Θανάσης Ν. Παπαθανασίου,
Αν. Καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας, Διευθυντής του περιοδικού «Σύναξη»
Εκλογές ενόψει. Η ρητορεία περί συμμετοχής και περί ενεργών πολιτών, περί σηκώματος από τον καναπέ και περί γιορτής της δημοκρατία, αποτελεί κοινό τόπο. Πάρτε τις εκθέσεις ιδεών τις οποίες αναμασά η συντριπτική πλειονότητα των υποψηφίων και διαβάστε τες, αλλά χωρίς να δείτε από πριν ποιας παράταξης είναι. Η ρητορεία που προανέφερα είναι κυριολεκτικά κοινός τόπος!
Είναι λιγοστές οι αλλιώτικες φωνές. Εκείνες οι φωνές που δεν επιχειρηματολογούν απλώς για το «ποιο από τα σαμπουάν στα ράφια του σούπερ μάρκετ είναι το καλύτερο», αλλά θέτουν το πρωταρχικό ζήτημα, «γιατί και πώς σούπερ μάρκετ». Απρόθυμη και ανίκανη να θέσει αυτό το θεμελιακό ερώτημα, η κυρίαρχη ρητορεία είναι απλώς μοδάτο ψεύδος που κολακεύει καταναλωτές και αγρεύει πελάτες.
Το καίριο ζήτημα είναι, με άλλα λόγια, αν οι εκλογές αποτελούν εκδήλωση της βασικής ιδιότητας του πολίτη (δηλαδή της συμμετοχής) ή αν, αντιθέτως, λειτουργούν ως πράξη συμμετοχής, με την οποία ο πολίτης προβαίνει… σε παραίτηση από την συμμετοχή! Η ελευθερία και η ευθύνη είναι πράγματα βαριά. Μοιάζει με ανακούφιση το ξεφόρτωμά τους, η ανάθεσή τους σε εκ-προσώπους και η μετατροπή της ψήφου σε συναλλακτικό μέσο. Κοντολογίς, η μετατροπή του πολίτη σε ανδράποδο δεν γίνεται με την επιβολή δικτατορίας η οποία απαγορεύει τις εκλογές, αλλά μέσω μιας εικονικής δημοκρατίας, όπου ελεύθερα ο πολίτης απεμπολεί την ελευθερία του.
Θα προτείνω κάτι, το οποίο μόνο ως τρολάρισμα μπορεί να ακουστεί στις μέρες μας – και μάλιστα στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, το οποίο κραδαίνει την αποτελεσματικότητα της λογιστικής και παθαίνει αναφυλαξία με την φιλοσόφηση και τον ανθρωπολογικό στοχασμό. Προτείνω λοιπόν, εκλογείς και υποψήφιοι να σκύψουν σε ένα εμβληματικό κείμενο και εκεί να αναλογιστούν τον πραγματικό εαυτό τους. Σαν μπροστά στον μαγικό καθρέφτη που φανέρωνε πάντα την αλήθεια – ακόμα κι όταν αυτή δυσαρεστούσε.
Το κείμενο είναι από τους Αδελφούς Καραμαζώφ, το τελευταίο μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Βρισκόμαστε στην Ισπανία του 15ου αιώνα όπου η Ιερά Εξέταση, ως αυτοδιόριστη εκπρόσωπος του Χριστού, έχει την εξουσία να καίει αυτούς με τους οποίους η ίδια διαφωνεί. Εκεί λοιπόν αίφνης εμφανίζεται ο Χριστός. Ο Μέγας Ιεροεξεταστής έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του και… διατάζει να τον συλλάβουν. Ο Χριστός ρίχνεται στη φυλακή, όπου ο Ιεροεξεταστής τον επισκέπτεται και του εξηγεί για ποιον λόγο θα τον εκτελέσει στην πυρά την επόμενη μέρα.
Τα λόγια του Μεγάλου Ιεροεξεταστή αποτελούν τον διαβόητο μονόλογό του, ο οποίος έχει χιλιοσυζητηθεί από ανθρώπους που υπολήπτονται την κριτική σκέψη. «Υπάρχουν τρεις δυνάμεις», λέει ο Ιεροεξεταστής στον Χριστό μιλώντας του για το ανθρώπινο πλήθος, «που μπορούν να υποτάξουν για πάντα τη συνείδηση αυτών των αδύναμων επαναστατημένων: το θαύμα, το μυστήριο και η εξουσία. Τις απέκρουσες και τις τρεις».
Ο Ιεροεξεταστής ξετυλίγει ένα καταιγιστικό κατηγορητήριο σε βάρος του Χριστού. Του καταλογίζει ότι υπολήπτεται αφάνταστα την ανθρώπινη ελευθερία, σε βαθμό που να περιορίζει την θεϊκή ισχύ του προκειμένου ο άνθρωπος να στέκει στα ποδάρια της δικής του ευθύνης. Για τον Ιεροεξεταστή χρειάζεται το απολύτως αντίθετο: Ο άνθρωπος να απαλλαγεί από το φορτίο της ελευθερίας του μέσω της εξαγοράς, του θαμπώματος και της υπόταξής του.
