Οι «Βρυκόλακες» αποτελούν ένα από τα σπουδαιότερα έργα του μεγάλου Νορβηγού συγγραφέα Ερρίκου Ίψεν, ενώ είναι γνωστό ότι κατατάσσεται από πολλούς κριτικούς στα ρεαλιστικά κοινωνικά δράματα του συγκεκριμένου δραματουργού.
Ένα έργο αρκετά τολμηρό και αληθοφανές για την εποχή του, που δεν διστάζει να θίξει ζητήματα όπως η απιστία, ο φθόνος, καθώς και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτό της ανθρώπινης «αρρώστιας» σωματικής και ψυχικής που κάτω από συνθήκες πίεσης και απόγνωσης οδηγούν σε ζοφερές συνέπειες για όλους.
Στην υπόθεση του έργου ακολουθούμε την κυρία Έλεν Άλβινγκ η οποία είναι χήρα του ομώνυμου λοχαγού Άλβινγκ και μητέρα του μοναχογιού της Όσβαλντ ανερχόμενου ζωγράφου.
Ο γιός της Όσβαλντ επιστρέφει σπίτι του μετά από καιρό στο εξωτερικό, προκειμένου να περάσει τον χειμώνα στο πατρικό του σπίτι μαζί με την μητέρα του. Εκεί θα συναντήσει την Ρεγγίνα, που ζει ως ψυχοκόρη στο σπίτι τους και είναι το νόθο παιδί του λοχαγού και της πρώην υπηρέτριας Ιωάννας και ετεροθαλής αδερφή του. Μαζί με την μητέρα του βρίσκεται και ο Πάστορα Μάντερς, που είναι οικογενειακός φίλος και κληρικός.
H Κυρία Άλβιγκ, προς τιμήν του αποθανόντα συζύγου της, δωρίζει ένα ίδρυμα που πρόκειται να στεγάσει ορφανά παιδιά, διατηρώντας έτσι την μνήμη του ζωντανή και τονίζοντας έτσι και την υψηλή της θέση στην κοινωνία.
Φαινομενικά όλοι ζουν μια «ιδανική» ζωή, όταν όμως ο νεαρός Όσβαλντ θα προβεί σε ερωτικές πράξεις έναντι της Ρεγγίνας δίχως να γνωρίζει την πραγματικότητα γι αυτή, όλες οι αναμνήσεις και τα γεγονότα του παρελθόντος θα επιστρέψουν σαν «βρυκόλακες» για να ταράξουν και να στοιχειώσουν την κυρία Άλβιγκ, που έντρομη θα παρατηρήσει μια σκηνή γνώριμη στα μάτια της, αυτή την φορά όμως την θέση του άντρα της θα την έχει πάρει ο γιός της και έτσι θα αποδειχθεί πως το παρόν τόσο εκείνης όσο και των γύρω της δεν θα είναι για πολύ ακόμα γαλήνιο, όλα αυτά επιβεβαιώνονται την στιγμή που λίγο μετά το ίδρυμα θα τυλιχθεί στις φλόγες από ένα λάθος του πάστορα Μάντερς.
Μέσα από αυτό το έργο λοιπόν τα νοήματα που μπορούμε να αντλήσουμε είναι τα εξής:
Όπως παρατηρούμε και από την ίδια την πρωταγωνίστρια, που ζει μία ζωή πλούσια και ευκατάστατη, στην πραγματικότητα τόσο εκείνη όσο και το παιδί της είναι δυστυχισμένοι καθώς ο σύζυγος της παρά το κοινωνικό του κύρος και την υψηλή θέση του, ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε μία ζωή δίχως εγκράτεια και με ηδονιστικές απολαύσεις στο έπακρο ξεχνώντας ότι ως αξιωματικός εκείνης της εποχής θα έπρεπε να είχε μία εντελώς διαφορετική συμπεριφορά από αυτή. Καθώς επίσης ότι ο γιός της από μικρός δεν είχε μια σταθερή ζωή, λόγο ότι ήταν εσώκλειστος σε σχολεία μέχρι και την στιγμή που μεγάλωσε και επέστρεψε στο σπίτι του.
Κάτι που επίσης γίνεται αντιληπτό μέσα από αυτό το έργο είναι και η καταπίεση η οποία αισθάνονται οι χαρακτήρες, καθώς τόσο ο Όσβαλντ που φιλοδοξούσε να γίνει ζωγράφος ήταν κατατρεγμένος από τα <<πρέπει>> της εποχής, με χαρακτηριστικό τρόπο αυτόν του πάστορα Μάντενς, που δεν ενέκρινε την επιλογή του, αφού ως άνθρωπος της εκκλησίας έδινε μια πιο συντηρητική χροιά στο έργο. Πρέπει επίσης να αναφερθεί πως ο Όσβαλντ πάσχει από μία βαριά ασθένεια (όπως πιστεύει εκείνος) πιθανόν σύφιλη, την οποία η μητέρα του τον καθησυχάζει ότι την κληρονόμησε από τον πατέρα του και έτσι δίχως να μπορεί να το ελέγξει οδηγείται στην τρέλα και τελικά στην αυτοκτονία.
Συμπερασματικά οι Βρυκόλακες του Ίψεν αποτελούν και θα συνεχίσουν να αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα για το παγκόσμιο θέατρο, αφού μέσα από αυτό ο Νορβηγός Δραματουργός καταφέρνει να αποτυπώσει με πολύ ρεαλιστικό τρόπο την σκληρή και φθαρμένη πλευρά των ανθρώπων, που όσες φορές και αν επιχειρήσουν να ξεχάσουν το παρελθόν και να ζήσουν μακριά από αυτό, στην πραγματικότητα είναι καταδικασμένοι να το ξαναζήσουν, αφού τόσο τα βάσανα τους όσο και οι εφιάλτες που έζησαν σαν «βρυκόλακες» ζωντανεύουν ξανά και συνεχίζουν να τους καταδιώκουν.
Νίκος Μπαρμπαρόσος,
Φοιτητής Θεατρικών Σπουδών ΕΚΠΑ