρακένδυτοι και πεινασμένοι, κυριολεκτικά στους δρόμους. Επιπλέον, είχε χαθεί πια και η μεταξύ τους κοινωνική συνοχή και κοινή πολιτιστική παράδοση, αφού ξαφνικά βρέθηκαν διαλυμένοι και διάσπαρτοι σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης. Και όχι πάντα στον ίδιο προσφυγικό καταυλισμό οι καταγόμενοι από την ίδια περιοχή. Ευρωπαίοι της Κωνσταντινούπολης δίπλα σε κείνους από τα βάθη της Ανατολίας. Αστοί της κοσμοπολίτικης Σμύρνης δίπλα σε γεωργούς και κτηνοτρόφους από την Προύσα. Και το χειρότερο απ’ όλα ήταν η διάλυση στην κυριολεξία χιλιάδων οικογενειών. Χρειάστηκαν πολλές φορές χρόνια για να ξανανταμώσουν. Και πολλές απ’ αυτές δεν ξανάσμιξαν ποτέ. Επί δεκαετίες θυμούνται οι παλιότεροι την ειδική καθημερινή εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού της Αθήνας «Αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού». Την παρακολουθούσαν οι τυχεροί που είχαν επιζήσει με την ελπίδα να μάθουν νέα για όσους είχαν εξαφανισθεί. Ώσπου κάποτε και οι ελπίδες σώθηκαν.

Η βοήθεια που προσδοκούσαν ήταν ανύπαρκτη. Η επίσημη κρατική πρόνοια ήταν από ανέτοιμη μέχρι και ανίκανη να προσφέρει ουσιαστικά κάτι σημαντικό. Προχώρησε σε κάποια πρώτα σπασμωδικά μέτρα στοιβάζοντας τους ανθρώπους αυτούς σε σχολεία, εργοστάσια, στρατώνες, τρένα, παλιά ερείπια και οπουδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς. Έξι χιλιάδες Πόντιοι από την Τραπεζούντα μεταφέρθηκαν στο Μακρονήσι. Πολλοί βέβαια έμεναν στο δρόμο και ελάχιστοι τυχεροί σε κάποιες παράγκες. Μα και γι’ αυτούς τους «τυχερούς» είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του Βυρωνιώτη παλαιοελλαδίτη συγγραφέα Ξεν. Φιλέρη για το σπίτι, για την ακρίβεια το δωμάτιο, όπου ζούσε στο Βύρωνα, ακόμη και μέχρι το 1940, η φιλική του οικογένεια των αδελφών Αλέκου και Βασίλη Βλάχου, που δεν στάθηκε εξ ίσου τυχερή και στην απόκτηση προσφυγικής κατοικίας. «Μ’ άλλα λόγια σκέτη δυστυχία. Χωρίς έπιπλα, χωρίς νερό και ηλεκτρικό, χωρίς κρεβάτια, χωρίς τίποτα. Κοιμόντουσαν κατάχαμα πάνω σε κουρελούδες και στην πόρτα είχαν βάλει ένα μπερντέ για να τους προστατεύει από τον αέρα. Μόνο ένα τραπεζάκι κι αυτό κουτσό, τρία σκαμνάκια, μια λάμπα πετρελαίου, μια φουφού και μερικά πήλινα πιάτα υπήρχαν μέσα σ’ αυτήν την τρώγλη. Μια τρώγλη όμως, που η μάνα τους την είχε πάντα πεντακάθαρη, έλαμπε από πάστρα». Και γύρω η κοινωνία από αμήχανη και αδιάφορη μπροστά σ’ αυτό το θέαμα μέχρι και εχθρική. Ο κορυφαίος δημοσιογράφος – εκδότης της Καθημερινής Γ.Α. Βλάχος, αρνούμενος το εκλογικό δικαίωμα στους πρόσφυγες, γράφει στις παραμονές των εκλογών του 1928 «Ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι, ποτέ δεν θα αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν ελευθέρων πολιτών». Και παρακάτω «το σύμβολο της Παλαιάς Ελλάδος εκπορθείται και βεβηλώνεται από την προσφυγικήν αγέλην» (Καθημερινή 16/7/28).

Οπωσδήποτε κάποιοι προσέφεραν βοήθεια με τη μορφή ελεημοσύνης, αλλά και κάποιοι άλλοι άρπαζαν την ευκαιρία να βρουν φθηνό εργατικό δυναμικό, κυρίως από τις νέες γυναίκες που ξαφνικά έγιναν υπηρέτριες. Περιγράφει η Ιφ. Χρυσοχόου: «καλοντυμένες κυρίες ζητάνε κορίτσια για δουλάκια». Η λέξη «δουλικό» μαζί με τους όρους «τουρκόσποροι», «τουρκομερίτες», «παστρικές» (δηλαδή καθαρές και επομένως ανήθικες) κ.ά. πλούτισαν τότε το ελληνικό λεξιλόγιο. Για αρκετές δεκαετίες το «Σμυρνιά» σήμαινε πονηρή και γλωσσού.

