Ο «Μισάνθρωπος» του Μολιέρου στο θέατρο Εμπορικόν, με πρωταγωνιστή τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο και σε σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα, ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά, σημειώνοντας απ’ ότι φαίνεται επιτυχία.
Μία Κωμωδία που σατιρίζει την Γαλλική αστική τάξη, αναλύει κοινωνικά την ανθρώπινη συμπεριφορά και φέρνει στο φώς την ανάγκη για ειλικρίνεια και αλήθεια, πράγματα που δεν υπήρχαν, και από ότι φαίνεται δεν υπάρχουν ούτε σήμερα ανάμεσα στους ανθρώπους και τις σχέσεις τους, φιλικές ή ερωτικές.
Σε αυτό το έργο, πρωταγωνιστής είναι ο Αλσέστ (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος), ένας «Μισάνθρωπος» που δεν μπορεί να ανεχθεί την ψευτιά και την υποκρισία που υπάρχει γύρω του. Είναι ειλικρινής και ευθύς με όλους όσους συναναστρέφεται και ο ίδιος δεν διστάζει να διαφωνήσει ή ακόμα και να λογομαχήσει όταν θα εκφράσει την γνώμη του απέναντι σε κάποιον, αφού φυσικά του το ζητήσει πρώτος ο συνομιλητής του να το κάνει.
Νιώθοντας ένα απέραντο μίσος για τους ανθρώπους και τις ψεύτικες συμπεριφορές τους, ο ίδιος ο Αλσέστ θα ερωτευτεί παθιασμένα την Σελιμέν (Ευγενία Σαμαρά) μία γυναίκα όμορφη και ελκυστική, με όλη την υψηλή κοινωνία να την ποθεί, μία γυναίκα όπου αντικατοπτρίζει τα όσα ο Αλσέστ πολεμά και αρνείται να ασπαστεί, πέφτοντας έτσι σε μία γοητευτική αντίφαση, αφού αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος ερωτεύεται ανεξάρτητα από το τι πιστεύει για τους άλλους.
Μία παράσταση πλούσια σε χιούμορ που οφείλεται σε έναν πάρα πολύ μεγάλο βαθμό στον ίδιο τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, που υποδύεται τον Αλσέστ με τόσο θεσπέσιο τρόπο, «ενοχλώντας» τους συμπρωταγωνιστές του και προκαλώντας μέσα από τις αντιδράσεις, τις χειρονομίες και το γενικό παίξιμό του, το άφθονο γέλιο του κοινού.
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος θα καταδείξει τον Αλσέστ ως προσωπικότητα, αφού θα βγάλει στην επιφάνεια και την συναισθηματική του φύση, μέσα από την αγάπη του για την Σελιμέν, συνοδευόμενη εννοείται από άφθονη κωμικότητα ακόμα και σε αυτό το σημείο.
Η γενική εικόνα της παράστασης, μας παρέπεμπε ξεκάθαρα σε ένα μοντέρνο ανέβασμα που ακολουθεί τα σύγχρονα πρότυπα παρά την χρονολογία και την εποχή του έργου. Αυτό το μαρτυρά ο σκηνικός χώρος, και τα σκηνικά της Ηλένιας Δουλαδίρη, που δεν παρουσίαζαν ξεκάθαρα κάποιον συγκεκριμένο χώρο ενώ η ενδυματολογική προσέγγιση, πάλι από την Ηλένια Δουλαδίρη, ήταν μεν εντυπωσιακή, αλλά ταυτόχρονα υπερβολική.
Η μουσική του Βαϊου Πράπα προσέφερε ζωντάνια στην παράσταση, πλησιάζοντας τα σύγχρονα πρότυπα, αλλά σε σχέση με το συγκεκριμένο Μολιερικό έργο, ίσως αποτέλεσε κάτι αταίριαστο.
Τον αντίζηλο του Αλσέστ, Ορόντ, τον υποδύθηκε ο Στέλιος Ιακωβίδης, που ανέδιδε επίσης μια μικρή αλλά χαρακτηριστική κωμικότητα. Την αντίζηλη και «φίλη» της Σελιμέν, Αρσινόη, την υποδύθηκε η Αθηνά Μουστάκα με μία εξίσου μικρή και χαρακτηριστική κωμικότητα.
Τους μνηστήρες της Σελιμέν υποδύθηκαν ο Θάνος Μπρίκος και ο Αυγουστίνος Κούμουλος, ενώ τους φίλους του ζευγαριού ο Πολύδωρος Λαπιδάκης και ο Κυριάκος Σαλής. Στο ρόλο της αφηγήτριας – σχολιάστριας η Φωτεινή Αθερίδου.
Αυτό που εντοπίζουμε βλέποντας την Παράσταση, είναι ότι φαινόμενα όπως είναι το ψέμα, ο φθόνος και το κουτσομπολιό, αλλά και όλη αυτή η καλά δομημένη κοινωνία του ισχυρού που μόνο όσοι έχουν τα μέσα και το χρήμα μπορούν να ανεβούν σε αυτή, υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει (;) για πολύ ακόμα, ανεξάρτητα από την εποχή του Μολιέρου ή τη δική μας. Ενώ όσοι από αυτούς την αμφισβητήσουν, είτε με την ειλικρίνειά τους, είτε με την τόλμη τους, θα πρέπει να είναι έτοιμοι να δεχθούν και τις ανάλογες συνέπειες.
Νίκος Μπαρμπαρόσος,
Φοιτητής Θεατρικών Σπουδών ΕΚΠΑ