Της Ήλιας Ιατρού
Έγινα Βυρωνιώτισσα από μεταγραφή. Από τα πρώτα πράγματα που μου έκαναν εντύπωση όταν ήρθα, ήταν το όνομα «Νέα Ελβετία». Φαντάστηκα μια περιοχή κάπου ψηλά, όλο πράσινο και νερά. Τι απογοήτευση, όταν πήρα το τρόλεϊ και βρέθηκα σε μια περιοχή όλο άσφαλτο και τσιμέντο.
Τι συνέβη; Πώς η Νέα Ελβετία έγινε τσιμεντούπολη; Πώς χάθηκε η ευκαιρία να γίνει ο Βύρωνας μπαλκόνι της Αθήνας;Φανταστείτε να μέναμε σ’ ένα Δήμο χτισμένο αμφιθεατρικά, με πάρκα, όπου θα ερχόταν κόσμος απ’ όλο το λεκανοπέδιο για ν’ απολαύσει πράσινο και θέα. Μια πόλη στους πρόποδες του Υμηττού, όπου δημότες κι επισκέπτες θα απολάμβαναν τον αέρα του βουνού.
Αντί γι αυτό, απολαμβάνουμε καυσαέριο σε πυρωμένους δρόμους γεμάτους λακκούβες. Γύρω μας υψώνονται τσιμεντένια μεγαθήρια που κόβουν το αεράκι και τη θέα. Η πόλη έχει γυρίσει την πλάτη στο βουνό κι έχει αποστρέψει το πρόσωπο από τη θάλασσα και την Ακρόπολη. Χωρίς αυτά ποιος είναι ο άξονας, ποιο το σημείο αναφοράς αυτής της πόλης; Δεν ξέρουμε. Στα μπερδεμένα της στενά γυρνάμε για να χωθούμε στο κουτί που λέμε σπίτι.
Κακά τα ψέμματα, ο Βύρωνας δεν είναι πόλη. Δεν είναι ένα αστικό κέντρο όπου οι άνθρωποι ζουν, δουλεύουν, διασκεδάζουν. Οι Βυρωνιώτες δουλεύουν αλλού, ψωνίζουν αλλού, διασκεδάζουν αλλού. Τα μαγαζιά της πόλης υπολειτουργούν. Ο Βύρωνας διώχνει τα παιδιά του. Λίγο-πολύ ο Δήμος μας λειτουργεί κυρίως ως…κοιτώνας.
Και πώς όχι; Τι έχει να προσφέρει αυτή η πόλη στον κάτοικο και τον επισκέπτη; Δεν υπάρχει χώρος για ζωή, δεν υπάρχει χώρος για βόλτα, για αναψυχή. Για ποια βόλτα μιλάμε, όταν δεν υπάρχει καν ανοιχτός χώρος που να μας χωρά σε περίπτωση σεισμού;Όταν δεν υπάρχει έστω ένα πεζοδρόμιο της προκοπής και τα παιδιά πηγαίνουν σχολείο βαδίζοντας στο δρόμο; Όποιος έρχεται εδώ για δουλειές βιάζεται να τις τελειώσει και να πάει αλλού. Όποιος μένει εδώ, σκέφτεται πού αλλού θα πάει για να ξεσκάσει.
Όλοι μας καταγόμαστε από γωνιές της Ελλάδας και της Μικρασίας όπου το λαϊκό αισθητήριο μεγαλουργούσε, δημιουργώντας ανθρώπινα τοπία ομορφιάς. Πανέμορφα σπίτια, γεφύρια, εκκλησιές και ξωκλήσια, καλντερίμια, αυλές και πεζούλια πνιγμένα στα λουλούδια. Πού πήγαν όλα αυτά; Πού εξαφανίστηκαν; Σίγουρα, υπάρχουν άνθρωποι που μοχθούν στα μπαλκόνια του καύσωνα προσπαθώντας να συντηρήσουν λίγες γωνιές ομορφιάς. Την ίδια στιγμή όμως, άλλοι φτιάχνουν ιδιωτικά και δημόσια έργα χωρίς αισθητική, χωρίς καμία ομορφιά. Στα προαύλια του τσιμέντου και τους ακάλυπτους της αντιπαροχής διαμορφώθηκε η αισθητική μιας γενιάς που τσιμεντώνει την αυλή για να παρκάρει το αμάξι και ασχημίζει τους τοίχους με μουτζούρες.