Ο εκτενής μονόλογος του Μεγάλου Ιεροεξεταστή είναι αδύνατο να γίνει κατανοητός (ακόμα κι αν κάποιος έχει δει την θεατρική παράσταση… για να αποφύγει να διαβάσει το βιβλίο, πράγμα που αδικεί και την εξαιρετική παράσταση), αν δεν είναι σαφές ότι ο Ντοστογιέφσκι ερμηνεύει κείμενο του Ευαγγελίου. Είναι το κείμενο που αφηγείται ότι ο Χριστός, πριν ξεκινήσει την δημόσια δράση του, μπήκε στην έρημο και αναμετρήθηκε με τον διάβολο. Εκεί ο διάβολος προκάλεσε τον πεινασμένο και διψασμένο Χριστό με τρεις πειρασμούς: Με το θαύμα (τον προκάλεσε να μετατρέψει τις πέτρες σε ψωμί για να χορτάσει και να αποδείξει ότι είναι Θεός), με το μυστήριο (τον μετέφερε στο ψηλότερο σημείο του ναού των Ιεροσολύμων και τον προκάλεσε να ριχτεί κάτω, ώστε να παρέμβουν άγγελοι για να τον πιάσουν), και με την εξουσία (του έδειξε όλα τα βασίλεια του κόσμου και του υποσχέθηκε να του τα παραχωρήσει, αν τον προσκυνούσε).
Ο Χριστός απέκρουσε και τις τρεις προκλήσεις: Αρνήθηκε να κάνει ένα θαύμα που καταργεί την ελευθερία του ανθρώπου, αρνήθηκε δηλαδή το αποδεικτικό θαύμα το οποίο αναγκάζει τον άλλον να μείνει ενεός. Απέρριψε το μυστήριο εκείνο, που τον σκιαγραφεί ως ένα ον απόμακρων ουρανών, άτρωτο και άσχετο με την ευαλωτότητα του ανθρώπου (ένας Θεός αλληλέγγυος μέχρι σταυρικού θανάτου είναι, για τον Ιεροεξεταστή, απαράδεκτος θεός). Και τέλος απέρριψε την εξουσία, δηλαδή την θεοποίηση της ισχύος και την δίψα για καθυπόταξη του άλλου.
Για τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή η στάση του Χριστού δεν ήταν μόνο ηλιθιότητα. Ήταν και έγκλημα, διότι άφηνε τους ανθρώπους στην αναταραχή της ελευθερίας και στις ανταρσίες που αυτή γεννά, αντί να τους εξαγοράσει με παροχές (ψωμί), αντί να τους θαμπώσει με την γκλαμουριά (μυστήριο), αντί να τους υποτάξει με την εξουσία. Κι όλα αυτά ο Ιεροεξεταστής τα υποστηρίζει με την δαιμονικότερη αιτιολογία: Είναι «για το καλό τους» και για να μην παιδεύονται. Λιγότερο άνθρωποι, περισσότερο καταναλωτές, πελάτες και ζαγάρια. Και το κενό της εξατμισμένης ελευθερίας τους το καταλαμβάνει η ελίτ που ξέρει, που παρέχει, που θαμπώνει, που εξαγοράζει, που καταστέλλει.
Σήμερα ο Ιεροεξεταστής εκπροσωπεί τα ίδια, μα τα διατυπώνει με χαμόγελα, καταπώς του υποδεικνύουν οι επικοινωνιολόγοι. Επισείει κινδύνους, επικαλείται δεσμεύσεις, τάζει ευημερία, πράγματα που στα μάτια πολλών φαίνονται εντελώς ρεαλιστικά, αντίθετα προς τα ουτοπικά που εισηγείται ο Χριστός. Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής μίλησε και για την προσωπική του πορεία: για το πώς ξεκίνησε πιστεύοντας το κήρυγμα του Χριστού, και πώς κατόπιν διαπίστωσε την ανοησία αυτού του κηρύγματος. «Συνήλθα», λέει στον Χριστό, «και δεν θέλησα να υπηρετήσω μιαν υπόθεση παράλογη. Γύρισα πίσω και ενώθηκα με κείνους που διόρθωσαν το έργο σου».
Τι χρειάζεται για την διόρθωση αυτή; Δυο στιγμές ελευθερίας! Ίσα – ίσα για να εκχωρήσει ελεύθερα ο άνθρωπος την ελευθερία του στον Ιεροεξεταστή: στον αντι-πρόσωπο ενός θεού που εξορίζεται ως άβολος, στην νταντά στην οποία ανατίθεται η φροντίδα ενός λαού που νηπιάζει, στην ελίτ που διαχειρίζεται καρέκλες εξουσίας.
Οι αλλιώτικες φωνές όμως θα συνεχίσουν να σπέρνουν στην πόλη και στην καθημερινότητα την ουτοπία: όχι την ωμότητα του «γύρισα πίσω», αλλά το όραμα της Ανάστασης που βρίσκεται μπροστά. Στην Ανάσταση οι Ιεροεξεταστές θα είναι οι μόνοι άνεργοι.
Φωτογραφία: https://mymodernmet.com/revolution-art/