Και το χειρότερο είναι ότι ένας ιδιότυπος κοινωνικός ρατσισμός αναπτύχθηκε τότε στην ελληνική κοινωνία. Κάποιοι απαίτησαν οι πρόσφυγες να φορούν κίτρινο περιβραχιόνιο και κάποιοι άλλοι έριξαν το σύνθημα «κάψτε τις παράγκες». Φυσικά αυτό λειτουργούσε και αμφίδρομα. Για τους πρόσφυγες οι κάτοικοι της μητέρας πατρίδας ήταν «οι γλίτσιδοι οι παλιοελλαδίτσιδοι». Δηλαδή βρώμικοι και άξεστοι. Έπρεπε να περάσουν αρκετές δεκαετίες μέχρι να εξαλειφθεί αυτή η νοσηρή κατάσταση και να κατακτήσουν οι Μικρασιάτες τη θέση που τους άξιζε στην ελληνική κοινωνία. Έγιναν πρωταγωνιστές σε όλους σχεδόν τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αξίζει ν’ αναφέρει κανείς ενδεικτικά κάποιους από τους κορυφαίους: Γιώργος Σεφέρης, Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, Ηλίας Βενέζης, Στέλιος Σπεράντζας, Παύλος Καρολίδης, Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Γεώργιος Βιζυηνός, Στρατής Δούκας, Κοσμάς Πολίτης, Δημ. Ψαθάς, Παύλος Παλαιολόγος,
Μέλπω Μερλιέ, Μίνως Αργυράκης, Μπαχαριάν, Ηλίας Καζάν, Δημήτρης Γλυνός, Μανώλης Ανδρόνικος, Κων. Δεσποτόπουλος, Κωνσταντίνος Καραθεοδωρής (ακαδημαϊκός, ο οργανωτής του ελληνικού Πανεπιστημίου της Σμύρνης), Κων. Κούμας, οι λαϊκοί ζωγράφοι Θεόφιλος και Γιώργος Σικελιώτης, Μυρτιώτισσα, Φαίδων Βεγλερής, Χρήστος Τούντας, Φώτης Κόντογλου, Κώστας Βάρναλης, Δημήτρης Φωτιάδης, Μαρία Ιορδανίδου, Διδώ Σωτηρίου, Έλλη Παππά, Μιχ. και Λεωνίδας Κύρκος, Σάββας Παπαπολίτης, Γιάννης Πασαλίδης, Κυβέλη, Τάκης Μουζενίδης, Κάρολος Κουν, Μανώλης Καλομοίρης, Δόμνα Σαμίου, Γιάννης και Ρόζα Ιμβριώτη, Κων/νος και Ιωάννα Τσάτσου, Βασίλης Λογοθετίδης, οικογένειες Βέμπο, Μυράτ, Νέζερ, Βακαλό, Βεάκη, Δοξιάδη, Πεσματζόγλου, και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Ιδιαίτερα οι πρόσφυγες λογοτέχνες κυριάρχησαν σχεδόν ολοκληρωτικά στο χώρο της διανόησης. Χτύπησαν αποτελεσματικά την αμάθεια, τη συντηρητική νοοτροπία και τις παρωχημένες κοινωνικές αντιλήψεις που κυριαρχούσαν ακόμη στη γερασμένη μητέρα πατρίδα. Με σημαντικότερη τη συμβολή τους στο εμπόριο, στα γράμματα, στην επιστήμη, στην τέχνη και γενικά στον πολιτισμό. Η πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία «Η προσφυγοπούλα» ήταν δημιούργημα του 1937 των Μικρασιατών Αιμίλιου Σαββίδη και Μιχαήλ Σουγιούλ (Σουγιουλτζόγλου) με πρωταγωνίστρια τη Σοφία Βέμπο. Ακόμα και οι κορυφαίοι επιχειρηματίες και εθνικοί ευεργέτες ήταν πρόσφυγες, π.χ. ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Μποδοσάκης, ο Αγγελόπουλος, ο Εμφιετζόγλου, ο Εφραίμογλου, ο Γρηγόρης Μαρασλής, ο Σισμανόγλου κ.λπ.

Όμως η ανάλυση όλης αυτής της εξελικτικής και αργής διαδικασίας απαιτεί μια ολοκληρωμένη κοινωνική μελέτη, που ξεφεύγει από το θέμα και τους στόχους αυτού του δημοσιεύματος.

Συνοπτικά μόνο μπορούμε να πούμε ότι η Μικρασιατική τραγωδία δεν επέφερε μόνο ολέθριες συνέπειες στον ελληνικό λαό, αλλά υπήρξε καθοριστική και για την αναζήτηση της εθνικής μας αυτογνωσίας.

Το φωτογραφικό υλικό προέρχεται από τα αρχεία της “Πανιωνίου Στέγης Βύρωνα” και του κου Απόστολου Κοκόλια και από το το διαδίκτυο

sex videos mark woods slowly slid his rod in latinas ass.
jav videos
phim sec granny mature enjoys riding and rimming.