*Του Σπύρου Τζόκα
ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ….Στο Μοναστήρι της Καισαριανής. Στις αλησμόνητες βραδιές του καλοκαιριού.
Τον πρωτοσυνάντησα φοιτητής στις μπουάτ και στις συναυλίες της νιότης μας. Τότε που είχαμε καλή σχέση με το χρόνο, τότε που πιστεύαμε ότι είμαστε αθάνατοι. Τότε, όταν δοκιμάζαμε τα όριά μας και μας άρεσε αυτό ή αυτό μας προκαλούσε. Τότε, που αρκετές φορές τρώγαμε τα μούτρα μας και δεν σταματάγαμε. Η νύχτα έπεφτε και μας χαροποιούσε. Έπεφταν οι μάσκες, τα ανθρωπάκια, οι μίζεροι και οι καταθλιπτικοί πήγαιναν για ύπνο και ο κόσμος ήταν δικός μας. Ναι, πηγαίναμε και δεν γνωρίζαμε πού θα μας βγάλει και τι θα μας βγει. Άλλοτε σε καλό, άλλοτε σε κακό. Το πρωί φορούσαμε τα μαύρα γυαλιά για να μην μας καταλάβουν ότι ήμασταν ξενύχτηδες. Νοσταλγίες άλικες, μνήμες ανάκατες, μπερδεμένες στο κουβάρι της ζωής.
Και από τότε πιστός θαυμαστής του. Συνοδοιπόρος… γιατί ήταν από την καλή πάστα ανθρώπων. Αυτών των ανθρώπων που δεν επιθυμούν να «ξεχωρίσουν απʼ τον κόσμο, αλλά να σμίξουν τον κόσμο». Σχεδόν για την γενιά μας 40 χρόνια ο Νότης ήταν ο ποιητής της ψυχής μας, ο δάσκαλος μας, ο σοφός καλλιτέχνης.
Μου έκανε την τιμή να συνεργαστούμε στις μαγευτικές εκείνες μουσικές βραδιές στο Μοναστήρι της Καισαριανής, με τη μεσολάβηση της φίλης Βάσιας Γεωργίου. Τότε που ο πολιτισμός ήταν προτεραιότητα. Ποιος θυμάται τον Μίκη στην Καισαριανή, τα παιδιά του Χατζιδάκι, τον Νικόλα Πιοβάνι, το αργεντίνικο τάγκο και τόσους άλλους στη μαγεία του μοναστηριού;
Σύντροφε, φίλε, σου οφείλω ένα ευχαριστώ για το ταξίδι που με συντρόφευσες… Στο ταξίδι αυτό που οι φαινομενικά μάταιες πράξεις οδηγούν σε κάτι που έχει αξία. Καλοτάξιδος …με μπουνάτσα… με μπουνάτσα. Και όλα τα καράβια να σφυρίζουν για σένα.
*Ο Σπύρος Τζόκας είναι πανεπιστημιακός – συγγραφέας