Ακόμη κι η ιστορία μας χάθηκε, λες και δεν υπήρξε ποτέ. Ο Βύρωνας της προσφυγιάς και της Κατοχής εξαφανίστηκε από την επέλαση της αντιπαροχής. Τα ελάχιστα που έμειναν είναι μάρτυρες των όσων χάθηκαν, αλλά αφήνονται να καταρρέουν χωρίς μέριμνα, χωρίς ανάδειξη. Πείτε μου, ξέρετε εσείς ποια είναι τα ιστορικά σημεία του Βύρωνα; Πού βρίσκονται; Έστω, πού έγινε το μπλόκο του Βύρωνα; Πού και πώς θα το βρει ένας επισκέπτης; Υπάρχει κάποια πινακίδα; Διαδρομή; Πληροφόρηση;
Η ιστορία του Βύρωνα κρύφτηκε κάτω από το μπετόν. Δεν έχει όμως ακόμη σβηστεί τελείως. Ας μην την ξεχάσουμε, λες και δεν έγινε ποτέ. Αυτός ο Δήμος θα μπορούσε να έχει δύο τουλάχιστον ιστοριές διαδρομές. Η μία, για την προσφυγιά, θα περιλάμβανε κάποια από τα προσφυγικά που σώθηκαν, το παιδοκομείο του Μοργκεντάου (που επέτρεπε στις προσφύγισσες να δουλεύουν για να ζήσουν τα παιδιά τους) και το Ταπητουργείο, που αντί να καταρρέει θα μπορούσε να είχε συντηρηθεί και να γίνει Μουσείο Προσφυγιάς. Η δεύτερη, για την Κατοχή και την Αντίσταση, θα έπρεπε να ξεκινά (ή να καταλήγει) στο σημείο του Μπλόκου. εκεί θα έπρεπε να υπάρχει ενημερωτικό κέντρο κι εκεί θα έπρεπε να είναι η πλατεία και το Ηρώο του Βύρωνα – στο σημείο που γράφτηκε η ιστορία.
Ζούμε με το κεφάλι σκυφτό, προσπαθώντας να βολευτούμε, χωρίς να σκεφτόμαστε τίποτ’ άλλο. Έχουμε αφήσει γύρω μας να αφανιστούν η ιστορία και το φυσικό μας περιβάλλον. Δεν καταλαβαίνουμε πως αυτά είναι τα κοσμήματά μας, η κληρονομιά μας; Όταν τ’ αφήνουμε να χαθούν γινόμαστε όλο και πιο φτωχοί και όλο περισσότερο χαμηλώνουν οι ορίζοντες γύρω μας. Ας πάψουμε επιτέλους να σκύβουμε σαν σκλάβοι. Ας σηκώσουμε το κεφάλι κι ας αναπνεύουμε σαν ελεύθεροι άνθρωποι. Ας τολμήσουμε να σκεφτούμε και κάποιες άλλες αξίες – την ομορφιά, τη μνήμη, την ιστορία. Ας σεβαστούμε αυτά για τα οποία δηλώνουμε περήφανοι. Ας δημιουργήσουμε χώρο στην πόλη μας γι’ αυτά. Κι όταν τολμήσουμε να δώσουμε χώρο για ν’ ανασάνουν τα όνειρά μας, τότε θα δούμε πως κι εμείς ανασαίνουμε καλύτερα. Ας φτιάξουμε έναν Βύρωνα που να μας αξίζει.
Η ατμόσφαιρα μυρίζει εκλογές. Ας διαλέξουμε προσεκτικά, ανθρώπους με αγάπη και όραμα για την πόλη μας. Και, μετά τις εκλογές, ας επιμείνουμε να πραγματοποιηθούν όσα υποσχέθηκαν. Οι σημερινές μας επιλογές μας θα καθορίσουν την πόλη στην οποία θα ζούμε αύριο. Την πόλη στην οποία θα γεράσουμε. Εκεί που θα ζήσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας.