«Ο άνθρωπος του Θεού»
Σκηνοθεσία-σενάριο της (θου Κύριε) Γελένα Πόποβιτς.
Ο Άγιος Νεκτάριος δεν χρειάζεται συστάσεις. Ένας φωτισμένος, γεμάτος αγάπη άνθρωπος, ταγμένος σώμα και ψυχή στην ουσία της πίστεως μας, ο όποιος πολεμήθηκε με αθέμιτα μέσα όσο κανένας άλλος από τον κλήρο της εποχής του. Ένας λαοφιλής και αγαπημένος Άγιος της πίστης μας (αλλά και δικός μου).
Στο άκουσμα -εδώ και αρκετό καιρό- ότι ένα μέρος της ζωής του ετοιμάζεται να πάρει κινηματογραφικά «σάρκα και οστά» από μία διεθνή ομάδα δημιουργών και με ένα επιτελείο εκλεκτών εγχώριων συναδέλφων, η ανυπομονησία μου και η προσμονή για το αποτέλεσμα ήταν τεράστια. Όπως και των περισσότερων, εξάλλου, αφενός λόγω της δημοφιλίας του Αγίου, αφετέρου λόγω της διαφημιστικής εκστρατείας της ταινίας μας, η οποία μας «τα ζάλισε» κανονικά, προεξοφλώντας «Το άριστο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα».
Και βγήκε η ταινία.
Και έτρεξα ο δύσμοιρος από τους πρώτους.
Και την είδα…
Και έμεινα με το στόμα ανοιχτό!
Όχι από την καλλιτεχνική της δυναμική και ουχί από τη συναισθηματική φόρτιση και θρησκευτική κατάνυξη λόγω περιεχομένου.
Περιεχόμενο είπα; Ποιο περιεχόμενο!!! Δεν είχε κανένα περιεχόμενο!
Να επισημάνω, παρ’ όλα αυτά, ότι η ταινία δεν είναι αυτό που λέμε «σκουπίδι». Σώζεται αισθητικά.
Σε επίπεδο παραγωγής: Τα κοστούμια (Εύα Νάθενα) και η φωτογραφία (Παναγιώτης Βασιλάκης) στην απόδοση εποχής έχουν κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια. Υπάρχουν και οι δύο- τρεις στιγμές (ερμηνευτικά έντονες) στις σκηνές με τον Άρη Σερβετάλη-Μιχάλη Οικονόμου και Χρήστο Λούλη που αποκλείεται να μην σε συγκινήσουν.
Από κει και πέρα δυστυχώς επικρατεί το χάος.
Το πρόβλημα δεν ξεκινάει από το γεγονός ότι οι ηθοποιοί μιλάνε την αγγλική (και σε πολλές περιπτώσεις τρισάθλια αγγλικά χωρίς συντακτικό χωρίς νόημα).
Ούτε από το γεγονός ότι ηθοποιοί μπαίνουν και βγαίνουν στην ταινία χωρίς λόγο ύπαρξης, μέσα σε σκηνές δευτερόλεπτων στην κυριολεξία, χωρίς να εξυπηρετούν σε τίποτα στην εξέλιξη της ιστορίας.
(Πιο «κακή», στα όρια της παρωδίας, Καριοφίλια Καραμπέτη, δεν έχω ξαναδεί).
Ούτε από την αξιοσημείωτη προσπάθεια του Άρη Σερβετάλη, ο οποίος παραδίδει έναν Άγιο Νεκτάριο σχεδόν κατατονικό από την πολύ εσωτερικότητα της ερμηνείας του.
Το τεράστιο πρόβλημα της ταινίας είναι η Σκηνοθέτιδα Γελένα Πόποβιτς, η οποία επωμίζεται και το σενάριο.
Η απειρία και η αμηχανία της καταγράφεται σε κάθε κάδρο της ταινίας, σε κάθε ασυνάρτητη αφηγηματική γραμμή, από την έναρξη έως το τέλος. Ο θεατής χάνει την μπάλα σε τέτοιο σημείο που δεν καταλαβαίνει τι βλέπει. Εποχές και χρονολογίες αλλάζουν εν ριπή οφθαλμού, στερώντας σε από την συναισθηματική ταύτιση.
(Να μην πω για τα απίστευτα «ρακόρ» λάθη )
Με λίγα λόγια …
Η ανάγκη της να χωρέσει δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη (σενάριο και σκηνοθεσία) χαντακώνει την ταινία. Παραδίδει μια επιδερμική, άκρως τηλεοπτική (τύπου «Οικογενειακές Ιστορίες») αλλοπρόσαλλη αφηγηματικά καταγραφή της ζωής του Αγίου Νεκταρίου, προσπαθώντας να δώσει μια προοδευτική σκηνοθετική ματιά (γιατί έχει και την δήθεν καλλιτεχνική πετριά), ξεχνώντας ότι ο όρος «προοδευτικός» υπήρξε η ταυτότητα πολλών καραγκιοζάκων των τεχνών, της διανόησης και του θεάτρου, η οποία επικάλυπτε την επαγγελματική τους ανεπάρκεια. Το γεγονός δηλαδή ότι ήταν ανίκανοι και ατάλαντοι.
Κρίμα…..
Υ.Γ. Ποια είσαι στα αλήθεια Γελένα Πόποβιτς;